Ο Βλαντίμιρ Ασκενάζυ δεν χρειάζεται συστάσεις. Διάσημος για τις δεξιοτεχνικές αλλά και βαθιά αισθαντικές ερμηνείες του στο πιάνο, ανέπτυξε επίσης σπουδαία καριέρα στο πόντιουμ, έχοντας διευθύνει κορυφαίες Ορχήστρες. Η σχέση του με την Ελλάδα ξεκινά πενήντα χρόνια πριν – αφού η πρώτη του εμφάνιση στη χώρα μας πραγματοποιήθηκε το 1964 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου όπου και διατηρεί εξοχικό – με το κοινό να τον ακολουθεί ευλαβικά σε κάθε του εμφάνιση. Λίγες μέρες πριν ανέβει στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών για να διευθύνει την τελευταία συναυλία της χειμερινής καλλιτεχνικής περιόδου με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, ξετυλίγουμε την ενδιαφέρουσα και πολυτάραχη ζωή αλλά και την λαμπρή καριέρα του, μέσα από δικά του λόγια μετρώντας ανάποδα από το 15 μέχρι το 1:
15.
Το πρώτο μας δωμάτιο ήταν – αν το πιστεύετε!- 8 τετραγωνικά. Δύο επί τέσσερα. Η μητέρα, ο πατέρας μου, εγώ κι ένα πιάνο στην άκρη, όπου έπαιζα. Δύο κρεβάτια κι ένα πιάνο. Μία τουαλέτα χωρίς μπάνιο, έπρεπε να πάμε στα δημόσια λουτρά για να πλυθούμε.. Ήταν δύσκολοι καιροί.
14.
Ο πατέρας μου ήταν πολύ καλός πιανίστας της ελαφριάς μουσικής. Είχε παραμερίσει τον Μπαχ, τον Μπετόβεν, τον Σοπέν πολύ πριν γεννηθώ. Έπαιζε εξαιρετικά τις μελωδίες, είχε φαντασία και ήταν περιζήτητος στο είδος του. Στη δική μου μουσική όμως δεν επενέβη ποτέ. Μου είπε «Ξέρεις τι κάνεις. Εγώ τα εγκατέλειψα όλα αυτά και δεν μπορώ να το κάνω πια. Είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτό που κάνεις, αλλά δεν μπορώ να σε βοηθήσω». Και δεν το έκανε. Με άφησε απολύτως ελεύθερο. Με πήγε στους δασκάλους μου και μου είπε «εκείνοι ξέρουν τι πρέπει να κάνεις». Είχε απόλυτο δίκιο. Η μητέρα μου, από την άλλη, δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός. Χαιρόταν όμως πολύ που μάθαινα κλασική μουσική. Με ενέπνεε διαρκώς με τη συναισθηματική της υποστήριξη, με στήριζε ψυχολογικά. Και της είμαι ευγνώμων.
13.
Εξακολουθώ να θυμάμαι την ημέρα του θανάτου του Στάλιν, ήμουν 15 ετών. Περπατούσα στη Μόσχα. Το μετρό δεν λειτουργούσε, τα καταστήματα ήταν κλειστά. Όλοι φώναζαν: «Ο πατέρας μας είναι νεκρός. Τι θα κάνουμε τώρα;». Επισκέφθηκα τον Αρμένιο δάσκαλό μου στο πιάνο. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος, μου ψιθύρισε στα αυτιά μου: «Τα πράγματα θα είναι καλύτερα». Φοβήθηκα. Ήταν τρομακτικό να κάθεσαι δίπλα σε κάποιον που τολμούσε να ψελλίσει κάτι τέτοιο.
12.
Κάνοντας μια μικρή ανασκόπηση, είμαι πολύ ευγνώμων για το Ωδείο και τους δασκάλους μου στη Μόσχα. Είναι αλήθεια ότι τα μουσικά τμήματα στη Ρωσία παρέμειναν ως επί το πλείστον ανέγγιχτα από το καθεστώς, με μόνη εξαίρεση ότι οφείλαμε να παίζουμε κυρίως έργα Σοβιετικών συνθετών. Το μόνο που με απασχολούσε ήταν ότι έπρεπε να κάνω δύο ώρες την εβδομάδα μαρξιστική – λενινιστική μελέτη. Για τον διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό, την ιστορία του κόμματος κ.ο.κ. Έπρεπε να περάσουμε τις εξετάσεις και να πάρουμε καλές βαθμολογίες. Η μουσική για μας (σ.σ. τους σολίστ) ήταν το καταφύγιο της λογικής γιατί μπορούσαμε να παίζουμε και Μπετόβεν, Σοπέν ή ό, τι άλλο θέλαμε. Για τους συνθέτες δεν ήταν το ίδιο, πάρτε για παράδειγμα τον Σοστακόβιτς. Όταν ήμουν 18, ερμήνευσα ένα έργο του μπροστά του. Ήταν πολύ ταπεινός. Είπε ότι τα πήγα πολύ καλά, έκανε μόνο ορισμένες παρατηρήσεις. Μου είπε όμως «Έχεις ταλέντο, ευχαριστώ που ερμήνευσες τη μουσική μου». Ήταν πάντα ευγνώμων όταν ο κόσμος έπαιζε έργα του, όταν τα αγαπούσε.
11.
Θα σας πω μια ιστορία για τον διαγωνισμό πιάνου Τσαϊκόφσκυ στη Μόσχα το 1962. Δεν ήθελα πραγματικά να συμμετάσχω, αλλά η τότε Υπουργός Πολιτισμού επέμεινε γιατί θεωρούνταν ανεπίτρεπτο το ότι την προηγούμενη χρονιά είχε κερδίσει ένας Αμερικάνος. Έτσι, συναντηθήκαμε και ζήτησε να εξασκηθώ σε ένα έργο του Τσαϊκόφσκυ. Της εξήγησα – χωρίς να το πολυσκεφτώ – ότι η συγκεκριμένη σύνθεση δεν μου ταίριαζε, εννοώντας ότι ήταν τεχνικά δύσκολη για έναν άνθρωπο με τόσο μικρά χέρια. Αλλά δεν την ενδιέφερε κι έτσι άρχισα να κάνω πολύωρες πρόβες. Και τελικά κέρδισα. Μετά έφυγα από τη Ρωσία, χωρίς όμως ποτέ να αποστασιοποιηθώ συναισθηματικά. Για κάποια χρόνια δεν μπορούσα να επιστρέψω, γιατί το καθεστώς είχε ενοχληθεί και δεν ήμουν ευπρόσδεκτος. Αισθάνομαι τυχερός που βρέθηκα στη Δύση και τελικά παντρεύτηκα μία Ισλανδή. Στη Ρωσία, ήταν εξαιρετικά σπάνιο να παντρευτεί κάποιος ξένη/ο.
10.
Πάντα μου άρεσε η ορχηστρική μουσική, ο ήχος και το ρεπερτόριο της συμφωνικής ορχήστρας. Πήγαινα σε πολλές συναυλίες ορχηστρικής μουσικής και σε πολύ λιγότερα ρεσιτάλ πιάνου. Στον Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, ο οποίος έπαιζε σαν ορχήστρα (γέλια). Ίσως και στον Εμίλ Γκίλελς και λίγους ακόμα πιανίστες. Πήγαινα όμως σε ορχηστρικές συναυλίες σχεδόν 5 φορές τη βδομάδα. Μερικές φορές ακόμα και κάθε βράδυ. Έτσι έμαθα μεγάλο ρεπερτόριο. Έχετε ακούσει το όνομα Ροσντέσβιντσκι; Γκινάιντι Ροσντέσβιντσκι. Ήταν απόφοιτος της σχολής, όπου φοίτησα κι εγώ, του Κεντρικού Ωδείου της Μόσχας. Παρότι μεγαλύτερός μου, ήμασταν φίλοι. Κατάλαβε ότι αγαπώ την ορχηστρική μουσική. Με κάλεσε στο σπίτι του για να μου μιλήσει και πήγα, σε ένα μικρό διαμέρισμα. Μου ζήτησε να διευθύνω Τσαϊκόφσκυ και το έκανα. Έπαιζε ένας δίσκος του. Στο τέλος μου είπε «Πρέπει ν’ αρχίσεις να διευθύνεις συμφωνική ορχήστρα, θα σου κάνω μαθήματα». Απάντησα ότι δεν θέλω και μου αρκεί να παρακολουθώ τις συναυλίες. «Όχι, πρέπει να διευθύνεις, να εκφραστείς», μου είπε. Έτσι ξεκίνησα. Γιατί με έκανε να πιστέψω ότι μπορώ να διευθύνω. Στην αρχή ήταν βέβαια δύσκολο. Άρχισα, διευθύνοντας σχολικές ορχήστρες και στο τέλος ρωτούσα πως τους φάνηκε. Έλεγα πως δεν έχω παρακολουθήσει μαθήματα αλλά οι μουσικοί απαντούσαν πως δεν έχει σημασία. «Καταλαβαίνουμε τι θέλεις να κάνεις και μας αρέσει. Συνέχισε. Την κίνηση του χεριού θα τη μάθεις. Η ψυχή και το πνεύμα που χρειάζεται όμως, δεν διδάσκεται». Ήμουν ευγνώμων που το είπε κάποιος αυτό.
9.
Ανατράφηκα έτσι ώστε να εκτιμώ κάθε μουσικό είδος από τον Μπαχ μέχρι τη σύγχρονη μουσική. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω μία περίοδο ως την αγαπημένη μου. Αγαπώ τον Μπαχ, τον Μπετόβεν, τον Μότσαρτ, τον Μπραμς κ.ά. Επίσης τη ρωσική μουσική αλλά και τον Ντεμπυσσύ ή τον Ραβέλ. Είναι λοιπόν αδύνατον να διαλέξω. Νομίζω πως διακρίνω το χάρισμα ή τη διάνοια, με τα οποία προίκισε η φύση ορισμένους ανθρώπους. Εκτιμώ το ίδιο τη μουσική του Μπαχ και αυτή του Σοστακόβιτς, με διαφορετικούς τρόπους αλλά σε ένα υψηλότατο επίπεδο νοητικής και πνευματικής κατανόησης.
8.
Σημαντικό στη μουσική είναι αυτό που θέλεις να πεις, να επικοινωνήσεις. Προσπαθείς ουσιαστικά να μεταδώσεις αυτό που ήθελε να πει ο συνθέτης. Π.χ. τι ήθελαν να πουν ο Μπετόβεν, ο Τσαϊκόφσκυ, ο Μπραμς, ο Ραχμάνινοφ, ο Ντεμπυσσύ με τη χαρισματική και συχνά πολύ περίπλοκη μουσική τους. Γιατί δεν έχει σημασία πόσο καλά παίζεις αλλά πόσο καλά μπορείς να εκφράσεις και να δώσεις στο κοινό αυτό που θα ήθελε ο συνθέτης.
7.
Θεωρώ πως, όταν είσαι ιδιοφυΐα, δεν έχει καμία σημασία το γήρας και η σωματική φθορά. Σημασία έχει ότι υπάρχει το μυαλό, το ταλέντο, το χάρισμα από τη φύση ή τον Θεό. Οι δημιουργοί νιώθουν ότι πρέπει να μοιραστούν, να μεταδώσουν αυτό που τους χαρίστηκε. Και το κάνουν στα όρια των δυνατοτήτων τους. Αυτό συνέβη με τον Μπαχ, τον Μπετόβεν, τον Μότσαρτ, τον Τσαϊκόφσκυ κ.ά. Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που η φύση ήταν τόσο γενναιόδωρη κι έδωσε σ’ εκείνους – άρα και σ’ εμάς- τόσο πολλά.
6.
Φυσικά υπάρχουν ακόμα όνειρά μου που δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Σίγουρα υπάρχουν κομμάτια που δεν έχω ερμηνεύσει ή διευθύνει και θα το ήθελα. Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις, για τις οποίες πρέπει να είσαι πάντα έτοιμος και να τις αντιμετωπίζεις με βάση την εμπειρία σου. Ελπίζω ότι έμαθα πολλά στη ζωή μου και ελπίζω ό,τι έχω μάθει να το αξιοποιώ με τον σωστό τρόπο.
5.
Δεν αντιλαμβάνομαι τον θαυμασμό των γύρω μου. Αν αυτό που κάνω αρέσει, δεν ευθύνομαι μόνο εγώ. Η φύση μου έδωσε το ταλέντο κι εγώ ακολουθώ την προσταγή της. Δεν σκέφτομαι ποτέ «Κοιτάξτε, είμαι τόσο σπουδαίος». Είμαι ευγνώμων για την ύπαρξή μου, γι’ αυτή την ικανότητα που έχω, για το γεγονός ότι αρέσει στον κόσμο αυτό που κάνω. Είμαι τυχερός που είμαι μουσικός.
4.
Με τη σύζυγό μου είμαστε παντρεμένοι 58 χρόνια, δεν έχω μετανιώσει ούτε λεπτό. Γιατί ήταν κάτι που ήρθε φυσικά. Γνωριστήκαμε όταν σπουδάζαμε και οι δύο, στη Μόσχα με τον ίδιο δάσκαλο. Είναι πολύ καλή μουσικός, έχει πολύ καλό αυτί. Είναι ταυτόχρονα ο πιο αυστηρός αλλά και ο πιο σημαντικός κριτής για μένα.
3.
Κάθε φορά που επέστρεφα στην οικογένειά μου μετά από συναυλίες στο εξωτερικό, συνειδητοποιούσα πόσο πολύ μου έλειπαν όλοι. Δεν ήμουν ο πατέρας που έπαιζε με τα παιδιά, προτιμούσα να τους μιλάω, να συζητάμε για πολλά πράγματα, γιατί πιστεύω ότι έτσι χτίζεται μια πιο ουσιαστική σχέση. Με τους δύο γιους μου, οι οποίοι είναι μουσικοί, συζητάμε πάντα για τη σημασία της μουσικής στη ζωή μας, για όσα είναι σημαντικά στην ίδια τη μουσική. Ζητούν πάντα τη γνώμη μου, αλλά προσωπικά πιστεύω ότι δεν έχει νόημα να τους συμβουλεύσω, αλλά να τους βοηθήσω να αποκτήσουν μία φιλοσοφία. Αυτή είναι μία διαρκής και αδιάκοπη διαδικασία.
2.
Δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία στις κριτικές. Οι φίλοι μου, οι άνθρωποι που είναι γύρω μου κι εγώ είμαστε οι μόνοι που ξέρουμε πραγματικά αν έπαιξα ή διηύθυνα καλά. Όμως δεν θα πω ψέματα, είναι ωραίο να διαβάζεις μια εγκωμιαστική κριτική και δύσκολο να διαβάζεις αρνητικά σχόλια. Με τα χρόνια όμως μαθαίνεις να τα αντιμετωπίζεις όλα.
1.
Η σχέση μου με την Ελλάδα ξεκινά το 1964, όταν έπαιξα για πρώτη φορά στην Επίδαυρο. Ένιωσα από την πρώτη στιγμή σαν στο σπίτι μου, ίσως γιατί μοιραζόμαστε πολλά. Τα ρωσικά προέρχονται από το ελληνικό αλφάβητο, μας ενώνουν όμως και ιστορικά στοιχεία αλλά και η αντίληψή μας για κάποια πράγματα. Χαίρομαι πολύ που αγοράσαμε ένα σπίτι στην Παλαιά Επίδαυρο και έχω την ευκαιρία να επιστρέφω συχνά στον υπέροχο αυτό τόπο, όπου έχω πλέον και πολλούς φίλους.
Info:
Παρ., 7 Ιουν. 2019 21:00
ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ
Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης