Ακυβέρνητες πολιτείες

Ο δυτικός κόσμος, παρουσιάζει σημάδια ιστορικής κόπωσης και παρακμής.
|
Open Image Modal
Shinya Kumamaru / EyeEm via Getty Images

Η επικεφαλίδα του κειμένου είναι δανεισμένη από τον τίτλο της μυθιστορηματικής τριλογίας του Έλληνα λογοτέχνη Στρατή Τσίρκα, η οποία διαδραματίζεται κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο περιγράφοντας τόσο τα δεινά του, όσο και τις ανησυχίες για την μεταπολεμική εποχή. Ευτυχώς εκείνη η περίοδος δεν συνιστά μια ιστορική αντιστοιχία της παρούσας, αν και βιώνουμε έναν σημαντικό περιφερειακό πόλεμο στην Ευρώπη, συγκαιρινά όμως συντελείται η μετάβαση του διεθνούς συστήματος προς την μεταδυτικοκεντρική εκδοχή του, προκαλώντας ανάλογους προβληματισμούς και ανησυχίες.

Σχηματικά, φαίνεται ότι ο ιστορικός κύκλος κυριαρχίας των ευρωπαϊκών κρατών που άνοιξε τον 17ο αιώνα, μετασχηματίστηκε και απέκτησε πιο ιεραρχική δομή μέσω του ηγετικού ρόλου των Ηνωμένων Πολιτειών -ήδη από τον Πρώτο και κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- κι έφτασε στο απόγειό της μεταψυχροπολεμικά, σταδιακά ολοκληρώνεται. Οι σύγχρονες δυτικές πολιτείες -κράτη-  προφανώς δεν είναι ακυβέρνητες με την διοικητική έννοια του όρου, πολιτικά και λειτουργικά όμως ομοιάζουν αρκετά με τέτοιες. Ο ευρωπαϊκός χώρος συναπαρτίζεται με μερικά από τα παλαιότερα και θεσμικά πληρέστερα κράτη, απόρροια μιας μακροχρόνιας διαδικασίας συγκρότησής τους η οποία βαθμιαία υιοθετήθηκε κι από μη δυτικές κοινωνίες.

Ο δυτικός κόσμος, ως πρωτίστως πολιτική και δευτερευόντως γεωγραφική αποτύπωση της συμμαχίας που συγκρότησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο βάσει ενός δυτικοκεντρικού κόσμου, παρουσιάζει σημάδια ιστορικής κόπωσης και παρακμής. Το πρόβλημα, αν και προσδιορίζεται ως έλλειψη των κατάλληλων ηγεσιών στα δυτικά κράτη συνίσταται κυρίως στον έσχατο ανθρωπολογικό και συλλογικό προσανατολισμό που υιοθετείται και λιγότερο στην αδυναμία επαρκούς ηγεσίας και επιτελικής στελέχωσης.

Στις τέσσερις προηγούμενες απόπειρες (κείμενο 1, 2, 3, 4) να θέσουμε τις βασικές παραμέτρους για μία σειρά ζητημάτων που θα επηρεάσουν τη διεθνή πολιτική βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, οι κύριες τάσεις μάλλον έχουν αποτυπωθεί ευκρινώς. Είναι γεγονός πως την τελευταία τριετία μια σειρά αλλεπάλληλων και σχετιζόμενων κρίσεων διαταράσσουν την μεταψυχροπολεμική τάξη. To 2020 στιγματίστηκε από την εξάπλωση του Covid-19, στο λυκαυγές του 2021 Αμερικανοί πολίτες εισέβαλαν στο Καπιτώλιο, κορυφώθηκε η εξάπλωση της πανδημίας και έγιναν αντιληπτές οι οικονομικές της συνέπειες, ενώ το 2022 πραγματοποιήθηκε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που εξελίχθηκε σε πόλεμο φθοράς ο οποίος συνεχίζεται έως σήμερα.

Αναμφίβολα, πρόκειται για τρεις δύσκολες διαδοχικά χρονιές ενδεικτικές των αλλαγών που συντελούνται και των απαιτητικών συνθηκών που δημιουργούνται στο διεθνές σύστημα. Όλες οι προαναφερθείσες κρίσεις έχουν οικονομικές παραμέτρους και επιπτώσεις που κάνουν τη διαχείρισή τους δυσκολότερη. Υπό αυτές τις συνθήκες, το αξιακό και κανονιστικό πλαίσιο βάση του οποίου η Δύση συγκρότησε τη διεθνή τάξη μεταπολεμικά και προσπάθησε να το καταστήσει κοινά αποδεκτό μεταψυχροπολεμικά αμφισβητείται, απόρροια τόσο ενδογενών  -ως προς τον δυτικό κόσμο- όσο και εξωγενών -αναδυόμενες δυνάμεις στο διεθνές σύστημα- παραγόντων. 

Επομένως, στην παρούσα συγκυρία η Δύση έχει να διαχειριστεί ζητήματα συνοχής, προσανατολισμού και επιδιώξεων υπό συνθήκες μεταδυτικοκεντρικής μετάβασης του διεθνούς συστήματος. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αν και προβάλλεται -κι ως έναν βαθμό είναι- σαν η ομοθυμαδόν αντίδραση του δυτικού κόσμου εναντίον του ρωσικού αναθεωρητισμού, σταδιακά εξελίσσεται σε επαναβεβαίωση της ατλαντικής πρωτοκαθεδρίας και των αγγλοσαξονικών επιλογών όσον αφορά τα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας στον ευρωπαϊκό χώρο.

Οι στρατηγικές προκλήσεις που έχουν να διαχειριστούν οι Ηνωμένες Πολιτείες πλανητικά φαίνεται πως θα περιορίσουν τις όποιες επιδιώξεις για πιο ισόρροπες ευρωατλαντικές σχέσεις, πόσω μάλλον για στρατηγική χειραφέτηση του ευρωπαϊκού χώρου. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική επιδιώκει  τη διατήρηση της ηγεμονίας της και επιζητά έναν πιο ισόρροπο καταμερισμό έργου με τους εταίρους της καταβάλλοντας το μικρότερο δυνατό κόστος και διατηρώντας το προνόμιο να προσδιορίζει κατά προτεραιότητα τα συμφέροντα και τις δράσεις της δυτικής συμμαχίας.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η συμφωνία AUKUS και αμερικανικές απαιτήσεις σχετικά με τα πεδία και το εύρος των σχέσεων των συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτείων με την Κίνα, μάλλον συνάδουν με την παραπάνω θέση. Επομένως και υπό αυτό το πρίσμα η στρατηγική συμπόρευση του δυτικού κόσμου και των συμμάχων του θα κριθεί από τη δυνατότητα επιτυχούς διαχείρισης των στρατηγικών αποκλίσεων, την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτείων να παρέχουν επαρκή οφέλη ως ηγεμόνας της Δύσης και το εύρος των απειλών που θα έχουν να διαχειριστούν τα κράτη που θα επιδιώκουν έναν πιο ανεξάρτητο ρόλο. 

Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο στρατηγικό και συνυφασμένο με αμιγώς υλικούς όρους, δηλαδή πόση ισχύ δύναται να αντιτάξει η Δύση ώστε να παραμείνει ο βασικός -όχι πλέον ο μόνος- διαμορφωτής της διεθνούς τάξης, αλλά γιατί να το πράξει στο βαθμό που η ιδεολογία που τείνει να κυριαρχήσει σε όλο και περισσότερα δυτικά κράτη αποστρέφεται αναφανδόν τα ουσιαστικότερα χαρακτηριστικά του δυτικού πολιτισμού.

Η αντιδυτική ρητορική ξεκίνησε στην Ευρώπη, άνθισε όμως στα αμερικανικά πανεπιστήμια, επιστρέφοντας στον ευρωπαϊκό χώρο ως υστερία. Η εν λόγω λοιμική εξαπλώνεται στις δυτικές κοινωνίες αυτοϋπονομεύοντάς τες και θέτοντας ζητήματα συλλογικού προσανατολισμού και επιδιώξεων. Αλήθεια πόσο συνάδει το DisruptTexts  -ως το ιστορικό ανάλογο του Index Librorum Prohibitorum-  με την ακαδημαϊκή ελευθερία και δεοντολογία όπως τη γνωρίζουμε στο δυτικό κόσμο; Ήδη οι εν λόγω πρακτικές προξενούν ασφυξία στα πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτείων και πολλοί ακαδημαϊκοί, που μέχρι πρότινος ήταν θετικά διακείμενοι με το εν λόγω κίνημα κάθαρσης της παιδείας από τα ανομήματα(sic) του δυτικού πολιτισμού, αντιδρούν.

Ακολούθως και συναφώς ας αναλογιστούν οι καθ΄εξιν ιεροεξεταστές της πολιτικής ορθότητας και οι θιασώτες του cancel culture πόσο απέχουν αυτές οι προσεγγίσεις από το κάψιμο των βιβλίων που οργάνωνε το ναζιστικό καθεστώς. Οι συγκεκριμένες ιδεολογίες προέκυψαν υπό συνθήκες πρωτόγνωρης ασφάλειας και ευημερίας που βίωσαν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καταστάσεις που επέτρεπαν την ακραία αυτοκριτική διάθεση στα όρια του μαζοχισμού. Τώρα που η ασφάλεια και η ευημερία στη Δύση εν γένει και στην Ευρώπη εν προκειμένω φθίνουν, θα ανατροφοδοτηθεί επί του θέματος τόσο η πρακτική όσο και η θεωρία.

Επομένως η προσπάθεια της Δύσης να διατηρήσει τον σημαίνοντα ρόλο στο διεθνές σύστημα σχετίζεται αιτιωδώς και με την κυριαρχία ή μη της  αντιδυτικής κουλτούρας στο εσωτερικό της. Αν συνεχιστούν οι τάσεις αυτοϋπονόμευσης όχι μόνο θα δυσκολέψει το εγχείρημα, αλλά μάλλον θα καταστεί αδύνατο. Ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι οι αναδυόμενες δυνάμεις δεν έχουν καμία διάθεση αυτοκριτικής και αναστοχασμού, ενώ μέχρι τώρα υιοθετούν στην εξωτερική τους πολιτική  επιλογές σύμφωνα με τις επιταγές του εθνικού τους συμφέροντος. Είναι χαρακτηριστικό το πώς λειτούργησαν όλα σχεδόν τα μη δυτικά κράτη στις ψηφοφορίες στο πλαίσιο του ΟΗΕ και πώς αντέδρασαν στην προσπάθεια των δυτικών να επιβάλουν κυρώσεις έναντι της  Ρωσίας, λόγω της εισβολής της στην Ουκρανία.

Αναμφίβολα οι εν λόγω μετανεωτερικές αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας, αλλαγής εν πολλοίς του πολιτιστικού παραδείγματος και του προσανατολισμού της Δύσης, επηρεάζει το -ούτως ή άλλως- δύσκολο εγχείρημα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Εσχάτως, η ΕΕ ταλανίζεται από ζητήματα διαφάνειας και δημοκρατικού ελέγχου των θεσμικών της οργάνων. Τα ευρωπαϊκά όργανα, κυρίως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Επιτροπή οφείλουν να λειτουργούν σύμφωνα με τις καταστατικές τους αρμοδιότητες, το μεν πρώτο εκπροσωπώντας τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, η δε δεύτερη προασπίζοντας τα συμφέροντα της Ένωσης, κατανοώντας παράλληλα ότι υπό συνθήκες μη πολιτικής ολοκλήρωσης αυτά και πάλι εξαρτώνται οντολογικά με, και οι δράσεις της αφορούν, τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Οι εξεταζόμενες περιπτώσεις διαφθοράς για μέλη του ευρωκοινοβουλίου επιβεβαιώνουν ότι η έλλειψη διαδικασιών πολιτικού ελέγχου δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για ιδιωτεία. Η ανάγκη αντιμετώπισης του δημοκρατικού ελλείμματος στην περίπτωση της Επιτροπής και η επαρκέστερη στελέχωση του Κοινοβουλίου θα αναζωογονήσουν την ασθμαίνουσα συσσωματική διαδικασία. Διαχρονικά, η διακυβερνητική λογική ολοκλήρωσης αποτελεί την αυτοσυνειδησία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, παρά τις κατά καιρούς (νέο)λειτουργικές ή φεντεραλιστικές εξάρσεις. Η πεποίθηση πως ένας κοινός αντιδυτικός προσανατολισμός συνδυαστικά με τις αποδομητικές επενέργειές του εντός των ευρωπαϊκών κοινωνιών θα βοηθήσουν την ενοποιητική διαδικασία, ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι ως λογική αλληλουχία εξελικτικών σταδίων θα πραγματοποιηθεί ενδεχομένως να οδηγήσει στην ολοκλήρωση, δίχως να είμαστε βέβαιοι για το πολιτικό πρόσημο που θα λάβει και εξαιρετικά αμφίβολοι αν θα είναι ευρωπαϊκή με την κυριολεκτική έννοια του όρου.

Στα καθ΄ημας κι όσον αφορά την ελληνική εξωτερική πολιτική ο τουρκικός αναθεωρητισμός εκ των πραγμάτων και εξακολουθητικά απορροφά τόσο υλικούς πόρους, όσο και φαιά ουσία. Σχετικά τον τρόπο αντιμετώπισής του στην Ελλάδα έχουν διαμορφωθεί δυο τάσεις.

Η πρώτη, που προκρίνεται από τις κυρίαρχες πολιτικές, οικονομικές και ακαδημαϊκές ελίτ και τις δημοσιογραφικές τους απολήξεις, προτείνει την επιλογή μερικής αποδοχής των αξιώσεων του τουρκικού ηγεμονισμού μέσω της μη άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων και ενός συσταλτικού προσδιορισμού των συμφερόντων της Ελλάδας -όχι του ελληνισμού εξαιρώντας την Κύπρο-  στο πλαίσιο μίας ευρύτερης ευρωτουρκικής συμφωνίας.

Ο έτερος πόλος, που ασπάζεται η πλειονότητα της κοινωνίας, οι μη κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, ένα  σημαντικό τμήμα της ακαδημαϊκής κοινότητας και μέρος των μέσων ενημέρωσης αντιτείνουν την ανάγκη ενίσχυσης της αποτρεπτικής στρατηγικής έναντι της Τουρκίας, θεωρώντας υποχρέωση και αναγκαιότητα αυτή να καλύπτει και την Κυπριακή Δημοκρατία. Μετά το 2016 όλα τα αφηγήματα, σχετικά με τις αιτίες του τουρκικού αναθεωρητισμού και τους παράγοντες που θα οδηγούσαν σε μία ευμενή εξέλιξη στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, διαψευσθήκαν. Το έσχατο αφήγημα, ερείδεται στην πεποίθηση ότι υπάρχει και μία άλλη, εν πολλοίς φαντασιακή, Τουρκία με την οποία μπορούμε να συγκροτήσουμε ένα πλαίσιο συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή.

Η ανάγνωση ή ερμηνεία του πολιτικού -προφανώς του μη ερντογανικού- προσωπικού  της γειτονικής χώρας ότι θα αποδεχθεί την Ελλάδα ως ισότιμο εταίρο της χρειάζεται τεκμηρίωση  -πάντως μία τέτοια διάθεση δεν προκύπτει από τις δηλώσεις- και κυρίως θα αποδειχθεί ή διαψευσθεί μετά τις επερχόμενες τουρκικές εκλογές, εφ’ όσον βέβαια επικρατήσει η αντιπολίτευση˙ είθε να επαληθευθεί.

Εν κατακλείδι, η Δύση βιώνει τις πολιτικές και οικονομικές συνέπειες των αλλαγών στον πλανητικό καταμερισμό ισχύος, αλλά κυρίως διέρχεται μίας ενδογενούς κρίσης η οποία τείνει να αποκτήσει υπαρξιακά χαρακτηριστικά. Στο βαθμό λοιπόν που εγχώρια το κυρίαρχο πολιτισμικό και ιστορικό αφήγημα θεωρεί το δυτικό πολιτισμό ως γνήσιο τέκνο και συνεχιστή του αρχαιοελληνικού κλέους -έχοντας μάλιστα αποδεχθεί την νεωτερική εκδοχή του ελληνισμού-, θα αναμέναμε από την χώρα μας έναν ενεργότερο ρόλο στην ομολογουμένως δύσκολη για τη Δύση συγκυρία.

Αντ’ αυτού ο ενδημικός -πνευματικός, πολιτικός, οικονομικός- μεταπρατισμός μας αποστερεί αυτή την ιστορική ευκαιρία και μας επιβάλλει μία παρακολουθηματική συμπόρευση. Ακόμη κι αν βρίσκεσαι λοιπόν στην σωστή πλευρά της ιστορίας, δέον και χρήσιμο θα είναι να έχεις να πεις «κάτι» που δεν θα είναι αναμάσημα ή προτεραιότητα άλλων. 

Ως άνθρωποι είναι βιοτικά αναγκαίο να αισιοδοξούμε για την επόμενη χρονιά και γενικότερα, άλλα να το πράττουμε λελογισμένα. Για να μετουσιωθεί η ανορθολογική  ελπίδα σε πιθανή προοπτική, ας ξεκινήσουμε από το ατομικό επίπεδο υιοθετώντας πρακτικές  που να συνάδουν με υπευθύνους/ες πολίτες, έτσι ώστε να περιοριστούν οι ανησυχητικά αυξητικές τάσεις πρωτογονισμού που συναντάμε όλο και συχνότερα στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα.  

Εύχομαι σε όλες και όλους ευτυχισμένο το νέο έτος!