Σήμερα, το τουρκικό κατεστημένο διεκδικεί πλέον ανοικτά την «ολοκλήρωση του 1922»: αφού «μας ρίξανε στη θάλασσα είναι καιρός να μας την πάρουν και αυτή».
Open Image Modal
DE AGOSTINI PICTURE LIBRARY via Getty Images

Προδημοσίευση από το βιβλίο του συγγραφέα: «1922: Ο διχασμός και η Καταστροφή. Η μοιραία σύγκρουση μικροελλαδισμού και ελληνισμού» που θα κυκλοφορήσει στο τέλος του καλοκαιριού 2022 

Eπί δεκαετίες έπρεπε να αντιδικούμε με εκείνους που ενοχοποιούσαν τους ίδιους τους Έλληνες για την Καταστροφή. Για τη βασιλογενή Δεξιά αποτελούσε τη συνέπεια μιας αχρείαστης και λανθασμένης, υπερφίαλης πολιτικής επιλογής και για την εθνομηδενιστική Αριστερά η κατάληξη μιας μεγαλοϊδεατικής –ιμπεριαλιστικής– εξόρμησης· και, δυστυχώς, αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών και διανοούμενων ελίτ έχοντας πείσει και ένα μεγάλο μέρος του λαϊκού σώματος.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, ως συνέπεια της ανανεωμένης επιθετικότητας του νεο-οθωμανισμού, και της ιδεολογικής αντιπαράθεσης γύρω από το ζήτημα της συνέχειας του ελληνισμού, το κυρίαρχο αφήγημα για το 1922 και τη Μικρασιατική Καταστροφή θα αρχίσει να μεταβάλλεται: σύμφωνα με αυτό, η Καταστροφή δεν είναι πλέον ένα μεγάλο ατόπημα αλλά μια «μοιραία» εξέλιξη, ένα fatum. Οι Έλληνες ήταν υποχρεωμένοι να εγκολπωθούν αυτή την έσχατη απόπειρα ολοκλήρωσης της Μεγάλης Ιδέας – και θα αρκούσαν γι’ αυτό οι γενικευμένες διώξεις εναντίον του μικρασιατικού ελληνισμού, στην Ιωνία, τον Πόντο και τη Θράκη, από το 1914 έως το 1918. Ωστόσο, εξίσου αναπόφευκτη υπήρξε και η Καταστροφή.

Ένα αξιόλογος συγγραφέας, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, θα γράψει στην Καθημερινή, επιδοκιμάζοντας το ιστορικό ντοκιμαντέρ του Στάθη Καλύβα, Καταστροφές και Θρίαμβοι:

«“Η Ελλάδα έχασε τη Μικρά Ασία, κέρδισε όμως τη Μακεδονία”. Οι προσφυγικοί πληθυσμοί ελληνοποίησαν τη Μακεδονία, ειδικά μετά την ανταλλαγή του 1923. Μια ερμηνεία της μεγάλης καταστροφής όχι ως αποτελέσματος του διχασμού, αλλά ως κεφαλαίου του fatum του ελληνικού κράτους. Ακόμη κι αν κάποιος την έβλεπε να έρχεται, δεν είχε τη δυνατότητα να την αποτρέψει»1.

Και το σχήμα μοιάζει εξισορροπητικό: Η Μεγάλη Ιδέα ήταν απαραίτητη, διότι επέτρεψε τον τριπλασιασμό της Ελλάδας του 1830, αλλά ταυτόχρονα και ουτοπική, σε ό,τι αφορά στην Ιωνία, την Κωνσταντινούπολη, τον Πόντο. «Κερδίσαμε πολλά αλλά χάσαμε και πολλά». Συνεπώς, μια «ειρηνευμένη ελλαδική» Ελλάδα μπορεί να διαβιεί ικανοποιημένη στα σύνορά της, γεωγραφικά και πνευματικά, και οι ελλαδικές ελίτ με «ήσυχη συνείδηση» θα μπορούν να διαχειρίζονται την πολιτική και πολιτιστική ζωή μιας μικρής χώρας.

Όμως, σήμερα, το τουρκικό κατεστημένο, στο σύνολό του, διεκδικεί πλέον ανοικτά την «ολοκλήρωση του 1922»: αφού «μας ρίξανε στη θάλασσα είναι καιρός να μας την πάρουν και αυτή». Συναφώς δε, τόσο οι ηγετικές ομάδες όσο και ο παρασιτικά «ειρηνευμένος» ελληνικός λαός αρχίζουν να συνειδητοποιούν πως δεν υπάρχει δυνατότητα να «ζήσουμε ήσυχοι στα σύνορά μας», διότι αυτά, εξ αιτίας του 1922, αμφισβητούνται.

Αυτή η συνθήκη μας βάζει να ξανασκεφτούμε τί πήγε στραβά – καθώς αντιμετωπίζουμε την ίδια απειλή και σήμερα. Διότι αν ήταν μοιραία η Μικρασιατική Καταστροφή τότε «μοιραία» θα είναι και η συνέχειά της. Ο ελληνισμός, μετά την απώλεια του οικουμενικού ελληνισμού, προώρισται να απωλέσει και την ανεξαρτησία του έσχατου ενδιαιτήματός του. Συναφώς, ο εθνομάρτυρας Χρυσόστομος Σμύρνης έβλεπε σωστά και μακριά τον Αύγουστο του 1922, όταν διακήρυττε πως «Ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Μ. Ἀσίας, τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος, ἀλλὰ καὶ σύμπαν τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος καταβαίνει πλέον εἰς τὸν Ἅδην, ἀπὸ τοῦ ὁποίου καμμία πλέον δύναμις δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ τὸ ἀναβιβάσῃ καὶ τὸ σώσῃ».

Η απώλεια της Σμύρνης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την Κύπρο, τα νησιά του Αιγαίου, τη Θράκη, για το ίδιο το ελλαδικό κράτος ως στοιχειωδώς ανεξάρτητο μόρφωμα.

Επομένως, για να αποτρέψουμε αυτό το νέο fatum του νεο-οθωμανισμού, δηλαδή την επέκταση του 1922 στο 2022, καθίσταται απαραίτητη η διερεύνηση αυτής της ούτως ή άλλως contradictio in terminis. Διότι, αν όντως ήταν αναπόφευκτη η Καταστροφή, τότε δεν μπορούσε να είναι «αναπόφευκτη» και η μικρασιατική εκστρατεία. Θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί· τελικώς θα είχε δίκιο ο Μεταξάς και το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) που είχαν ταχθεί αναφανδόν εναντίον της.

Στην πραγματικότητα, όμως, όπως μαρτυρείται από τα ιστορικά στοιχεία και επιχειρώ να καταδείξω σε αυτό το δοκίμιο, η «Μεγάλη Ιδέα» είχε τη δυνατότητα να αποβεί τελεσφόρα ως προς τις βασικές της επιδιώξεις και μόνο η λυσσαλέα αντίδραση του μικροελλαδισμού, με τον εθνοκτόνο διχασμό που προκάλεσε, ευθύνεται για την Καταστροφή. Και αν κάτι τέτοιο ισχύει, ίσως να μπορούμε να αντισταθούμε αποτελεσματικά στην απόπειρα του τουρκικού επεκτατισμού να ολοκληρώσει το 1922.

Ο Εθνικός Διχασμός του 1914-1922 υπήρξε στην πραγματικότητα συνέχεια και κορύφωση της διαμάχης «ελληνισμού»-«ελλαδισμού» που εξελισσόταν στην περίοδο των εκατό χρόνων, από το 1821, σχετικά με την πορεία και τον ρόλο του ελληνικού κράτους. Ο μικροελλαδισμός αντιστρατευόταν συστηματικά τις όποιες απελευθερωτικές κινήσεις του ελληνισμού μέχρι το 1922, εμμένοντας διαχρονικά στα «κεκτημένα», όποια και να ήταν αυτά. Από το 1830 έως την ενσωμάτωση των Επτανήσων, το 1864, ανακήρυσσε την Ελλάδα ως το μεγαλύτερο ελληνικό κράτος της Ιστορίας (!) συγκρίνοντάς την με την έκταση της… αρχαίας Αθήνας.

Άλλωστε, οι δύο εναλλακτικές στρατηγικές, η ενσωμάτωση του μεγαλύτερου κατά το δυνατόν μέρους του ελληνισμού στο ελλαδικό κράτος είτε, αντίθετα, η συνεννόηση με την Πύλη, προκειμένου να ενισχυθεί η θέση του ελληνισμού στους κόλπους της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διακινούνταν τόσο στο εσωτερικό των ελίτ του ελλαδικού κράτους όσο και εκείνων του αλύτρωτου ελληνισμού2. Και αποφασιστικό ρόλο στην πρόταξη της μίας ή της άλλης στρατηγικής διαδραμάτιζε η ευρύτερη συγκυρία.

Στη διάρκεια των Κρητικών Επαναστάσεων, θα προτάσσονται οι στρατηγικές της αντιοθωμανικής συμμαχίας, όπως θα τις προωθεί ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Αντίθετα, η ήττα των ελληνικών κινημάτων, της Κρήτης το 1869, η κατάρρευση του 1897 ή η ενίσχυση της βουλγαρικής επιβουλής στη Μακεδονία, θα φέρνουν στο προσκήνιο την ελληνοοθωμανική στρατηγική.

Το σχέδιο του μεγαλοτραπεζίτη Ζαρίφη πρόβλεπε μάλιστα την ίδρυση κοινής αυτοκρατορίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κατά το πρότυπο της Αυστρο-Ουγγαρίας. Η Θεσσαλία, η Ήπειρος και η Μακεδονία θα ενώνονταν με την Ελλάδα και θα αποτελούσαν ένα διευρυμένο «Ελληνικό Βασίλειο» υπό το σκήπτρο του σουλτάνου.

Κάτι ανάλογο θα συμβεί μετά την κατάρρευση του ελληνικού στρατού, το 1897, όταν το επίκεντρο του ελληνικού αλυτρωτισμού θα στραφεί στη Μακεδονία για την αντιμετώπιση της βουλγαρικής απειλής. Ο Γεώργιος Θεοτόκης, ως πρωθυπουργός, θα έλθει και σε συνεννόηση με την οθωμανική διοίκηση για την ευμενέστερη αντιμετώπιση των ελληνικών ανταρτικών ομάδων έναντι των βουλγαρικών, πολιτική που εν πολλοίς είχε τη σύμφωνη γνώμη των Γερμανών3.

Ο Γεώργιος Βλάχος, ο Ιωάννης Μεταξάς αλλά και ο Ίων Δραγούμης θα ζητούν μετά το 1915 «να μας αφήσουν ήσυχους στα σύνορά μας». Ο Μεταξάς και οι συν αυτώ φοβούνταν κατά βάθος ότι μια «μεγάλη» Ελλάδα δεν χωρούσε στα στενά μικροελλαδίτικα ρούχα της ολιγαρχίας, καθώς θα επέβαλλε νέες ιεραρχήσεις, νέες αξίες, νέους ανθρώπους. «Η μικρή αλλά έντιμος Ελλάς» της Μελούνας θα έχανε οριστικά το παιγνίδι.

Καθόλου τυχαία δε, στην ηγεσία του αντιπάλου στρατοπέδου βρισκόταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ένας ηγέτης που είχε αναδειχθεί μέσα από τη μακροβιότερη επανάσταση του αλύτρωτου ελληνισμού, την Κρητική. 

1 Τάκης Θεοδωρόπουλος, «Καταστροφές και θρίαμβοι», Καθημερινή, ηλεκτρ. έκδ. 15 Ιανουαρίου 2022, https://www.kathimerini.gr/opinion/561670345/katastrofes-kai-thriamvoi/ 

2 Ευαγγ. Κωφός, Ο Ελληνισμός στην περίοδο 1869-1881, Αθήνα 1981, σ. 16. 

3 Αλλά, βέβαια, όταν οι ελληνικές ένοπλες ομάδες θα κυριαρχήσουν επί των βουλγαρικών, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα στραφούν με ανανεωμένη επιθετικότητα εναντίον τους.