Από το Ματζικέρτ στο 1204
Η Οικουμενική περίοδος του ελληνικού έθνους διαρκεί λίγο πολύ μέχρι τους Κομνηνούς Αυτοκράτορες. Τότε, οι Βυζαντινοί αρχίζουν να πιέζονται ασφυκτικά τόσο στα ανατολικά, όταν ηττώνται από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ, και από τα δυτικά, όταν οι Νορμανδοί καταλαμβάνουν τη Σικελία και τη νότιο Ιταλία, επίσης το 1071. Αμέσως μετά αποβιβάστηκαν στο Δυρράχιο, και μετά από λίγα χρόνια πολιόρκησαν και τη Θεσσαλονίκη[1]. Ταυτόχρονα, στα Βαλκάνια, οι Σέρβοι δημιουργούν το πρώτο τους κράτος, οι Βούλγαροι ανασυστήνουν την «Αυτοκρατορία» τους, οι Αρμένιοι συγκροτούν βασίλεια στην Κιλικία. Άρα, οι εναπομείναντες υπήκοοι του Βυζαντίου παύουν να ανήκουν πλέον σε ένα αληθινά οικουμενικό κράτος και στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι πλέον και «Έλληνες το γένος».
Αυτή τη μετάβαση σηματοδοτεί, στο πεδίο της λογοτεχνίας, ο Διγενής Ακρίτας. Τα ακριτικά τραγούδια διαμορφώνονται σαν «δημοτικά τραγούδια», στα σύνορα της Μικράς Ασίας με τη Συρία, μέσα από τη σύγκρουση με τους Άραβες, ήδη από τον 10ο ή ίσως και τον 9ο αιώνα· πάνω στην προϋπάρχουσα λαϊκή παράδοση θα στηριχτεί η συγγραφή του έπους του Βασίλειου Διγενή Ακρίτη – λόγιο κείμενο, που έχει γραφεί την εποχή των Κομνηνών, μετά τη μάχη του Ματζικέρτ, ίσως και μετά τη μάχη του Μυριοκεφάλου.
Το έπος του Βασίλειου Διγενή Ακρίτη αντλεί από τα ακριτικά δημοτικά τραγούδια κατά τον ίδιο τρόπο που τα Ομηρικά Έπη στηρίχτηκαν σε παλαιότερα λαϊκά τραγούδια και ραψωδούς· στη συνέχεια δε, κατασκευάζονται νέα δημοτικά τραγούδια –εν μέρει και με βάση αυτό το έπος– που εξαπλώνονται σε ολόκληρο τον ελληνισμό, τα οποία και θα συναντήσουμε με ελάχιστες παραλλαγές στην Κύπρο, στον Πόντο, στην Κρήτη.
Προφανώς, τις χρονολογίες που επιλέγονται για να ορίσουν την αφετηρία ή το τέλος μιας ιστορικής περιόδου –αυτού που αποκαλούμε νεώτερο ελληνισμό στην περίπτωσή μας– θα πρέπει να τις αντιλαμβανόμαστε μάλλον ως οδοδείκτες και ως συμβολικά ορόσημα. Έτσι, επί παραδείγματι, από πολλούς έχει προταθεί ως αφετηριακή χρονολογία για τον νεώτερο ελληνισμό, όχι το 1204 αλλά το 1071 στη διττή σημειολογία του, της μάχης του Ματζικέρτ και της κατάληψης της Νότιας Ιταλίας από τους Νορμανδούς.
Το 1071 σηματοδοτεί τα προοίμια της οριστικής εξάντλησης του οικουμενικού ελληνισμού, ενώ το 1204 συνιστά την αφετηρία του νεώτερου. Και πράγματι, υπάρχουν πολλά στοιχεία που συνηγορούν σε μια τέτοια χρονολόγηση, όπως η ανάπτυξη του ακριτικού τραγουδιού και των παραλογών, η εμφάνιση της νεώτερης δημώδους γλώσσας μας κ.λπ.
Κατά τον 11ο αιώνα, ενισχύεται το σερβικό κράτος, υπό τον Στέφανο Βοϊσλάβο (1037-1051), που νίκησε τον βυζαντινό στρατό το 1041. Ωστόσο, κατά τα τέλη του 11ου αιώνα, οι Βυζαντινοί υπέταξαν και πάλι τους Σέρβους, ενώ είχαν ήδη καθυποτάξει τους Βουλγάρους. Το 1172, ο Στέφανος Νεμάνια θα στασιάσει εναντίον των Βυζαντινών κα,ι παρότι το 1190 θα ηττηθεί από τον Ισάακιο Β΄ Άγγελο, η Σερβία θα αναγνωριστεί ως ανεξάρτητη οντότητα. Μετά δε το 1204, οι Σέρβοι όχι μόνο θα καταστούν πλήρως ανεξάρτητοι αλλά σύντομα θα καταλάβουν μεγάλο μέρος των βυζαντινών εδαφών.
Οι Αρμένιοι, από τον 11ο μέχρι τον 14ο αιώνα, επειδή είχαν κατακτηθεί από τους Τούρκους, θα διαμορφώσουν αρμενικό βασίλειο στην Κιλικία. Οι Βούλγαροι θα επαναστατήσουν το 1187-1188 εναντίον του Βυζαντίου και θα δημιουργήσουν το Β΄ Βουλγαρικό κράτος το οποίο και θα αναγνωριστεί με συνθήκη από τους Βυζαντινούς το 1202.
Έτσι, παρότι το 1071 σηματοδοτεί την έναρξη μιας περιόδου ιστορικής συρρίκνωσης της βυζαντινής Οικουμένης, το γεγονός ότι, κατά την περίοδο 1071-1204, οι Βυζαντινοί Έλληνες θα ανακτήσουν ένα μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας και την Αντιόχεια, καθώς και το γεγονός ότι η οριστική αποκοπή Σέρβων και Βουλγάρων θα πραγματοποιηθεί κατά τα τέλη του 12ου αιώνα, μας υποχρεώνει να χαρακτηρίσουμε την περίοδο 1071-1204 ως περίοδο μετάβασης από τον οικουμενικό ελληνισμό στον κατ’ εξοχήν εθνοκρατικό.
Οι απαρχές του νεώτερου ελληνισμού
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο Διγενής Ακρίτας υπήρξε «διγενής» και εν τοις πράγμασι, διότι ο πατέρας του, αραβικής καταγωγής, ερωτεύτηκε την Ελληνίδα μητέρα του, εκχριστιανίστηκε και έγινε ορθόδοξος. Καθώς αναπτύσσεται η σύγκρουση με το επιθετικό ισλάμ –αρχικώς τους Άραβες και μετά τους Τούρκους–, και τον επίσης επιθετικό καθολικισμό, –το 1054 επισημοποιείται το Σχίσμα των Εκκλησιών–, η θρησκευτική ταυτότητα, καθίσταται καθοριστική και η ορθοδοξία ταυτίζεται οιονεί με την ελληνική ταυτότητα.
Η διαμόρφωση της νεώτερης ελληνικής ταυτότητας συγκροτείται με βάση την αντίσταση απέναντι σε αλλοεθνείς και κατ’ εξοχήν αλλόθρησκους αντιπάλους – πρόκειται για το αντιστασιακό στοιχείο, το οποίο υπογραμμίζει ο Νίκος Σβορώνος. Δηλαδή, για να επιβιώσει, ο ελληνισμός είναι υποχρεωμένος να μάχεται σε όλα τα μέτωπα.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός απ’ τους τελευταίους μεγάλους αυτοκράτορες –ο Κωνσταντίνος Καβάφης αναφέρεται σε δυο ποιήματα του γι’ αυτόν–, του Ιωάννη Καντακουζηνού, γύρω στο 1350, ο οποίος επί σαράντα-σαράντα πέντε χρόνια πολεμούσε αδιάκοπα, από τα δεκαοκτώ του χρόνια έως τα εξήντα. Μαχόταν σε όλα τα μέτωπα, με τους Τούρκους, με τους Δυτικούς, με τους Βουλγάρους, με τους Σέρβους, καθώς και στους αναρίθμητους εμφυλίους. Ήταν ένας αδιάκοπος πόλεμος κατά τον οποίο δοκίμασε τα πάντα. Και μόνο αφού οι Τούρκοι είχαν ήδη περάσει στην Ευρώπη, μετά το 1354, και έφτασε στην ηλικία των εξήντα χρόνων, εγκατέλειψε τα πάντα και έγινε μοναχός και ιστορικός. Κλείστηκε σε μοναστήρι, αυτός και η πρώην αυτοκράτειρα Ειρήνη, και μεταβλήθηκε στον ησυχαστή μοναχό Ιωάσαφ, διότι είχε πειστεί ότι το Βυζάντιο δεν μπορεί να επιβιώσει πλέον και η συνέχεια του ελληνισμού δεν μπορούσε άμεσα παρά να είναι πνευματική. Ως μοναχός έγραψε μάλιστα μια σπουδαία Ιστορία[2].
Η συνέχεια του ελληνισμού
Βέβαια, παρά τις ρήξεις και τις τομές, υπάρχει συνέχεια του ελληνισμού στη γλώσσα, στις παραδόσεις, στον τρόπο του βίου, τον πολιτισμό, όπως τις έχουν καταγράψει ο Κουκουλές και οι λαογράφοι μας. Η συνέχεια εκφράζεται και στο δημοτικό τραγούδι αλλά και στις λαϊκές παραδόσεις από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα· στους χορούς, όπως στον Πυρρίχιο, κ.λπ.
Ο καταγόμενος από τη Λευκάδα ποιητής, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879), στο τελευταίο του ημιτελές έργο, Ο Φωτεινός, που θεωρείται και το καλύτερό του, περιγράφει μία εξέγερση στη Λευκάδα το 1357 ενάντια στους Φράγκους που κατείχαν το νησί. Ο ήρωάς του Φωτεινός, εβδομηντάρης αγρότης και παλιός οπλαρχηγός, μετά τη σύγκρουσή του με τον Φράγκο δυνάστη Γρατιανό Τζώρτζη, ηγείται μιας αγροτικής εξέγερσης. Στην ίδια περιοχή, στα ίδια χωριά, πραγματοποιήθηκε μία μεγάλη εξέγερση ενάντια στους Άγγλους… το 1819. Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές αυτής της εξέγερσης βρισκόταν και ο Φωτεινός, πραγματικό ιστορικό πρόσωπο, που εν συνεχεία συμμετείχε και στην Επανάσταση. Ο Βαλαωρίτης «δανείζεται» τον Φωτεινό απ’ την εξέγερση του 1819 και τον μεταβάλει σε ήρωα της εξέγερσης του 1357. Και εξηγεί στην Εισαγωγή του έργου του για ποιο λόγο μεταφέρθηκε από το 1819 στο 1357:
«Διατρέχων την ελληνικήν ιστορίαν, από της πτώσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της εθνικής ημών αποκαταστάσεως, παρατήρησα ότι οι εποχαί άπασαι συγχωνεύονται, ότι τα διαστήματα εκλείπουσι, κι ότι η χρονολογία αποβαίνει περιττή. Η σελίς αύτη της ελληνικής ιστορίας, η περιλαμβάνουσα τετρακοσίων ετών παθήματα και ελπίδας, σύγκειται εκ μιας μόνης περιόδου, βουστροφηδόν γεγραμμένης, εν ή έννοια άρχεται από του τέλους πάσης γραμμής, αναπτύσσεται βαίνουσα από την αρχήν, και από της αρχής χωρεί πάλιν προς το τέλος».
Την ίδια άποψη, ο επίσης Λευκάδιος, Σβορώνος, έχει διατυπώσει με σύγχρονους όρους. Καθώς για τετρακόσια –ή οχτακόσια χρόνια, αναφέρει ο Σβορώνος–, η νεώτερη ελληνική ιστορία είναι μία διαρκής ιστορία αντίστασης απέναντι στην πολυπρόσωπη κατοχή αυτού του τόπου. η αντιστασιακή ιδεολογία παίρνει διάφορες μορφές: «Από την απλή προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες με προοπτική τη διείσδυση στους πολιτικοκοινωνικούς μηχανισμούς της κατάκτησης και τη μετατροπή τους σε όργανα εθνικής συντήρησης (Εκκλησία, Φαναριώτες, κοινότητες, αρματολοί), και την ολοένα περισσότερο ενεργό συμμετοχή στους οικονομικούς μηχανισμούς των κατακτητών, και ιδιαίτερα των Δυτικών δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή, ως τη συνεχή, παθητική ή ένοπλη αντίσταση (Κλεφτουριά), αλλεπάλληλα, έστω και ξενοκίνητα κινήματα, που κατέληξαν στην εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ’21».
[1] Βλ. Γ. Καραμπελιάς, Το 1204 και η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις.
[2] Ιωάννης Καντακουζηνός, Ιστοριών βιβλία Δ΄, τόμοι 3, Επικαιρότητα, Αθήνα 2008· Donald M. Nicol, Ιωάννης Καντακουζηνός: Ο απρόθυμος αυτοκράτορας: Αυτοκράτορας του Βυζαντίου και Μοναχός c. 1295-1383 Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2008.
[3] Αντώνης Καλδέλης, Ο βυζαντινός Παρθενώνας, Ψυχογιός, Αθήνα 2013.
Διαβάστε τα προηγούμενα