Η απόπειρα να αναβιώσει μια αντιπαράθεση ανάμεσα στους εκσυγχρονιστές και τους αντιεκσυγχρονιστές με τον θάνατο του Κ. Σημίτη, λειτουργεί μάλλον σαν περισπασμός από τις συνταρακτικές εξελίξεις με τις οποίες ξεκίνησε το 2025. Κι αυτό γιατί, όπως τόνισε και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς στον επικήδειο που εκφώνησε στην Μητρόπολη Αθηνών, με την εκδημία του αποχαιρετούμε μια εποχή που ούτως ή άλλως μας έχει αφήσει προ πολλού.
Η αποτίμηση του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος σχεδόν τρεις δεκαετίες αφότου αναρριχήθηκε στην εξουσία, και δύο αφότου την εγκατέλειψε, είναι μια ενδιαφέρουσα άσκηση. Ιστορική, όμως. Αφορά περισσότερο την συζήτηση για τα 50 χρόνια από την μεταπολίτευση, παρά τα όσα διακυβεύονται ιδεολογικά στο σήμερα.
Τι έχει απομείνει όρθιο από τις βεβαιότητες τις οποίες πρόβαλε το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ; Πόσο χιμαιρικές φαίνονται τώρα και με την απόσταση που μεσολαβεί, καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ μιλάει για βίαιη προσάρτηση της Γροιλανδίας και του Παναμά, όταν η Ρωσία μετράει τον 3 χρόνο εισβολής της στην Ουκρανία, και η Τουρκία ζει το δικό της αυτοκρατορικό όνειρο στην Δαμασκό και το Χαλέπι, και την ίδια στιγμή, η Ευρώπη κλυδωνίζεται μέσα στην κρίση του πολυπολιτισμού της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης, της αποβιομηχάνισης και της αποστρατιωτικοποίησης;
Η αστοχία του εκσυγχρονισμού υπήρξε συστημική. Γιατί η παγκοσμιοποίηση δεν οδήγησε στην σταδιακή αποδρομή του εθνικού ανήκειν και το εμπόριο δεν υποκατέστησε τον πόλεμο· διότι η Ευρώπη αποδείχθηκε αδύναμος πόλος στο νέο παγκόσμιο σύστημα, και όχι το πρότυπο υπερεθνικό κράτος της νέας εποχής, ενώ ούτε Τουρκία εξημερώθηκε για να εξασφαλίσει μια θέση σε αυτήν· όσο για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, δίχως την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης, την μεταρρύθμιση του κομματικά εργαλειοποιημένου κράτους, και την καταπολέμηση της συστημικής διαφθοράς οδήγησε στην χρεοκοπία.
Έτσι, ο εκσυγχρονισμός αποδείχθηκε αυτοαναιρούμενος. Ενώ κήρυττε την σημασία της ορθολογικής διακυβέρνησης εν τέλει δεν υπήρξε λιγότερο ζηλωτιστικός από όσους κατήγγειλε: αντί να αναμετρηθεί με το θεσμικό και οικονομικό ”βαλκανιζατέρ”, το άφησε να διογκωθεί με τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, για να βυθιστεί σε μια αντιπαράθεση με την εθνική ταυτότητα και την παράδοση, καθώς πίστευε ότι προϋπόθεση της ανάπτυξης μιας ευρωπαϊκής συνείδησης ήταν η αποποίηση της ελληνικής.
Ανήγαγε έτσι τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις σε ζήτημα ταυτοτικό, και εν τέλει έβαλε την κοινωνία απέναντι λέγοντάς της ότι το πρόβλημα είναι ο συλλογικός της πολιτιστικός εαυτός. Κάθε εκσυγχρονιστικό εγχείρημα, όμως, προϋποθέτει και μια γενική κοινωνική κινητοποίηση ώστε να καταστεί αυθεντικό. Και εδώ, πλην των στενών κύκλων διανοουμένων οι οποίοι πίστεψαν σε αυτόν, με τον μεσσιανισμό του ”τέλους της ιστορίας” και την τυφλή πίστη στην αιώνια λιακάδα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, οι συναινέσεις επί της ουσίας εξαγοραζόταν. Με τα στραβά μάτια στην διασπάθιση του δημόσιου χρήματος που έφτανε ίσαμε την βάση της κοινωνίας, με υποχωρήσεις σαν κι αυτή του ασφαλιστικού, ή με διαβεβαιώσεις για το ακλόνητο της αμεριμνησίας που χαρακτηρίζει την νέα εποχή. Γι’ αυτό, και η ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα δεν άργησε να έλθει.
Την ίδια στιγμή, στην Ανατολική Ευρώπη που οι Έλληνες τότε κορόιδευαν, χώρες όπως η Πολωνία ή η Τσεχία χάραξαν έναν άλλον δρόμο προς την ΕΕ: Όπου η ευρωπαϊκή συνείδηση δεν αντιστρατευόταν την εθνική ιδιοπροσωπία, η οικονομική ανάπτυξη δεν οδηγούσε στην αμεριμνησία και την υποτίμηση της γεωπολιτικής απειλής, και ο εκσυγχρονισμός σήμανε την ανασυγκρότηση, όχι την εγκατάλειψη της παραγωγής και το περαιτέρω βύθισμα στον παρασιτισμό.
Φυσικά η μεταρρύθμιση του κράτους ή η άρση της παρασιτικής συνθήκης στην οικονομία, παραμένουν ακόμα ζητούμενα. Συνδέονται μάλιστα σήμερα με τις ίδιες τις υπαρξιακές προκλήσεις της χώρας. Κι αυτό, όχι μόνον διότι παραμένουν ζητούμενα επί δεκαετίες κι έχουν κακοφορμίσει. Αλλά γιατί αφορούν στην ανθεκτικότητα της χώρας, και στον αγώνα που πρέπει να δώσει ο Ελληνισμός σήμερα για να μην εξαϋλωθεί στην γεωπολιτική περιδίνηση, καθώς η Δύση υποχωρεί, και εξελίσσονται μπροστά στα μάτια μας τα επεκτατικά σενάρια των Ευρασιατικών πόλων –της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης.
Υπάρχει επομένως ανάγκη για έναν νέο εκσυγχρονισμό; Φυσικά. Ωστόσο σε ό,τι αφορά και την Ελλάδα και την Ευρώπη, τα ζητήματα στα οποία καλείται να αντιμετωπίσει –από το πολυπολιτισμικό αδιέξοδο και την ανεξέλεγκτη μετανάστευση, μέχρι τον επαναπατρισμό των εφοδιαστικών αλυσίδων, την αντιμετώπιση του ρωσικού ή του τουρκικού επεκτατισμού, την ευρωπαϊκή και την εθνική κυριαρχία κ.ο.κ.– ο εκσυγχρονισμός της περιόδου 1996-2004 είχε δώσει εντελώς λάθος απαντήσεις.
Είναι παράδοξο, και θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για την ειρωνεία της ιστορίας: η ιδεολογία που με τόση θέρμη προσπάθησε να μεταβάλει το ”αύριο” με το ”χθες” σε στοιχείο σύγκρουσης και πολιτικού διχασμού της κοινωνίας, να φαντάζει η ίδια τόσο αναχρονιστική σήμερα…