Ο χώρος: Η αίθουσα αναμονής ενός Δημόσιου Νοσοκομείου. Ένας μακρύς διάδρομος με δυο πάγκους. Στον ένα κάθονται ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι και ο πατέρας του γύρο στα πενήντα. Έκδηλη η ανησυχία τους και η αδυναμία να εκδηλώσουν τα συναισθήματα τους. Ησυχία, μυρωδιά αντισηπτικού και ανακοινώσεις σε χαμηλή ένταση.
Ο χρόνος: Σήμερα.
Πατέρας: Και όπως είπαμε… Ψηλά το κεφάλι. Κοιτάμε μπροστά και ελπίζουμε πως αυτή είναι μια δοκιμασία και τίποτα περισσότερο. Ίσα ίσα για να τεστάρει τις αντοχές μας. Μη σε δω να λυγίζεις, όπως η μάνα σου ! (ψευτογελάει)
Αγόρι: Εντάξει ρε μπαμπά. Κατάλαβα. Εσύ το κατάλαβες;
ΠΑ: Τι να καταλάβω ;
ΑΓ: Πως για όλα τα πράγματα υπάρχει μια αιτία που γίνονται. Τίποτα δεν έρχεται ξεκάρφωτα. Άμα συμβεί, βάζεις όπισθεν και κοιτάς από το πίσω παράθυρο.
ΠΑ: Δεν καταλαβαίνω.
ΑΓ: Είμαι σίγουρος!
ΠΑ: Και να σκεφτείς πως στην αρχή δεν σε ήθελα! (τον διακόπτει)
ΑΓ: Μην αρχίζεις, σε παρακαλώ. Δεν είναι η ώρα…
ΠΑ: (δεν τον ακούει) Αν δεν είναι τώρα, πότε είναι. Μπορεί να μην έχω άλλη ευκαιρία.
ΑΓ: Με ρωτάς αν είμαι σε φάση να σε ακούσω; Πριν από ένα λεπτό είπες να κοιτάμε μπροστά. Δεν το είπες;
ΠΑ: (στο δικό του τόνο) Έκανα καιρό να σε αποδεχτώ. Έλεγα ψέματα στον εαυτό μου πως η πατρική αγάπη δεν είναι κάτι το αυτονόητο, πως υπάρχουν γονείς χωρίς αυτό το πατρικό φίλτρο, που λένε. Κι όσο μεγάλωνες και σε έβλεπα να γίνεσαι πιο έξυπνος από μένα, με τόσα χαρίσματα, άρχισα να νοιώθω παράξενα. Σε καμάρωνα. Kαμάρωνα για το γιο μου αλλά ο εγωισμός, η δειλία περισσότερο, δεν με άφηναν να ανοιχτώ. Τώρα, δεν μπορώ να διανοηθώ τη ζωή μου χωρίς εσένα. Λυπάμαι που δεν μιλήσαμε νωρίτερα. Ειλικρινά.
ΑΓ: Εντάξει, αφού δεν έγινε στην ώρα του, τα είπες τώρα και ξεθύμανες.
ΠΑ: Ήσουν για μένα απλά ένα άτομο. Έπεισα τον εαυτό μου πως έπρεπε να σ’ αγαπήσω, έπρεπε να βρω τρόπο να δεθώ μαζί σου. Κι αυτό με πήγε αλλού...
ΑΓ: Ευτυχώς η μαμά είχε αντίθετη άποψη.
ΠΑ: Ευτυχώς. Δεν μπορώ να διανοηθώ πώς θα ήταν να μεγαλώνεις μόνος.
ΑΓ: Νομίζω, της οφείλεις μια συγγνώμη.
ΠΑ: Πιστεύω πως δεν θέλει να με ξαναδεί. Δεν έχει κι άδικο. Υπήρξα καταστροφικός και σα σύντροφος και σα γονιός.
ΑΓ: Σε έχει συγχωρέσει εδώ και πολύ καιρό.
ΠΑ: Τέλος πάντων…(μικρή παύση) Ξέρεις τι θυμάμαι ;
ΑΓ: Όχι.
ΠΑ: Όταν μου είπαν πως γεννήθηκες, ήταν σαν, ήταν σαν, (κομπιάζει) να φύσηξε αεράκι…(τον διακόπτει)
ΑΓ: Όχι, ρε μπαμπά. Άσε τη μελούρα! Καλά πήγαινε το πράγμα. Μια δοκιμασία είναι. Ότι είναι να γίνει θα γίνει. Άμα μας έτυχε να ζήσουμε, θα ζήσουμε. Άμα κάτσει η στραβή,…(τον διακόπτει οργισμένος)
ΠΑ: Μη το πεις! Σου απαγορεύω να το πεις! Θα δεις, πως θα ζήσουμε και θα ευτυχήσουμε. Θα ξαναγίνουμε οικογένεια κι όσα δεν ειπώθηκαν θα βρουν το δρόμο τους τώρα.
ΑΓ: Ποια, δηλαδή;
ΠΑ: Αντρικές κουβέντες ανάμεσα σε πατέρα και γιο.
ΑΓ: (ειρωνικά) Έχεις κάτι να μου πεις και το κρύβεις;
ΠΑ: Θα ήθελα να σου πω…
ΑΓ: Ξέρω, ξέρω: Να είμαι αισιόδοξος, να επιμένω, να διαβάζω εξωσχολικά όπως Δημουλίδου, Μαντά και Λένα Διβάνη, να πηγαίνω σε συναυλίες του Κωνσταντίνου Αργυρού, του Κιάμου και της Μόνικας, να κλείνω τα αυτιά μου στον Σούμπερτ και τον Σοπέν, να αποστρέφω το βλέμμα από τον Ντοστογιέβσκι, τον Ρίτσαρντ Φορντ , τον Τολστόι, τον Τσέχωφ, τον Ίψεν και τους λοιπούς μαλάκες, να παρακολουθώ Anime – που παρεμπιπτόντως παρακολουθώ – σ’ αρέσει δε σ’ αρέσει , να προσέχω και να μη τρίβομαι στα θηλυκά που θα με καταστρέψουν, να μην ακούω πως τα πάντα ελέγχονται από τον Μπιλ Γκέιτς που θέλει να φτιάξει ένα υπερστρατό εκατομμυρίων για να πουλάει κεραίες 5G για να ελέγχει το Νιτσάκι από τα Σούρμενα, να αποφεύγω Μπέργκμαν, Κιούμπρικ, Σκορτσέζε, Χίτσκοκ, Μαν, Αντονιόνι, Φελίνι και χίλιους δυο άλλους που και εσύ αποφεύγεις, αλλά να κυνηγάω Τσάκωνα και Ψάλτη αγκαζέ με τη Ρένα Παγκράτη και την Ουρανία του Λούνα Παρκ !
ΠΑ: Πού τα έμαθες όλα αυτά ;
ΑΓ: Έχω άδικο;
ΠΑ: Εσύ, παιδί μου, είσαι διάνοια! (κάνει να τον αγκαλιάσει αλλά ο αγόρι τραβιέται)
ΑΓ: Έλα, σε παρακαλώ. Τι έπαθες σήμερα;
ΠΑ: (κρύβει το πρόσωπο στα χέρια του) Φοβάμαι.
ΑΓ: Κι εγώ, αλλά τι βγαίνει με το φόβο;
ΠΑ: Δε θέλω να σε χάσω.
ΑΓ: Δε θα με χάσεις. Θα δεις , όλα θα πάνε καλά.
ΠΑ: Κι άμα δεν πάνε;
ΑΓ: Ωραίος είσαι! Γιατί δεν σκέφτεσαι κάτι ευχάριστο; Κάτι ανεβαστικό.
ΠΑ: Τι ευχάριστο να σκεφτώ μέσα στο νοσοκομείο; Υπάρχει κάτι που σε κάνει χαρούμενο; Κοίτα γύρω σου, δες εικόνα, μύρισε. Σκέτη απελπισία.
ΑΓ: (οργισμένα) Ρε πατέρα! Δεν έχεις το Θεό σου. Άμα δεν μπορείς να το αντέξεις, να φύγουμε. Δεν συμφωνήσαμε πως θα είσαι λογικός; Συμφωνήσαμε. Δεν συμφωνήσαμε πως θα πάρεις το ηρεμιστικό πριν ξεκινήσουμε; Το πήρες;
ΠΑ: Το πήρα αλλά δεν μ’ έπιασε.
ΑΓ: Να το ξαναπάρεις. Εδώ οι κολλητοί μου τα κατεβάζουν σα στραγάλια, εσύ τι φοβάσαι ;
ΠΑ: Θέλω να σε βλέπω. Θέλω να σ’ ακούω. Φοβάμαι πως έστω και μια στιγμή χαλάρωσης θα μου στερήσει κάτι από το θαύμα που είναι ο γιος μου που στέκεται δίπλα μου και με κάνει να νοιώθω σπουδαίος. Πως άμα κλείσω τα μάτια μου, θα σε χάσω, κι άμα σε χάσω θα χάσω την ψυχή μου. Μιλάει αυτός που δεν νοιάστηκε ποτέ για ψυχές και παραμύθια και τώρα παρακαλάει, παρακαλάει και τρέμει μπροστά στο άγνωστο και ανακαλεί στη μνήμη του άλλους πατεράδες και μάνες που θα ήθελε να είναι εδώ για να του δώσουν κουράγιο…(μικρή παύση)... Ξέρω, ακούγομαι μικρός και γελοίος, αλλά αυτή τη στιγμή δεν ντρέπομαι να το δείξω και να το πω. Σ΄ αγαπώ, γιε μου.
ΑΓ: Κι εγώ, μπαμπά.
(Ανοίγει η πόρτα του χειρουργείου που βρίσκεται απέναντι τους και εμφανίζεται μια χαμογελαστή νοσηλεύτρια.)
Νοσοκόμος: Ποιος είναι ο τυχερός σήμερα;
(Το αγόρι σηκώνεται, και χωρίς να κοιτάξει πίσω, δρασκελίζει με σταθερό βήμα την πόρτα και μπαίνει μέσα.)