Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης γίνεται 60 χρονών και ως είθισται σε επετείους και γιορτές, τον πρώτο λόγο έχουν οι ιστορίες -το «θυμάμαι τότε που...».
Η HuffPost ζήτησε από τον Γιάννη Ζουμπουλάκη, δημοσιογράφο - κριτικό κινηματογράφου («Το Βήμα», «Τα Νέα», «One Channel») και την Πόλυ Λυκούργου, κριτικό κινηματογράφου (Flix.gr, Nova), να μοιραστούν στιγμές τους από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Η πρώτη φορά, οι μεγάλοι σκηνοθέτες, οι τελετές απονομής, η αποχώρηση στη μέση της προβολής, τα στέκια στην πόλη, αλλά και το ΦΚΘ σε σχέση με την κορυφαία ευρωπαϊκή τριάδα -Κάννες, Βενετία, Βερολίνο.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
-Η πρώτη φορά που καλύψατε το Φεστιβάλ; Υπάρχει κάτι που κρατήσατε στη μνήμη σας από τότε;
Η πρώτη φορά ήταν στο Φεστιβάλ του 1993. Εκείνη την περίοδο εργαζόμουν για το περιοδικό TV Ζάπινγκ, δεν ήμουν στον ημερήσιο Τύπο, είχα στείλει θέματα από το Φεστιβάλ για δύο τεύχη και ήταν μία εμπειρία πρωτόγνωρη, γιατί ήταν και το πρώτο φεστιβάλ που πήγα στη ζωή μου. Την αμέσως επόμενη χρονιά άρχισα να πηγαίνω στις Κάννες. Δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή, εάν ήταν εκείνη τη χρονιά, πάντως είτε το 1993, είτε το 1994, είχα δει τον Ιταλό σκηνοθέτη Νάνι Μορέτι, ο οποίος δεν ήταν ακόμη τότε τόσο γνωστός στην Ελλάδα. Τον είχαν φέρει στο Φεστιβάλ για μια ρετροσπεκτίβα -στο έως τότε έργο του- και είχα εντυπωσιαστεί με τον Μορέτι επειδή τον ήξερα και θαύμαζα τις ταινίες του.
-Η πιο αδιάφορη, η πιο ταραχώδης ενδεχομένως, η πιο ενδιαφέρουσα διοργάνωση που έχετε ζήσει;
Θα το θέσω διαφορετικά, γιατί είναι αδύνατο να θυμηθώ τις ταινίες ή ταινίες που παίζονταν την ίδια χρονιά, στο ίδιο φεστιβάλ -αν ήταν τόσες πολλές και τόσες πολλές καλές. Θα αναφέρω όμως, ένα Φεστιβάλ το οποίο θα μείνει για πάντα χαραγμένο στο μνήμη μου διότι είχα παίξει έναν ρόλο πολύ σημαντικό για μένα -επαναλαμβάνω, για μένα, όχι για τους άλλους: Έκανα τον συντονιστή στο masterclass που παραχώρησε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Ήταν το 2005. Με τη βοήθεια του Φεστιβάλ, αλλά κατ′ αρχάς της Ελένης Μουσταΐρα, η οποία τον είχε φέρει στην Ελλάδα -για την ακρίβεια, τον είχε φέρει επειδή επρόκειτο να τιμηθεί ο σκηνογράφος του, Ντιν Ταβουλάρις, γεγονός που συνδυάστηκε με μία φοβερή έκθεση, στον κατάλογο της οποίας έχω και κείμενο - είχε έρθει ο Κόπολα, μαζί με αρκετά μέλη της οικογένειας του.
Μετά παραχώρησε ένα masterclass, δεν θυμάμαι ακριβώς πού έγινε, θυμάμαι ότι ήταν σχετικός με εικαστικά ο χώρος. Και οπωσδήποτε -μιλάμε για πολλά χρόνια πριν- η αγωνία μου να κρατήσω έναν ρόλο που δεν είχα ξανακάνει ποτέ στη ζωή μου αντίστοιχο, ήταν μεγάλη. Ήμουν με έναν θεό του σινεμά τον οποίον και παρουσίαζα. Θυμάμαι, στην αίθουσα ήταν και ο Μιχάλης Κακογιάννης. Ναι, αυτή είναι η χρονιά που θυμάμαι.
-Δεν μπορώ να μην ρωτήσω, παρότι έχετε κάνει συνεντεύξεις με κορυφαίους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, πώς σας φάνηκε ο Κόπολα σε επίπεδο προσωπικό. Ήταν προσιτός, σταρ, όχι;
Ενώ είχαμε φάει την προηγούμενη βραδιά σε ένα πολύ ωραίο εστιατόριο στα Λαδάδικα -μια μεγάλη παρέα σε δύο τραπέζια- δεν είχε πολλές επαφές με τον δημοσιογραφικό κόσμο. Ήταν αρκετά ευγενικός, αλλά με μια απόσταση. Κάποια στιγμή -αυτό είναι και ο Κόπολα, όμως- καταλαβαίνετε δε, πόσος ήταν ο κόσμος, ειδικά οι νέοι άνθρωποι, οι οποίοι ήθελαν να ασχοληθούν με τον κινηματογράφο σε αυτό το masterclass, κάποια στιγμή, λοιπόν, (εγώ είχα φτιάξει ένα ερωτηματολόγιο, προσπαθώντας να κάνω μία αναδρομή σε όλο του το έργο) και έτσι όπως κυλούσε, θα έλεγα, σχετικά καλά, η ώρα, παίρνει το μικρόφωνο, σηκώνεται όρθιος, με ξεχνάει τελείως, και αρχίζει να απευθύνεται στα νέα παιδιά με έναν πολύ πιο άμεσο και καθόλου στημένο τρόπο. Με ένα πολύ χαλαρό στυλ. Να απευθύνεται -μιλώντας έτσι, βροντερά- προς τους σπουδαστές και τους υπόλοιπους και να έχει μία πιο διαδραστική επαφή μαζί τους.
-Κάποια (επεισοδιακή) τελετή απονομής που δεν θα ξεχάσατε;
Επεισοδιακή τελετή απονομής δεν έτυχε να δω, βέβαια, η αλήθεια είναι ότι δεν έχω δει και πολλές απονομές, γιατί φεύγω λίγο πριν -ποτέ δεν με ενδιέφεραν οι απονομές. Θυμάμαι μία όμως, πολύ καλά -πάλι είναι μία προσωπική σχέση ο λόγος- όταν ήμουν στην επιτροπή της Fipresci, αν δεν κάνω λάθος το 1997 ή, το 1998, οπότε είχε βραβευτεί «Η σφαγή του κόκκορα» του Ανδρέα Πάντζη και ανέβηκα στη σκηνή ως Έλληνας κριτικός της Fipresci για τη βράβευση της ταινίας. Δεν ήταν κάτι το εντυπωσιακό, ήταν μάλλον λίγο βαρετό το όλο κλίμα, αλλά όπως είπα, γενικά δεν μένω στις απονομές. Πόσο μάλλον να είμαι μέσα στην αίθουσα -αν μείνω θα τη δω απέξω.
-Έχετε αποχωρήσει ποτέ στη μέση προβολής;
Ασφαλώς και έχω αποχωρήσει από ταινίες! Δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Εάν η ταινία δεν σε ενδιαφέρει ή, βλέπεις ότι δεν έχει νόημα να τη δεις, γιατί να χάσεις τον χρόνο σου;
-Το ειδικό βάρος του ΦΚΘ σε σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά κινηματογραφικά φεστιβάλ και κυρίως, την κορυφαία τριάδα -Κάννες, Βενετία, Βερολίνο;
Δεν μπορούμε να κάνουμε σύγκριση με αυτά τα Φεστιβάλ. Μπορούμε να πούμε όμως ότι, το ΦΚΘ είναι ίσως το πιο -γιατί έτσι έχει περάσει κιόλας- σημαντικό φεστιβάλ των Βαλκανίων. Γι′ αυτό και βλέπω ότι το παρακολουθούν και πολλοί άνθρωποι από τις γύρω από την Ελλάδα χώρες. Φυσικά, κι αυτό δεν μπορώ να το πω μετά βεβαιότητας, διότι δεν έχω επισκεφθεί άλλα φεστιβάλ, ας πούμε της κλίμακας της Θεσσαλονίκης, στα Βαλκάνια. Όμως, γενικά μιλώντας, αυτή την αίσθηση έχω.
-Το αγαπημένο σας στέκι στη Θεσσαλονίκη;
Τα πρώτα χρόνια, από το 1993 μέχρι το 2000, πήγαινα πολύ στο «Ντορέ». Κατ′ αρχάς, όταν πήγα για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ γινόταν ακόμη στη ΔΕΘ και μετά από χρόνια, το 1999, αν δεν κάνω λάθος, κατέβηκε στο λιμάνι, οπότε άλλαξαν όλα. Όχι, δεν είχα κάποιο συγκεκριμένο στέκι, ποτέ, αντιθέτως μου άρεσε να ανακαλύπτω στέκια -η Θεσσαλονίκη ενδείκνυται γι′ αυτό. Κάθε φορά που πηγαίνω βλέπω ότι έχει ανοίξει και κάτι καινούργιο ή, κάποιο στέκι που ήξερα από πριν, έχει ανανεωθεί με διαφορετικό τρόπο. Αυτή είναι η γοητεία της πόλης και όχι μόνο στο κέντρο, στην πλατεία Αριστοτέλους και στα Λαδάδικα, αλλά στην ευρύτερη περιοχή. Βέβαια, όταν περιμένεις για μια προβολή, «αναγκαστικά» θα πας σε ένα από τα καφέ μπαρ ή, τα ζαχαροπλαστεία της πλατείας Αριστοτέλους. Στέκι συγκεκριμένο, που να λέω, εκεί θα πάω, δεν είχα ποτέ. Θυμάμαι όμως, πάρα πολύ καλά να πηγαίνω στην Τούμπα, σε κάτι καταπληκτικά κουτούκια και μεζεδοπωλεία, που τα βρήκα εξαιρετικά -χωρίς να θυμάμαι τώρα το όνομα τους.
Πόλυ Λυκούργου
-Ποια ήταν η πρώτη χρονιά που καλύψατε το Φεστιβάλ; Τι θυμάστε από εκείνη την πρώτη φορά;
Πρώτη φορά ως κριτικός κινηματογράφου, και μέλος της ομάδας του Περιοδικού Σινεμά, ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη τον Νοέμβριο του 1999. Ακριβώς 20 χρόνια πριν. Ήμουν πολύ μικρή, πολύ κομπλαρισμένη, αλλά ο Χρήστος Μήτσης, διευθυντής μας τότε, ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρος και ζεστός με όλους τους συντάκτες του περιοδικού. Είχα ενσωματωθεί σε μια παρέα που βλέπαμε την μία ταινία μετά την άλλη, τρώγαμε απίστευτα φαγητά, τα οποία συνοδεύαμε με πύρινες διαφωνίες για όσα είχαμε δει, τα βράδια πίναμε και χορεύαμε στα πάρτι του φεστιβάλ, τραγουδούσαμε στα μπουγατσάδικα και με μια-δυο ώρες ύπνο ξαναμπαίναμε στις αίθουσες για τις πρωινές δημοσιογραφικές προβολές. Αν κοιτάξω πίσω, πάνω από όλα αναρωτιέμαι που έβρισκα την αντοχή για ένα τέτοιο πρόγραμμα.
Πέρα από τα αστεία, αυτές οι συζητήσεις μετά τις ταινίες ήταν και το μεγαλύτερο σχολείο. Το πάθος με το οποίο αρθρώνονταν επιχειρήματα υπέρ και κατά. Οι αναφορές σε κινηματογραφίες, τα σχόλια, οι απόψεις, το χιούμορ – ένιωθες μαθητής, ρουφούσες τα πάντα. Έβγαινες από μία ταινία που σε είχε συγκλονίσει, όπως το «Japon» του Κάρλος Ρεϊγάδας, ή τη «Δασκάλα του Πιάνου» του Μίκαελ Χάνεκε ή «Το Τελευταίο Καταφύγιο» του Πάβελ Παβλικόφσκι, ή τον «Βασιλιά» του Νίκου Γραμματικού και εκεί στα τραπέζια του περιοδικού Σινεμά ακουμπούσες ζεστό-ζεστό τον ενθουσιασμό σου. Ή την αντίρρησή σου. Ή το σοκ σου. Είχες βρει τον τόπο να εκφραστείς και να εκφράσεις την αγάπη που έγινε δουλειά.
-Ποια ήταν η πιο έντονη χρονιά από αυτές τις δύο δεκαετίες;
Οι πιο έντονες χρονιές μου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν το 2007 και 2008, όταν ως κριτικός κινηματογράφου της Nova γυρίζαμε ολόκληρες εκπομπές κατά τη διάρκεια των 10 ημερών και ανάμεσα στα καθήκοντά μου ήταν να κάνω συνεντεύξεις με όλους τους καλεσμένους. Όλους. Έπρεπε να είμαι παντού και απόλυτα διαβασμένη. Γιατί οι καλεσμένοι εκείνες τις δυο χρονιές δεν ήταν τυχαίοι. Από τον Βιμ Βέντερς, τον Αλεξάντερ Πέιν και τον Κώστα Γαβρά, μέχρι τον Τζον Σέιλς, τον Βάλτερ Σάλες και τον Αλφόνσο Κουαρόν. Κι από τον Τζον Μάλκοβιτς, τον Γουίλεμ Νταφό και τον Ολιβερ Στόουν, μέχρι τους αδελφούς Νταρντέν, τον Τακέσι Κιτάνο, τον Φατίχ Ακίν και τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο. Όλους. Τηλεοπτικές δεκάλεπτες συνεντεύξεις που δεν συγχωρείται κανένα λάθος, μπέρδεμα ή σαρδάμ. Μεγάλο σχολείο, μεγάλη ένταση. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έμαθα να κάνω αυτή τη δουλειά γρήγορα, με πίεση, αλλά σωστά. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για να πας αδιάβαστος σε μία συνέντευξη. Δεν υπάρχει ερώτηση που δεν μπορείς να ρωτήσεις, αλλά πάντα με ευγένεια και τρόπο. Από όλους όσους γνώρισα συγκρατώ την αγάπη μου για κάποια πίσω από τις κάμερες. Τη Δήμητρα Νικολοπούλου, διευθύντρια του Γραφείου Τύπου του Φεστιβάλ, που αναγνωρίζοντας τη δουλειά μου με πρόσεχε και με φρόντιζε πάντα. «Βάλτε τη Λυκούργου πρώτη γιατί αυτός εδώ έχει έρθει με νεύρα. Να τον ηρεμήσει». Δεν μπορώ να σας πω για ποιον ειπώθηκε αυτό. Θα είναι το μυστικό μας με τη Δήμητρα.
-Η πιο αγαπημένη στιγμή;
Αγαπημένες είναι οι στιγμές που συναντάς τους δημιουργούς. Και σου δίνεται η ευκαιρία να σκαλίσεις για λίγα λεπτά το μυαλό τους, να μπεις στον κόσμο τους. Είτε είναι όσοι σε καθόρισαν (η συνέντευξη Τύπου και το masterclass του Φράνσις Φορντ Κόπολα, για παράδειγμα), είτε νεότεροι (στη συνέντευξη Τύπου κάθισε ακριβώς μπροστά μου η κόρη του Κόπολα, Σοφία), είτε κάποιοι που ερωτεύτηκες κεραυνοβόλα, από την πρώτη τους ταινία. Η συνέντευξή μου με την Μιράντα Τζουλάι (τότε ήρθε να παρουσιάσει το «Εγώ, Εσύ κι Όλοι οι Γνωστοί» είναι μία από τις πιο αγαπημένες μου στιγμές. Να μιλάει κανείς με αυτό το τόσο ταλαντούχο, τόσο ασυμβίβαστο, τόσο θεότρελο, αυθεντικό πλάσμα για σινεμά και μουσική και σχέσεις και τέχνη και φεμινισμό και ανασφάλειες και όνειρα. Θυμάμαι να την ακούω βουρκωμένη.
Επίσης, αγαπημένη στιγμή, πάντα, είναι όταν βγαίνεις από το Ολύμπιον, στην Πλατεία Αριστοτέλους και περπατάς προς τη θάλασσα, παράλληλα με το νερό προς τις Αποθήκες, τη μαγική ώρα που δύει ο ήλιος. Έχεις βγει από μία ταινία που θες να κρατήσεις σφιχτά και η ζωή σου βγάζει τη γλώσσα γιατί είναι ακόμα πιο μαγική.
-Κάποια τελετή απονομής που δεν θα ξεχάσατε;
Οι πιο επεισοδιακές τελετές απονομής ήταν όταν οι ελληνικές ταινίες διαγωνίζονταν για τα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας. Εκεί ήταν τα σκάνδαλα και τα παρασκήνια και τα καρφιά στα μικρόφωνα την ώρα των ευχαριστήριων λόγων. Από τότε που οι Ομιχλιστές έκαναν την επανάστασή τους και ιδρύθηκε η Ακαδημία, οι τελετές απονομής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι πιο ήπιες και διεκπαιρεωτικές. Δυστυχώς, δεν πρόλαβα τον θρυλικό Εξώστη και τις επικές ιστορίες που έχουν να αφηγηθούν παλιότεροι συνάδελφοι.
Όμως μπορώ να πω δυο τελετές έναρξης που δε θα ξεχάσω. Η πρώτη ήταν με το «Μόνο οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί» και τον Τζιμ Τζάρμους να ευχαριστεί τον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο γιατί χωρίς τη βοήθειά του δε θα γινόταν η ταινία. Και ο τρόπος που ένας από τους ήρωες της εφηβείας μου, στέκεται εκεί και μιλάει από καρδιάς και με το γνωστό τσαμπουκά για έναν έλληνα παραγωγό, βεβαιώνοντας ότι έχει το κριτήριο, το ταλέντο και τη σεμνότητα για να γίνονται σοβαρές δουλειές, κάπως με γέμισε ελπίδα και φως και αισιοδοξία.
Η δεύτερη ήταν το 2017 με την «Ψυχή και το Σώμα» της Ιλντικο Ενιέντι. Η ουγγαρέζα σκηνοθέτης, εμφανισιακά σαν μία γυναίκα που θα έκανε τα φορολογικά σου, ανέβηκε στη σκηνή, πλησίασε το μικρόφωνο και πολύ σεμνά και δειλά είπε κάτι μαγικό. «Πολλοί άνθρωποι δυσκολευόμαστε να επικοινωνήσουμε. Για αυτό κάνουμε ταινίες. Ξέρω ότι στην Ελλάδα περνάτε δύσκολα. Γιατί και στη χώρα μου περάσαμε δύσκολα. Ελπίζω η ταινία μου να επικοινωνήσει. Να είναι ένα μικρό βάλσαμο που θα σας ανακουφίσει». Τα λόγια της τα άκουσα αδιάφορα (βαριέσαι και λίγο στις πρεμιέρες), αλλά μετά είδα την ταινία. Κι ανατινάχτηκε το μυαλό μου. Θυμάμαι να έχω σωματική αντίδραση απέναντι σε ό,τι έβλεπα στην οθόνη (έτρεμα στο κάθισμά μου κάτι που δεν έχω ξαναπάθει ποτέ) ενώ στο τέλος να εύχομαι να κρατήσουν λίγο ακόμα οι τίτλοι τέλους να σκουπίσω τα μάτια μου μη γίνω ρεζίλι. Βγαίνοντας από το Ολύμπιον κι ανακαλώντας τι είχε πει, ήθελα να τη βρω να την πάρω αγκαλιά. Η ταινία της έχει γίνει η αγαπημένη μου αυτής της δεκαετίας.
-Έχετε αποχωρήσει ποτέ στη μέση προβολής;
Μέχρι πολύ πρόσφατα θα μπορούσα να σας διαβεβαιώσω ότι, όχι. Μικρότερη μάλιστα βασανιζόμουν, με επιμονή και φοβερό μαζοχισμό, πιστεύοντας ότι, οφείλω να περιμένω μέχρι τέλους - αυτή είναι η δουλειά μου άλλωστε! Κι ο δημιουργός μπορεί να θέλει να με υποβάλει σε όλη αυτή τη δοκιμασία γιατί στο τέλος όλα θα πάρουν μορφή και νόημα (σπάνια συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο). Πλέον μετράω φορές που έχω φύγει, ναι. Η πιο αγαπημένη μου ήταν πριν λίγα χρόνια στις Κάννες. Με μία συνάδελφο μου (και την καλύτερη μου φίλη), παρακολουθώντας μία απίστευτη γαλικουριά αποφασίσαμε ότι έχει υπέροχο ήλιο έξω και θέλουμε να φάμε παγωτό. Βγήκαμε σκασμένες στα γέλια σαν μαθήτριες που έκαναν την τελευταία ώρα κοπάνα.
-Το ειδικό βάρος του ΦΚΘ σε σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά κινηματογραφικά φεστιβάλ και κυρίως, την κορυφαία τριάδα -Κάννες, Βενετία, Βερολίνο;
Θα ήταν μεγάλη υπερβολή κι άδικη κίνηση να συγκρίνει κανείς τα μεγέθη. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχει κερδίσει στα 60 του χρόνια τον σεβασμό της παγκόσμιας αγοράς, αλλά δεν μπορεί να συναγωνιστεί την τριπλέτα αυτή. Όμως έχει μία δική του, ολόδική του, υπόσταση την οποία δεν είναι τυχαίο ότι σχολιάζουν όλοι οι επίτιμοι καλεσμένοι του. Ναι, όλοι θέλουν η ταινία τους να κάνει πρεμιέρα στις Κάννες, ή να βραβευτεί στη Βενετία που αυτό σημαίνει πόντους στην οσκαρική κούρσα. Όμως όταν έρχονται στη Θεσσαλονίκη σ′ έναν δεύτερο στάδιο της ταινίας στη φεστιβαλική γύρα, μαγεύονται – με τη διοργάνωση, την πόλη, το ένθερμο φεστιβαλικό κοινό.
Κι επίσης, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχουμε δει αφιερώματα σε πάλαι ποτέ μικρούς και πιτσιρικάδες κινηματογραφιστές (από όλο τον κόσμο) οι οποίοι έγιναν ευρέως γνωστοί πολύ αργότερα. Κι αυτό σημαίνει ότι υπήρχαν και υπάρχουν πάντα ταλαντούχοι άνθρωποι στο πρόγραμμα που επιλέγουν όχι μόνο τις διάσημες ταινίες άλλων φεστιβάλ. Αλλά και διαμαντάκια που έχουν ανακαλύψει μόνοι τους – ανάμεσα σε χιλιάδες screeners που φτάνουν στο γραφείο τους κάθε χρόνο.
-Το αγαπημένο σας στέκι στη Θεσσαλονίκη;
Νεότερη, αγαπούσα τα αξημέρωτα πάρτι στο Residents. Τώρα προτιμάω τη lounge ατμόσφαιρα και την ευγένεια των ιδιοκτητών του Eden bar. Μας περιποιούνται, μας προσέχουν και μας αγαπούν τους δημοσιογράφους του φεστιβάλ (πόσο υπέροχη αυτή η παράδοση των Θεσσαλονικιών να φέρνουν συνεχώς στο τραπέζι σου κερασμένα μεζεδάκια για να συνοδεύεις το ποτό σου). Τα τελευταία δύο χρόνια επίσης έχω ερωτευθεί τη «Μούργα», ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της Θεσσαλονίκης. Και το Δωμάτιο με Θέα, αν βρεις να κάτσεις στα παράθυρά του, είναι πάντα εγγύηση. Είπαμε -Αριστοτέλους, θάλασσα, ορίζοντας, ηλιοβασίλεμα. Ζωή σαν σινεμά.