Το 1922 αποτελεί μια καθοριστική τομή τόσο για την ιστορία του ελληνισμού στη διαχρονία του, καθώς χάνεται οριστικά η ανατολική πτέρυγα του ελληνισμού, όσο και για την ιστορία του νεώτερου ελληνισμού. Πλέον, το μεγαλύτερο μέρος του έθνους βρίσκεται μέσα στα όρια του νεοελληνικού κράτους – παρότι παραμένουν ελληνικές κοινότητες στην Κωνσταντινούπολη, την Κύπρο, τον ρωσικό Πόντο, τη Βόρειο Ήπειρο και τα Δωδεκάνησα. Ακυρώνεται η διαλεκτική σχέση ενός ευρύτερου, ισχυρού ελληνισμού και ενός μάλλον καχεκτικού ελληνικού κράτους.
Κατά την περίοδο του μεγάλου ξεριζωμού, με αφετηρία τους διωγμούς των Νεοτούρκων, αλλά και από την Ανατολική Ρωμυλία, ήδη από το 1906, την Άνω Μακεδονία, την Αλβανία και τη Νότια Ρωσία, μετακινήθηκαν συνολικά πάνω από 2.100.000 Έλληνες, ενώ σχεδόν ένα εκατομμύριο χάθηκε στις εξορίες, τις σφαγές, τις διώξεις, τις καταναγκαστικές μετοικήσεις. Περίπου 1.800.000 εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ενώ εκατοντάδες χιλιάδες, ιδιαίτερα από τον Πόντο, έφυγαν είτε προς τον Καύκασο, τη Νότια Ρωσία, την Αίγυπτο, τις ΗΠΑ και ευρωπαϊκές χώρες. Εάν αναλογιστούμε ότι, σύμφωνα με την απογραφή του 1907, ο πληθυσμός του ελληνικού κράτους ανερχόταν στα 2.630.000 άτομα, οι νέοι πληθυσμοί, ξεπερνούσαν κατά πολύ τους αυτόχθονες του 1907 και αντιπροσώπευαν το 130% του συνολικού πληθυσμού του 1924. Από ένα ελλαδικό κράτος που συμπεριλάμβανε τη μειοψηφία των ελληνικών πληθυσμών, περάσαμε σε ένα ελληνικό κράτος που μεταβάλλεται στην πατρίδα του μεγαλύτερου μέρους των Ελλήνων.
Το αίτημα της οργανικής ένταξης στο ελληνικό κράτος των αλύτρωτων ελληνικών πληθυσμών θα σφραγίσει τις οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις της χώρας. Θα διευρυνθούν τα γεωγραφικά, οικονομικά, και πολιτιστικά όρια της παλιάς Ελλάδας ώστε αυτή να συναντήσει τον πλούτο που έφερνε ο ξεριζωμένος ελληνισμός της Μεγάλης Ιδέας.
Μετά το πέρας της περιόδου των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων, η διεκδίκηση της εθνικής ολοκλήρωσης μεταβάλλεται –και ταυτίζεται σχεδόν– με έναν καθολικό και ευρύτατο εκσυγχρονισμό, θεσμικό, οικονομικό, πολιτιστικό. Οι Έλληνες θα δοκιμάσουν, για πρώτη φορά στην ιστορία τους, να αυτοκυβερνηθούν· χωρίς την παρουσία του Παλατιού, ενώ γενικότερα η περίοδος του Μεσοπολέμου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η ιστορική περίοδος με τη μεγαλύτερη αυτονομία των εσωτερικών διεργασιών έναντι των εξωτερικών παραγόντων και των μεγάλων δυνάμεων.
Εν αρχή ήσαν οι πρόσφυγες
Η ενσωμάτωση 1.800.000 ανθρώπων, το 30% του ελληνικού πληθυσμού, γυμνών, πεινασμένων, ταλαιπωρημένων, αρρώστων, αποτελούσε μια τεράστια πρόκληση καθώς αντιμετώπιζαν ακόμα και το φάσμα του θανάτου – το 20% των προσφύγων του μεγάλου διωγμού πέθαναν μέσα σε έναν χρόνο μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα.
Με τη συμβολή της «Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων»» (ΕΑΠ) της Κοινωνίας των Εθνών, οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε 1.954 νέους αγροτικούς οικισμούς – 1.047 στη Μακεδονία με 446.094 πρόσφυγες, 574 στη Δυτική Θράκη με 72.000 πρόσφυγες, και στην υπόλοιπη Ελλάδα 373 οικισμοί, ενώ, μεταξύ 1924 και 1938, απαλλοτριώθηκαν 20,3 εκατομ. στρέμματα αγροτικής γης.
Η αστική αποκατάσταση δημιούργησε συνοικισμούς όπως η Καισαριανή, ο Βύρωνας, η Νέα Ιωνία, στην Αθήνα, η Νίκαια στον Πειραιά ή η Καλαμαριά στη Θεσσαλονίκη· πολλοί θα συνεχίσουν ακόμα να διαμένουν επί δεκαετίες σε παραπήγματα. Στην Αθήνα και τον Πειραιά, εγκαταστάθηκαν συνολικά 343.721 πρόσφυγες –και ο πληθυσμός, από 240.000 κατοίκους, το 1918, έφθασε τις 550.000 το 1924– ενώ, στην «προσφυγομάνα» Θεσσαλονίκη, εγκαταστάθηκαν 99.937 πρόσφυγες, το 47,8% του πληθυσμού.
Στα αστικά επαγγέλματα βρήκαν απασχόληση 208.880 πρόσφυγες και των δύο φύλων οι δε γυναίκες προσφυγικής προέλευσης, το 1930, αποτελούσαν το 83% των εργαζόμενων της κλωστοϋφαντουργίας, το 72% της καπνοβιομηχανίας και το 71% της βιοτεχνίας ενδυμάτων.
Η οικονομική αναγέννηση
Κατά την περίοδο 1910-1920, η ελληνική οικονομία γνώρισε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, παρά τους συνεχείς πολέμους. Ωστόσο, και μετά το 1922 αναπτύσσεται σε πρωτοφανή κλίμακα η αγροτική παραγωγή. Τα καλλιεργούμενα εδάφη σχεδόν διπλασιάζονται μέσα σε δεκαέξι χρόνια (από 14 εκατομμύρια στρέμματα το 1922, θα φθάσουν τα 27 εκατ. το 1938). Δημιουργείται η Αγροτική Τράπεζα, ενεργοποιούνται οι συνεταιρισμοί και επιταχύνεται η αγροτική μεταρρύθμιση και η διανομή της γης – η οποία θα ολοκληρωθεί μέχρι το 1950.
Ο όγκος της βιομηχανικής παραγωγής θα αυξηθεί κατά 65% μεταξύ των ετών 1923-1929 και κατά 68% μεταξύ 1930-1939 (Βεργόπουλος, 1978). Η βιομηχανική απασχόληση, από 154 χιλιάδες εργαζόμενους το 1920, θα φθάσει τις 350 χιλιάδες το 1938 ενώ η κάλυψη της εγχώριας ζήτησης, από το 60% το 1928, θα φθάσει το 80% το 1938.
Η ίδρυση της Τραπέζης της Ελλάδος, το 1928, αποτέλεσε σταθμό στον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος καθώς αυτή απέκτησε το εκδοτικό προνόμιο, παρά τις «λυσσώδεις αντιδράσεις και την υπονόμευση της Εθνικής Τράπεζας» (Παπαδάκης).
Από την απελευθέρωση μέχρι το 1928, σε διάστημα ενός αιώνα, είχαν κτισθεί 1.474 σχολικά κτήρια ενώ, από το 1928 έως το 1932, κτίσθηκαν 3.167 νέα σχολικά κτήρια, με 7.286 αίθουσες για Δημοτικά Σχολεία και 796 για τη Μέση Εκπαίδευση. Οι δημόσιοι υπάλληλοι μονιμοποιούνται, εγκαινιάζεται το σύστημα κρατικών ασφαλίσεων και δημιουργείται το Συμβούλιο της Επικρατείας καθώς και το Εθνικό Θέατρο.
Όμως, αυτή η θεαματική ανάπτυξη της οικονομίας στηριζόταν εν πολλοίς στα φθηνά μεροκάματα των προσφύγων που είχαν προκαλέσει μια γενικευμένη μείωση του εργατικού εισοδήματος· Στο διάστημα 1922-35, οι τιμές καταναλωτή αυξάνονται κατά 207%, ενώ οι μέσοι μισθοί μόλις κατά 83%. Εξ ου και η διείσδυση του ΚΚΕ στις εργατικές προσφυγικές μάζες, καθώς και η επιγενέστερη «φιλεργατική» πολιτική του μεταξικού καθεστώτος. Και, πράγματι, μόνο προς το τέλος της δεκαετίας του 1930 παρατηρείται μια σχετική ανάκαμψη των μισθών οι οποίοι, κατά την περίοδο 1928-1938, αυξάνονται μεσοσταθμικά κατά 24%.
Αυτή την ισχυρή αναπτυξιακή ροπή αντανακλά και η ισχυρή δημογραφική επέκταση της χώρας, Το μέσο ετήσιο ποσοστό πραγματικής αύξησης του πληθυσμού, από 0,71% στην περίοδο 1896-1907, θα ανέλθει στο 2,8% την περίοδο 1920-1928, αλλά και σε 1,37% για την «κανονική» περίοδο 1928-1940.
Οι πολιτικές εξελίξεις
Παρότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μετά τη νίκη στις εκλογές της 16 Δεκεμβρίου 1923, θα υποστηρίζει τη διατήρηση της συνταγματικής βασιλείας, οι περισσότεροι βουλευτές των Φιλελευθέρων θα συνταχθούν με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, «πατέρα» της ελληνικής Δημοκρατίας, και ο Βενιζέλος θα αποχωρήσει.
Μετά από μια σειρά πραξικοπήματα και δικτατορίες (όπως του Πάγκαλου), οι διαδοχικές «οικουμενικές κυβερνήσεις», υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη (1926-1928), με υπουργό Γεωργίας τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, πραγματοποίησαν ένα σημαντικό μεταρρυθμιστικό έργο, το οποίο θα ολοκληρώσει η μεγάλη πρωθυπουργία του Βενιζέλου (1928-1932).
Όμως η οικονομική κρίση του 1929-1932 θα μεταβληθεί αναπόφευκτα και σε πολιτική. Ο Βενιζέλος θα χάσει τις εκλογές σε δύο αλλεπάλληλες αναμετρήσεις και, τον Μάρτιο του 1933, θα λάβει χώρα μια αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του Πλαστήρα υπέρ του Βενιζέλου. Στις 10 Οκτωβρίου του 1935, θα ακολουθήσει στρατιωτικό πραξικόπημα με επικεφαλής τον Κονδύλη, ο οποίος επανέφερε με δημοψήφισμα τον Γεώργιο Γλύξμπουργκ[1].
Στις τελευταίες εκλογές του Μεσοπολέμου, στις 26 Ιανουαρίου 1936, ο συνασπισμός των αντιβενιζελικών εξασφάλισε 143 βουλευτές και των βενιζελικών 141. Tο «Κόμμα τῶν Ἐλευθεροφρόνων» του Μεταξά θα πάρει μόλις το 3,94% των ψήφων ενώ το «Παλλαϊκό Μέτωπο» (ΚΚΕ), με επικεφαλής τον Νίκο Ζαχαριάδη, με τους 15 βουλευτές που εξέλεξε, κατέστη ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων.
Ωστόσο, το περιβόητο «Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα», μεταξύ Φιλελεύθερων και ΚΚΕ, θα παραμείνει ανενεργό και ο Γεώργιος θα διορίσει πρωθυπουργό τον Μεταξά. Τελικώς δε, μετά τη μεγάλη εργατική κινητοποίηση της 9 Μαΐου 1936, στη Θεσσαλονίκη, τη δολοφονία 12 εργατών και τη γενική απεργία που ακολούθησε, ο Μεταξάς, με τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά, στις 4 Αυγούστου 1936, θα αναστείλει την ισχύ του Συντάγματος.
Το καθεστώς της 4 Αυγούστου κατεδίωξε όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους με εξορίες και φυλακίσεις – απηνής ήταν ο διωγμός των κομμουνιστών που βασανίζονται, εξορίζονται και φυλακίζονται μαζικά. Παράλληλα όμως επιχείρησε να αποκτήσει λαϊκό έρεισμα με τη λήψη μέτρων κοινωνικής προστασίας ενώ ολοκλήρωσε και τα εγγειοβελτιωτικά έργα στην ύπαιθρο. Πάντως, η προσπάθειά του για την εδραίωση ενός φασιστικού τύπου καθεστώτος δεν φάνηκε να στέφθηκε από ιδιαίτερη επιτυχία και μόνο η ιταλική εισβολή και το ΟΧΙ θα προσφέρουν μια πρόσκαιρη νομιμοποίηση στον Ιωάννη Μεταξά· άλλωστε, θα πεθάνει στις 29 Ιανουαρίου 1941, ενώ ο ελληνικός στρατός συνέχιζε να θριαμβεύει στο Αλβανικό Μέτωπο.
Προς τον «Βενιζελοκομμουνισμό»
Η παρουσία των προσφύγων υπήρξε καταλυτική και στο πολιτικό πεδίο, καθώς η συμμετοχή τους θα εδραιώσει την αβασίλευτη δημοκρατία μέχρι το 1935 ενώ θα αποτελέσουν και τη σημαντικότερη εκλογική βάση του βενιζελισμού. Χαρακτηριστικά, στις εκλογές του Αυγούστου του 1928, η βενιζελική παράταξη ξεπέρασε το 60% των ψήφων, ενώ στα 20 αμιγώς προσφυγικά τμήματα της Αθήνας και του Πειραιά συγκέντρωσε το 97,9%!
Ευλόγως, λοιπόν, η παρουσία τους εξέθρεφε το μίσος της αντιβενιζελικής παράταξης. Μάλιστα, η Καθημερινή του Γεωργίου Βλάχου αποδοκίμασε έντονα το Λαϊκό Κόμμα, διότι συμπεριέλαβε πρόσφυγες στα ψηφοδέλτια το 1928: «Ὅταν ἀποκτήσουν συνείδησιν πολιτικὴν καὶ θέλησιν πολιτῶν ἐλευθέρων –πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δὲν θὰ συμβῇ ποτὲ– τότε μόνον θὰ δικαιοῦνται νὰ θεωροῦνται μεταξὺ ἡμῶν…»[2]. Άλλωστε, η βενιζελική υπεροχή, ως στηριζόμενη στην προσφυγική ψήφο, χαρακτηριζόταν υποτιμητικά «ογλο-κρατία».
Η αντιπροσφυγική ροπή έβρισκε ερείσματα στους γηγενείς πληθυσμούς, ακόμα και μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων που θεωρούσαν πως η παρουσία τους συρρίκνωνε τα μεροκάματα, ενώ και στα χωριά υποστήριζαν πως οι πρόσφυγες πήραν ιδιοκτησίες που θα μπορούσαν να έχουν καρπωθεί οι ίδιοι.
Όμως, μετά το 1932, η απόλυτη ταύτιση των προσφύγων με τους βενιζελικούς θα ρηγματωθεί και το ποσοστό τους θα περάσει από το 97%, το 1928, στο 81% το 1936 και ένα 15% θα κατευθυνθεί στο ΚΚΕ.
Πράγματι, ενώ κατά τη δεκαετία του 1920, στις αντιπατριωτικές θέσεις του ΚΚΕ για την Καταστροφή ήλθαν να προστεθούν και οι θέσεις του για το Μακεδονικό, οι οποίες, εάν εφαρμόζονταν, θα προκαλούσαν τον διωγμό των προσφύγων από τη γη και τις κατοικίες τους[3], δέκα χρόνια μετά, το ΚΚΕ θα αρχίσει να μεταβάλει τις θέσεις του. Το 1934, θα εγκαταλειφθεί το σύνθημα για άμεση ανεξαρτησία της Μακεδονίας και της Θράκης καθώς είχαν αυξηθεί θεαματικά τα προσφυγικής καταγωγής μέλη του, που μάλιστα πλειοψηφούσαν στην ηγετική ομάδα του κόμματος.
Άλλωστε, η υπογραφή του «Συμφώνου φιλίας» ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, το 1930, είχε ματαιώσει οριστικά τις όποιες ελπίδες έτρεφαν ακόμα για πλήρη οικονομική αποζημίωση και ένα μέρος τους θα πάψει να αποδίδει την Καταστροφή αποκλειστικά στους αντιβενιζελικούς και θα τείνει ευήκοα ώτα στη ρητορική του ΚΚΕ πως υπεύθυνη για το ξερίζωμα των προσφύγων ήταν εν τέλει η ίδια η Μεγάλη Ιδέα.
Στη συνέχεια, ιδιαίτερα μετά από τη μαζική συμμετοχή τους στην Αντίσταση, η ηγεσία του ΚΚΕ θα προσανατολίσει εντέχνως την εθνικοαπελευθερωτική ιδεολογία των προσφυγικών μαζών προς μια αντιδυτική/«αντιιμπεριαλιστική» κατεύθυνση, αφήνοντας στο απυρόβλητο τον κεμαλισμό και την Τουρκία. Και μόνο το ποντιακό προσφυγικό στοιχείο θα παραμένει προσηλωμένο στην αντικεμαλική ιδεολογία, καθώς η γενοκτονία των Ποντίων δύσκολα μπορούσε να αποδοθεί στις ευθύνες του «μεγαλοϊδεατισμού».
Η ιταλοβουλγαρική απειλή
Το πρώτο ζήτημα αμφισβήτησης των συνόρων που αντιμετώπισε η Ελλάδα μετά το τέλος του Α΄ ΠΠ ήταν οι διεκδικήσεις της Βουλγαρίας στη Θράκη, η οποία δεν αρκούνταν στην παραχώρηση ελεύθερης διόδου μέχρι την Αλεξανδρούπολη αλλά επεδίωκε την εκ νέου προσάρτηση της Θράκης, στην οποία άλλωστε θα προβεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944).
Απέναντι στη βουλγαρική απειλή, η Ελλάδα θα προχωρήσει στην υπογραφή της 10ετούς συμφωνίας Βενιζέλου-Μουσολίνι, το 1928, ενός Συμφώνου Ελληνογιουγκοσλαβικής Συνεργασίας και Υποστηρίξεως (27 Μαρτίου 1929),.και σε μια ελληνοτουρκική προσέγγιση με τη «Συνθήκη» του 1930 και το «Σύμφωνο» του 1933.
Ο προσανατολισμός της Βουλγαρίας προς τις αναθεωρητικές Δυνάμεις (Γερμανία, Ιταλία) αλλά και η όξυνση των σχέσεων της Ελλάδας με την Αλβανία και την Ιταλία, λόγω του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος, εξηγούν τον σταθερό προσανατολισμό της Ελλάδας προς τις δυτικές δυνάμεις. Εξ ου και η προσπάθεια να κλείσουν τα μέτωπα με την Τουρκία, έστω και με υποχωρήσεις της Ελλάδας, όσο και με τη Γιουγκοσλαβία.
Το πρόταγμα της ολοκλήρωσης
Ο Φώτης Kόντογλου και ο Ηλίας Bενέζης ήταν από το Aϊβαλί, ο Θράσος Kαστανάκης και ο Γιώργος Θεοτοκάς από την Κωνσταντινούπολη, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Ιωάννης Συκουτρής από τη Σμύρνη. Μαζί με τον Στρατή Μυριβήλη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Κ.Θ Δημαρά, τον Δημήτρη Ροντήρη, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Καραγάτση, τον Εμπειρίκο, τον Κάλας, τον Εγγονόπουλο και δεκάδες άλλους –συγγραφείς, ζωγράφους, δοκιμιογράφους, φιλόλογους, φιλόσοφους, μουσικούς–, θα συναποτελέσουν τη λεγόμενη «γενιά του ’30», τη σημαντικότερη πνευματική γενιά του νεώτερου ελληνισμού. Μια γενιά που ένιωθε ισότιμη και μέρος της ευρωπαϊκής παράδοσης (καθόλου τυχαία τα δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας της Ελλάδας απονεμήθηκαν σε δύο μέλη της), και η οποία θα στραφεί ταυτόχρονα στα πιο σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα, από τον T.S. Eliot έως τον γαλλικό υπερρεαλισμό, και παράλληλα στη λαϊκή παράδοση, όπως θα κάνει τόσο εμφατικά ο Στρατής Ελευθεριάδης του Θεόφιλου – ο Τεριάντ του Minotaure.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς, στο Ελεύθερο Πνεύμα, που θεωρήθηκε το «Μανιφέστο» της γενιάς, θα θελήσει «να τρέξει επιτέλους με γρήγορα αυτοκίνητα» στη νεόκοπη «Λεωφόρο Συγγροῦ» και να συμβάλει στη δημιουργία μιας Ελλάδας που θα έπαιζε στο εξής ενεργητικό ρόλο στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Παράλληλα, ο Γιώργος Σεφέρης, δίπλα στον Έλιοτ της Έρημης Χώρας, θα «ανακαλύψει» τα Απομνημονεύματα του Γιάννη Μακρυγιάννη, τη ζωγραφική του Παναγιώτη Ζωγράφου, ξανασυναντώντας τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι. Ο Σεφέρης, ο Εγγονόπουλος, ο Κόντογλου, ο Τσαρούχης είχαν συνείδηση του ρήγματος που χώριζε τη λόγια από τη λαϊκή παράδοση και θα επιχειρούν να το γεφυρώσουν ώστε να θεμελιώσουν έναν ευρωπαϊκής εμβέλειας νεοελληνικό πολιτισμό.
Το γεγονός δε ότι τοβάρος της γενιάς του ’30 υπήρξε καθοριστικό, για την πνευματική και πολιτισμική πορεία του τόπου, πηγάζει από τη φύση της ως γενιάς μεταιχμίου που εκφράζει την εσωτερική δυναμική του ελληνισμού. Έχασε μεν το «Βυζάντιο», αλλά εύρισκε στη νέα Αθήνα μια σύγχρονη πρωτεύουσα που θα μπορούσε να «εσωτερικοποιήσει» τον ελληνισμό και να τον παντρέψει με μια Ευρώπη που πλέον δεν θα ήταν εισαγόμενη αλλά γηγενής.
Αυτή η γενιά δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει το έργο της – μόλις εξάλλου είχε αρχίσει να ωριμάζει όταν η δικτατορία του Μεταξά και προπαντός η Κατοχή, ο Εμφύλιος και το μετεμφυλιακό καθεστώς θα συντρίψουν τις απόπειρες για την ωρίμανση και ολοκλήρωση της νεώτερης ελληνικής σκέψης.
Το έργο του μετασχηματισμού της νεοελληνικής σκέψης και του πολιτισμού, σε μια μείζονα, αυθεντική και πρωτότυπη συνεισφορά στην ευρωπαϊκή σκέψη, θα μείνει ημιτελές. Διότι δεν θα προλάβει να ολοκληρωθεί η συγχώνευση εγχώριου και καθολικού, η μετεξέλιξη της βυζαντινής και νεοελληνικής λαϊκής παράδοσης σε έναν πρωτότυπο νέο πολιτισμό, στη συνάντηση με το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Όπως έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης, ο «καημός της ρωμιοσύνης» θα συνεχίσει να βαραίνει επάνω μας. Και με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο –μα προπαντός με τον Εμφύλιο– θα χαθεί η μεγάλη δυναμική του ελληνισμού που, για τρεις χιλιάδες χρόνια, με ορόσημο αυτή «τη γενιά του Τριάντα», τροφοδοτούσε και επανατροφοδοτούσε τις αναγεννήσεις, τα όνειρα και τις αντιστάσεις μας.
Αν κάποτε υπάρξει στην Ελλάδα μια γενιά που θα επιχειρήσει και θα επιτύχει επιτέλους να ενώσει τα κομμάτια «του ψηφιδωτού του καημού της ρωμιοσύνης» (Γ. Σεφέρης), αν ένα τέτοιο εγχείρημα είναι δυνατό ακόμα, τότε θα ξαναβρεί στη γενιά του ’30 τη σημαντικότερηπηγή της έμπνευσής της.
[1] Ψυρούκης, 1974, Δαφνής, 1997.
[2] Η Καθημερινή, 19 Ιουλίου 1928.
[3] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα 2, σσ. 76-77.