Αίνιγμα με βυζαντινή εκκλησία στο Ισραήλ: Τάφοι γυναικών κληρικών και ίχνη μιας φονικής πανδημίας

Μια εκκλησία 1.600 ετών με σπάνιες ταφές γυναικών κληρικών, αλλά και μαζικούς τάφους που υποδεικνύουν πανδημία.
Open Image Modal
Φωτογραφία αρχείου
Nico De Pasquale Photography via Getty Images

Μία εντυπωσιακή βυζαντινή βασιλική, η οποία χτίστηκε κατά τον 4ο ή 5ο αιώνα μ.Χ, ανακαλύφθηκε στην πόλη Ασντόντ, στο νότιο Ισραήλ – και πρόκειται για μια ιδιαίτερα ασυνήθιστη εκκλησία καθώς, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει πολλούς τάφους και επιγραφές που σχετίζονται με γυναίκες κληρικούς.

Η συγκεκριμένη εκκλησία θεωρείται μια από τις αρχαιότερες και μεγαλύτερες χριστιανικές βασιλικές που έχουν βρεθεί στο Ισραήλ- και οι τάφοι γυναικών αποτελούν μία από τις ιδιαιτερότητές της, δεδομένου ότι οι γυναίκες κληρικοί επισκιάζονταν πάντα από τους άνδρες ομολόγους τους.

Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα της Haaretz, όταν οι αρχαιολόγοι ερεύνησαν τους τάφους κάτω από τα πατώματα της εκκλησίας, βρέθηκαν μπροστά σε ένα ακόμη σκοτεινότερο αίνιγμα: Όπως φαίνεται, οι περισσότεροι από αυτούς τους τάφους χρησιμοποιήθηκαν αργότερα εκ νέου, καθώς, αντί να βρεθούν οι σκελετοί των ανθρώπων που αναφέρονται στις επιγραφές, οι ερευνητές βρήκαν όγκους οστών που ανήκαν σε άτομα τα οποία φαίνεται πως πετάχτηκαν μέσα και καλύφθηκαν με ασβέστη κατά τον 6ο αιώνα.

Οι τάφοι αυτοί είναι χαρακτηριστικοί των μεγάλων επιδημιών- τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και στη σύγχρονη εποχή (Covid-19). Αν και τα οστά από τη βασιλική μελετώνται ακόμα, ειδικοί θεωρούν ότι έχουν βρεθεί σπάνια στοιχεία/ ίχνη από μια πανδημία που σάρωσε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την Ευρασία γενικότερα κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ.

«Πέρα από τον ασυνήθιστο αριθμό επιτύμβιων επιγραφών και της επιφανούς θέσης των γυναικών, διαπιστώσαμε ότι αυτή η εκκλησία είναι σαν ένα μεγάλο νεκροταφείο- όπου αγγίζαμε βρίσκαμε αυτούς τους περίεργους σωρούς σκελετών» είπε ο καθηγητής Αλεξάντερ Φαντάλκιν, αρχαιολόγος του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ που ηγείται της ανασκαφής.

 

 

Τμήματα της βασιλικής ανακαλύφθηκαν το 2017 και έκτοτε έχει ανασκαφεί πλήρως. Ο χώρος κάποτε υπαγόταν στο Ασντόντ Γιαμ, που ανάγεται στην Εποχή του Σιδήρου, πριν από 2.500 χρόνια, και ήταν το κύριο λιμάνι της πόλης Ασντόντ των Φιλισταίων, σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων βαθύτερα. Και οι δύο αυτοί οικισμοί εντάσσονται σήμερα στη σύγχρονη ισραηλινή πόλη με το ίδιο όνομα.

Η αρχαία Ασντόντ κατακτήθηκε από τους Ασσύριους στο τέλος του 8ου αιώνα πΧ και αργότερα παράκμασε- μέχρι που την ύστερη ελληνιστική περίοδο και στη συνέχεια τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή, που το Ασντόντ Γιαμ απέκτησε σημαντικό ρόλο. Γνωστό ως Άζωτος Παράλιος κατά την εποχή, εμφανίζεται ως μεγάλη πόλη, με μεγάλα δημόσια κτίρια σε έναν αρχαίο χάρτη της περιοχής που βρέθηκε σε βυζαντινή εκκλησία στην Ιορδανία.

Ο Φαντάλκιν και η ομάδα του έκαναν ανασκαφές στην ακρόπολη της Ασντόντ Γιαμ το 2017, όταν η ισραηλινή αρχαιολογική υπηρεσία τους ζήτησε να κάνουν έρευνες σε έναν χώρο δίπλα σε μια σύγχρονη βίλα, όπου μωσαϊκά εμφανίζονταν στην επιφάνεια. Στην αρχή νόμισαν ότι ήταν μια μικρή εκκλησία, αλλά, καθώς συνέχιζαν, διαπίστωναν πως...μεγάλωνε.

Εν τέλει οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μια μεγάλη βασιλική, με πολλά δωμάτια και παρεκκλήσια. Μεγάλο μέρος της καλύπτεται από τη βίλα, που χτίστηκε πριν μερικές δεκαετίες, ωστόσο αυτά που άντεξαν στον χρόνο εντυπωσιάζουν: Τα πατώματα ήταν καλυμμένα με μωσαϊκά με σταυρούς, πολύπλοκα γεωμετρικά σχήματα, απεικονίσεις ζώων και επιγραφές αφιερωμένες σε άνδρες και γυναίκες, σε περίπου ίσες αναλογίες. Το αρχαιότερο κείμενο ήταν μια επιγραφή σε μια αίθουσα «στη μνήμη του ιερέα Γαϊανού και της διακόνου Σεβήρας» και χρονολογείται στο 416 π.Χ. Σημειώνεται πως άλλο ένα από τα ασυνήθιστα χαρακτηριστικά της εκκλησίας ήταν πως οι επιγραφές της φέρουν αριθμούς χρονολογιών που δεν συνάδουν με τα ημερολόγια που χρησιμοποιούνταν κατά κανόνα σε εκείνη την περιοχή. Ενδεικτικά, η επιγραφή εκείνη έχει χρονολογία 169, την εποχή του επισκόπου Ηρακλείου- και προκύπτει το ερώτημα τι «169» είναι αυτό- δηλαδή με τι ημερολόγιο γίνεται αυτή η χρονολόγηση. Ο Ηράκλειος είναι γνωστό πως ήταν επίσκοπος της Αζώτου στον 5ο αιώνα, ενώ στο Ισραήλ δεν υπάρχουν βυζαντινές βασιλικές του 2ου αιώνα. Σύμφωνα με τη Λέα ντι Σενί, ειδικό σε θέματα ελληνικών επιγραφών στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, οι επιγραφές ακολουθούν ένα σπάνιο σύστημα χρονολόγησης που βασίζεται στη χιλιετία της Ρώμης, και είχε εορταστεί το 247 μΧ για τα 1.000 χρόνια από την παραδοσιακή χρονολογία ίδρυσης της πόλης, το 753 πΧ.

Αυτός ο τρόπος χρονολόγησης παραπέμπει στους Γεωργιανούς Χριστιανούς, ωστόσο δεν υπάρχει κάτι που να συνδέει τη βασιλική με τη Γεωργιανή Εκκλησία. Οπότε θεωρείται πως ενδεχομένως αυτός ο τρόπος χρονολόγησης να αναπτύχθηκε στο Ασντόντ Γιαμ και να υιοθετήθηκε μετά από τους Γεωργιανούς Χριστιανούς, που είχαν μοναστήρι κοντά.

Η βασιλική έχει και άλλα αινίγματα: Δεν είναι γνωστό πού ήταν αφιερωμένη η εκκλησία. Στην κεντρική αψίδα βρισκόταν ο κύριος βωμός και ένας τάφος, πιθανώς από την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο, από πριν την ανέγερση της βασιλικής. Όταν ανοίχτηκε ο τάφος, βρέθηκε ένας σκελετός, που είχε θαφτεί χωρίς συνοδευτικά αντικείμενα, κάτι που υποδεικνύει τις ταφές των πρώτων χριστιανών αγίων, σύμφωνα με τη Χίλα Μέι, επιστήμονα του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ που μελετά τα ανθρώπινα απομεινάρια από τον χώρο. Ο τάφος αυτός ήταν ο μόνος που δεν χρησιμοποιήθηκε ξανά ως ομαδικός τάφος, τονίζει η Μέιλ. Ωστόσο δεν έχουν σωθεί επιγραφές ή μωσαϊκά, ενώ η εκκλησία δεν αναφέρεται σε γνωστά αρχαία κείμενα.

Αν και η Μέι δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα την ανάλυση, υποψιάζεται πως ο σκελετός ίσως να ανήκει σε μια γυναίκα- και αυτό οδηγεί σε μια ενδιαφέρουσα θεωρία.

Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, ο ευαγγελιστής Φίλιππος μεταφέρθηκε στην πόλη από το Άγιο Πνεύμα, όπου και έκανε κήρυγμα. Είχε τέσσερις ανύπαντρες κόρες οι οποίες ήταν επίσης προφήτισσες και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, μπορεί να δημιουργήθηκε μια παράδοση πως μία από τις κόρες του ετάφη εκεί, και ένας αρχαίος τάφος της περιοχής μπορεί να θεωρήθηκε τάφος της, οδηγώντας στην κατασκευή της βασιλικής, στην οποία δημιουργήθηκε παράδοση γυναικών κληρικών. Σε κάθε περίπτωση, όποιο και να είναι το άτομο που θάφτηκε εκεί, πρέπει να είχε θεωρηθεί ιδιαίτερα σημαντικό/ άγιο ώστε να δικαιολογείται η ανέγερση ενός τέτοιου κτίσματος.

Όπως και να έχει, ο αριθμός των γυναικών κληρικών που αναφέρονται σε ταφές και επιγραφές στην εκκλησία είναι μοναδικός – ενώ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και πολλές άλλες ταφές στην «Εκκλησία των γυναικών διακόνων», όπως την αποκαλούν κάποιοι ερευνητές. Μεταξύ των νεκρών είναι μια γυναίκα με ένα χρυσό σκουλαρίκι και ένας άνδρας με καρφωμένη λόγχη στο σαγόνι, καθώς και πολλά παιδιά διαφόρων ηλικιών. Οι τάφοι αυτοί άνοιξαν αργότερα και τοποθετήθηκαν άλλες έξι σοροί, που μετά σκεπάστηκαν με ασβέστη- και το φαινόμενο αυτό φαίνεται να επαναλαμβάνεται συχνά στην εκκλησία, με τάφους φαινομενικά σημαινόντων προσώπων που περιλαμβάνουν και άλλα άτομα. Επίσης, υπάρχουν πολλά στοιχεία πως οι εργασίες αυτές έγιναν βιαστικά, υποδεικνύοντας πως ενδεχομένως να σχετίζονται με την Ιουστινιάνεια Πανώλη. Η επιδημία αυτή θεωρείται πως σκότωσε εκατομμύρια ανθρώπους και έπληξε πολύ σοβαρά την Ανατολική Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία, αν και τα τελευταία χρόνια κάποιοι ερευνητές εκφράζουν αμφιβολίες για το κατά πόσον ήταν στα αλήθεια τόσο φονική όσο πιστευόταν μέχρι τώρα.

Μετά από δύο αιώνες ύπαρξης, η εκκλησία καταστράφηκε από μια μεγάλη πυρκαγιά κατά το 600,σύμφωνα με τον Φαντάλκιν. Η φωτιά μπορεί να συνδέεται με μια φυσική καταστροφή, όπως ένας σεισμός, ή με την περσική εισβολή στην περιοχή στο πλαίσιο του πολέμου μεταξύ Βυζαντινών και Σασσανιδών το 602-628. Πάντως ήταν η κατάρρευση της οροφής της εκκλησίας που «ασφάλισε» τα πατώματα, διασφαλίζοντας τη διατήρηση αυτών και των αινιγματικών τάφων που ήταν κάτω από αυτά.