Η μνήμη της εθνεγερσίας του 1821 αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο ακόμη πεδίο καταγραφής της ιστορικής εμπειρίας στη χώρα μας. Ειδικότερα η βιωματική γραφή και μνήμη διαμορφώνει τους όρους ανάδειξης της αφηγηματικότητας ως μιας μάλλον παραμελημένης διάστασης της ευρύτερης ιστορικής εμπειρίας και γνώσης, «εξαιρετικά σημαντικής όμως για τη συγκρότηση του -σσ ατομικού και συλλογικού- εαυτού.» (Σρεντεδάκις, 2012). Η γραφή αυτή δεν είναι ποτέ ανεξάρτητη από τις ευρύτερες προσωπικές, πολιτικές, και κοινωνικές συντεταγμένες. Πρόκειται για μια διαδικασία που καθορίζεται από υφιστάμενες πολιτισμικά διαθέσιμες μορφές αφήγησης, οι οποίες με ένα τρόπο «επιβάλλουν τη δική τους λογική τόσο των ιστοριών ζωής όσο και του ίδιου του βίου», αναδεικνύοντας τις διαστάσεις της υποκειμενικότητας στη διαλεκτική της σχέση με τη διϋποκειμενικότητα»(οπ).
Η χειραγώγηση της ιστορικής μνήμης προς έναν καθόλου πολιτικά ουδέτερο ανιστορικό, ακίνητο στον χρόνο, σκοπό (κάτι στο οποίο αρέσκονται αντιδιαλεκτικοί εκπρόσωποι όλων των ιδεολογιών μιλώντας για έναν και μοναδικό χαρακτήρα πολύπλοκων φαινομένων) φαίνεται και από την μη ανάδειξη, την αποσιώπηση, σημαντικών “λεπτομερειών”. Λεπτομερειών που αναδεικνύουν το πολύπλοκο των πραγμάτων, δίχως να αναιρούν όμως στην περίπτωση του 21 τις βασικές (εθνικές και κοινωνικές και θρησκευτικές) παραμέτρους της εποχής, ούτε και την ωμότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε η επανάσταση από μεγάλη μερίδα των Οθωμανών, σύμφωνα με μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων περιηγητών. Όπως
α. τα “καπάκια” (οι προδοτικές κολοτούμπες οπλαρχηγών για να ωφεληθούν από αγάδες ή να εκδικηθούν συνέλληνες και συναγωνιστές)
β. η ύπαρξη ταξιαρχίας Οθωμανών που πολέμησε υπερ των Ελλήνων υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη εναντίον του Πασά.
γ. τα εξελισσόμενα συμφέροντα αλλά κι οι πολιτισμικές παράμετροι (όπως κι οι πολιτιστικές εκφορές τους) που έκαναν πχ την τότε Γερμανία να υιοθετήσει τον νεοκλασσικισμό, εκδηλώνοντας εκείνες τις δεκαετίες ένα φιλελληνικό ρεύμα (βλέπε πχ την ελληνογερμανική λεγεώνα ή τα τραγούδια των Ελλήνων του Muller που καθώς η λογοτεχνία είχε άλλη θέση στην μαζική συνείδηση της εποχής πυροδότησαν τον φιλελληνισμό)
δ. ότι η γερμανική κυρίως εκδοχή για την αρχαία Ελλάδα κυριάρχησε στα καθ’ ημάς ως αντιδάνειο, ‘δομώντας’ ένα ‘δανεισμένο’ συλλογικό φαντασιακό,
ε. όπως, παράλληλα όμως, την συνεισφορά ανθρώπων ‘από τα κάτω’, σαν τον Έλβινγκ τον Γερμανοεβραίο ραββίνο που μέσα από πύρινους λόγους μάζευε χρήματα υπέρ των επαναστατημένων Ελλήνων,
στ. όπως τις υιοθεσίες ορφανών χριστιανόπουλων του δρόμου από μουσουλμάνες κατά την διάρκεια και μετά την επανάσταση, αφού στο μικροεπίπεδο της κοινότητας συχνά δεν χάνεται ‘το πρόσωπο της και του ανθρώπου’,
ζ. όπως το κατέβασμα Δημίων εκ δυσμάς μετεπαναστατικά που σκότωναν μαζικά κλεφταρματολούς στην Πελοπόννησο αφού θεωρούνταν απειλή για το νέο καθεστώς,
η. όπως την συνεισφορά των γυναικών οπλαρχηγών, καταγεγραμμένη σε ξεχασμένα δημοτικά που αφέθηκαν στο περιθώριο της ιστορίας κι ας έδωσαν αίμα και χρήματα,
θ. όπως ότι υπήρχαν ομάδες εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όπως μεγάλη μερίδα προεστών και του ιερατείου, ή Εβραίων, αλλά και μερίδα Χριστιανών της Δυτικής Ευρώπης, που ήταν θετικά διακείμενες στην διατήρησή του οθωμανικού στάτους, όχι για λόγους θρησκευτικούς ή φυλετικούς (παρά μια παράλληλη φοβία από κηρύγματα που περιείχαν και μίσος όπως του Αιτωλού) αλλά κυρίως οικονομικούς
ι. ό,τι υπήρχαν ελληνόφωνοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί, εξισλαμισθέντες, όπως φαίνεται από διασωθέντα μοιρολόγια τους, που γνώρισαν επίσης το μαχαίρι και ενώ κάποιοι πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων
κ. ότι υπήρξαν χιλιάδες νεκροί στην κεντρική Μακεδονία, ιδίως Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη τον Μάρτη του 1821,
λ. ότι λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία σε όλη την επικράτεια τον 18ο αιώνα, (παρόλο που ενδέχεται, ως εξαίρεση να υπήρχαν κατά τόπους κρυφά σχολειά σε περιόδους έξαρσης εξισλαμισμού που όμως δεν ακυρώνει την γενική πολιτική ανοχής γύρω από τα ελληνικά γράμματα αφού συνέφεραν, άλλωστε, στην ‘εμπορική’ αξία της Πύλης μέσω των γραμματιζούμενων ‘ρωμιών’) και τόσα άλλα.
Αλλά εάν οι δικές μας ετερογένειες, όπως και οι ετερογένειες ‘των προστατών μας’, κρύφθηκαν πίσω από ένα επίπλαστο εμείς, η αρνητική στάση μερίδων των αλλόθρησκων άλλων γενικεύτηκε ώστε να εξυπηρετήσει το αφήγημα των προστατών και των αυλοκολάκων τους.
«Τα στερεότυπα που διαμορφώθηκαν από τον 19ο αιώνα για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες εδραίωσης του μικρού βασιλείου, υποκατέστησαν τη νηφάλια ανάγνωση της ιστορίας. Τους αγωνιστές -που είχαν τη βιωματική σχέση με το παρελθόν, την άμεση εμπειρία των πολλαπλών ρήξεων αλλά και των αντίστοιχων μορφών- η ιστορική έρευνα εκείνης της εποχής επέλεξε να τους αγνοήσει, αναδεικνύοντας τους αρχαιοελληνικούς μύθους.
Ο Καμπούρογλου έγραψε χαρακτηριστικά: «με την αρχαιότητα μας συνδέει ο θαυμασμός, με την παλαιότητα ο πόνος». Και επειδή κανείς πολίτης ή έθνος δεν θέλει να πονά, οι Έλληνες επέλεξαν τη λήθη που φέρνει η ιστορική αυθαιρεσία. Το δυτικό εθνικιστικό μοντέλο που επικράτησε στην απελευθερωμένη Ελλάδα προσέφερε τις απαντήσεις: Όλοι οι Χριστιανοί του νεαρού ελληνικού βασιλείου ήταν Έλληνες, κατευθείαν απόγονοι των αρχαίων και, κατ´ επέκταση, όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν Τούρκοι, κατευθείαν απόγονοι των κεντροασιατών εισβολέων. Το μοντέλο αυτό, βασισμένο στην ξένη προς τον ελληνισμό αντίληψη του αίματος, δεν μπορούσε να ερμηνεύσει την ιδιομορφία της περιοχής μας, όπου η πολιτισμική κατάσταση και ειδικά η θρησκευτική ομολογία, καθόρισε την ένταξη των πολιτών στα υπερκείμενα σύνολα. Έτσι, εφεξής θα ταυτιζόταν απολύτως το «γένος των Ρωμιών» με το «έθνος των Ελλήνων», όπως έγραψε ο Β. Αγτζίδης.
Παρόλα αυτά, μαρτυρίες των ίδιων των πρωταγωνιστών υπάρχουν, αλλά ποτέ δεν συζητήθηκαν, όμοια με άλλα εμβληματικά κείμενα της εποχής, δημόσια. Η επιστολογραφία πχ, είδος ιδιαίτερο, συνδέει την ατομική προσωπική και κοινωνική διαδρομή με ευρύτερες αφηγήσεις των συλλογικοτήτων, ερμηνεύοντας με τον δικό της τρόπο την ιστορική στιγμή και την ίδια την ιστορία και συχνά ανατρέπει την επίσημη εκδοχή της. Ένα παράδειγμα:
Στα 1939, τρία χρόνια μετά την έκδοση της έρευνας του Τρύφωνα Ευαγγελίδη για την παιδεία επί Τουρκοκρατίας με πληθώρα στοιχείων για το ζήτημα, εκδίδονται στην Αθήνα από την Εταιρεία Ιστορικών Μελετών «τα Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας του Εμμανουήλ Ξάνθου Εκ των ιδρυτών αυτής». Σε ανυπόγραφο προλογικό σημείωμα, ίσως του Χρ. Μαρορραχίτη, σημειώνεται «ποιος δεν θέλει καταλάβει η δεινοτέρα λύπη όταν ακούση ότι ο Ξάνθος ζει εις την Ελλάδα δι’ ελέους; Ποιαν φεύγει καταισχύνην αγνωμοσύνης η πατρίς εις τοιαύτας σκληρότητος εικονας ζώσας;» (σελ. 51).
Γιατί όμως ο Ξάνθος αφέθηκε, όπως και αρκετοί άλλοι/ες, «εκτός νυμφώνος» στην μετεπαναστατική Ελλάδα; «…Εκλιπόντος του Κράτους του Σουλτάνου -γράφει ο Καρλ Μέντελσον στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»:- έκαστος προεστός ήρχιζε να νομίζει τον εαυτόν του Σουλτάνον και να αντιποιείται άπαντα τα Σουλτανικά προνόμια. Οι Χριστιανοί δε εκείνοι πασάδες παρεσκευάζοντο να συνεχίσουν απαράλλακτα, το έργον των Τούρκων προκατόχων των…»
Πολλοί/ες ιδεολόγοι αγωνιστές, που είχαν μάλιστα δεχθεί χλευασμό ή προσκόμματα όταν προωθούσαν την ιδέα της Επανάστασης, ενώ «την ίδια στιγμή εξελισσόταν και η προσπάθεια των κοτζαμπάσηδων να μειώσουν την επιρροή των οπλαρχηγών, καλλιεργώντας τη διχόνοια και την καχυποψία», αντικαταστάθηκαν τα τελευταία χρόνια της, και ιδίως μεταπολεμικά, από άκαπνους, ή μέλη της καμαρίλας ή ακόμη και κοτζαμπάσηδες στον κρατικό μηχανισμό.
Στα Απομνημονεύματα αυτά αίρεται, καταρχήν, η αδυναμία να πλαισιωθούν οι ατομικές μνήμες ιστορικά, αφού η αναφορά των ημερομηνιών και η παράλληλη καταγραφή των γεγονότων από ιστορικά πονήματα που παραθέτει (συνήθως ξεχασμένα από την επίσημη εκδοχή που επικράτησε ως «εθνική») αποτελεί πολύτιμη πηγή, παρά το ενδεχόμενο φίλτρο κάθε συλλέκτη των επιστολών και κάθε εκδότη.
Σε μια επιστολογραφία όπου η ορολογία είναι συχνά συνωμοτική ώστε να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του εθνικού αγώνα της εποχής και που οι πολιτικάντικες προσεγγίσεις κάποιων εκ των πρωταγωνιστών δεν λείπουν, ο Γρηγόριος Δικαίος, ή Παπαφλέσσας, αναδεικνύεται (πριν αναδειχθεί σε Υπουργό Εσωτερικών) σε πρόσωπο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αρχή της εξέγερσης σπάζοντας ιεραρχίες και καλούπια:
«Αδερφέ Θυμίδη (Ξάνθε)» του γράφει 22 Φλεβάρη του 1821, την ίδια ημέρα που Αλέξανδρος Υψηλάντης κήρυξε την έναρξη του Αγώνα στο Ιάσιο της Μολδαβίας (η κήρυξη της, όπως και η προσφορά του Υψηλάντη, είναι αναμφισβήτητη, άραγε όμως αυτή ήταν η ημερομηνία; Ή έπαιξαν ρόλο εκ των υστέρων οι ανευρεθείσες επιστολές στην «κατοχυρωμένη» ημερομηνία;), «κράζοντας» τους υπεύθυνους για τους «φρονηματισμούς» και τις καθυστερήσεις: «Δεν ηξεύρω δια τι περιωρίσθης εις τον ορίζοντα σου, και άλλο δεν ηξεύρεις πλέον παρά να συμβουλεύεις τον Δικαίον να μην ορμά κατά την συνήθειαν του και άλλα κουραφέξαλα. Ο Δικαίος φίλε έκαμεν ως προστάχθη τα δανείσματα έγιναν προς τα σύννεφα εκ μέρους της βροχής. Αυτά βιαζόμενα επολλαπλασιάστηκαν. Τι θέλεις η ευγένεια σου; Να μην ακουστεί μικρός καν γδούπος; Οι φρόνιμοι πρότερον σκέφτονται ταύτα και ύστερον αποφασίζουν και εις τας αποφάσεις μένουν σταθεροί…/ φίλε ο καιρός παρέρχεται και δεν προσμένει την ιδικήν μου και ιδικήν σου αργοπορίαν. ../Ενταύθα είναι μέγα βρασμός, καθώς ίσως και άλλοθι δια τον πολλαπλασιασμόν των συννέφων, τα οποία συνωθούμενα αδύνατον να μην δουπήσουν μικρόν ή μέγα, ώστε να φτάσει ο δούπος και προς τους μετοίκους… Λοιπόν φίλε δια τους οικτιρμούς του θεού επιταχύνατε τον σεβαστόν Καλόν, (σσ Υψηλάντη) ότι αν παρέλθει εορτή μία και δεν φανή τα αγκάθια ως σκοτεινιασμένα δύνανται να κεντήσουν τους προθύμους μας ανεπαισθήτως, και τότε η αμαρτία ας ήναι εις τον λαιμόν σας… Εις τα κλουμπιά δεν γίνονται άνδρες ούτε εις τα ταντούρια...(σελ. 144-145).
Την ίδια ημέρα στέλνει επιστολή ως Αρμόδιος (το ψευδώνυμο του) στο Σύνολο της Φιλικής Εταιρείας: «Εντιμότατοι Κύριοι!
…Λοιπόν δια τον Θεόν! Μην αφήνεται να παρέρχεται ο καιρός. Οι τούρκοι ημέραν με την ημέραν υποπτεύονται, και είναι και φόβος, φόβος μεγάλος! Και έχετε να δώσετε λόγον, αν δια την άργηταν του προσδωκόμενου Υψηλάντου βιασθώμεν οι έλληνες να πάθωμεν ζημίας, όσας δεν ελπίζομεν…Ο ειλικρινής αδερφός σας Γρηγόριος Δικαίος» σελ 148.
Και ενώ η πρώτη πράξη αντίστασης στο νότο συνέβη στα μέσα Μάρτη (από τις 14 ως τις 16 του Μάρτη του 1821) όταν κατά τις μαρτυρίες των πρώτων χρόνων ο Νίκος Σολιώτης μαζί με τον Αναγνώστη Κορδή και άλλους κλέφτες έστησαν ενέδρα και χτύπησαν φοροεισπράχτορες των Τούρκων στην τοποθεσία «Πόρτες», κοντά στο χωριό Αγρίδι στον Χελμό, έναν ακριβώς μήνα μετά θα ξεκινήσει επισήμως η Επανάσταση: «Τέλος συγκεντρώθηκαν και βγήκαν στις 22 Μαρτίου (α) στην Καλαμάτα ο Π. Μαυρομιχάλης , οι Καπετάκηδες , Κουμουνδουράκηδες, ο Π. Μούρτσινος, ο Αναγνωσταράς Ο Νικίτας Σταματελόπουλος,ο αρχιεπίσκοπος τους Φλέσσας Παπαφλέσσας...» (Απομνημονεύματα Περί της Ελληνικής Επαναστάσεως του Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη)
Προδομένη αρχή που εκ των υστέρων χρεώνεται χειριστικά (τόσο από την ‘ξενοκρατία’ όπως λεγόταν τότε ο ‘αποικισμός εκ μέρους των ισχυρών’, βλέπε αναφορά του Πουκεβίλ όσο και δουλοπρεπώς από την ντόπια άρχουσα τάξη, κυρίως κατσαπλιάδες που στριμώχνονταν για μια θέση στην αυλή) σε άτομο που δεν ήταν καν στην περιοχή (Π. Π. Γερμανό) και στην «βολική» ημερομηνία της 25ης Μαρτίου: Στα 1838 την βολική αυτή ημερομηνία θα την υπογράψει ο κάποτε Γραμματέας του Υπουργού Δικαίου Γλαράκης που έμεινε στέλεχος στην Καμαρίλα και (σε αντίθεση με τον μαρτυρικό Δίκαιο-Φλέσσα) «διεσώθη»: «Θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25 Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα διά την εν εαυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος διά την κατ′ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Εθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ».
Εν Αθήναις τη 15η Μαρτίου 1838
ΟΘΩΝ
Ο επί των εκκλησιαστικών κτλ.
Γραμματεύς της Επικρατείας
Γ. ΓΛΑΡΑΚΗΣ
Κι όμως, ο ίδιος ο Τρικούπης στ’ απομνημονεύματά του μαρτυρεί πως πρόκειται περί ψεύδους, ένα ψέμα που ακόμη δημιουργεί δυναμικές εργολάβων ταλιμπάν σε σχέση με την ελληνικότητα.