Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Oruc Reis, συνοδευόμενο από στολίσκο πολεμικών πλοίων της Τουρκίας, βρίσκεται για πέμπτη μέρα σε διεθνή ύδατα εντός περιοχής που η Ελλάδα θεωρεί ως ελληνική υφαλοκρηπίδα, νοτίως του συμπλέγματος του Καστελόριζου. Η ελληνική απάντηση συνοψίζεται στο δίπολο της «επιχειρησιακής ετοιμότητας» και της «διπλωματικής οδού», με σαφή προτίμηση προς τη δεύτερη, παρά το γεγονός ότι η ανάγκη ενεργοποίησης της πρώτης έχει εδώ και μέρες καταστεί περισσότερο από αυτονόητη.
Αρχικά και μολονότι ήδη έχει γραφτεί πολλάκις, είναι σημαντικός ο προσδιορισμός των βασικών εννοιών, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Χωρικά ύδατα: Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (στο εξής: Σύμβαση), χωρικά ύδατα ή χωρική θάλασσα ή αιγιαλίτιδα ζώνη είναι μία θαλάσσια ζώνη η οποία μπορεί να εκτείνεται έως 12 ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσεως της ακτής ενός κράτους. Ο καθορισμός του εύρους των χωρικών υδάτων είναι δικαίωμα του κράτους που ασκείται μονομερώς.
Υφαλοκρηπίδα: Σύμφωνα με το άρθρο 76 της Σύμβασης, η υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου κράτους αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφός του που εκτείνεται πέραν της χωρικής του θάλασσας καθ′ όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου του εδάφους μέχρι του εξωτερικού ορίου του υφαλοπλαισίου ή σε μια απόσταση 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το πλάτος της χωρικής θάλασσας όπου το εξωτερικό όριο του υφαλοπλαισίου δεν εκτείνεται μέχρι αυτή την απόσταση.
Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ): Σύμφωνα με το άρθρο 55 της Σύμβασης, ως αποκλειστική οικονομική ζώνη ορίζεται η πέραν και παρακείμενη της χωρικής θάλασσας περιοχή, η υπαγόμενη στο ειδικό νομικό καθεστώς που καθιερώνεται στο παρόν μέρος, δυνάμει του οποίου τα δικαιώματα και οι δικαιοδοσίες του παράκτιου κράτους και τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των άλλων κρατών διέπονται από τις σχετικές διατάξεις της παρούσας σύμβασης.
Σημειώνεται ότι, στην περίπτωση της Ελλάδας, για την πλήρη άσκηση δικαιωμάτων επί υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ χρειάζεται συμφωνία οριοθέτησης με τα παρακείμενα ή αντικείμενα κράτη, καθώς οι αποστάσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο είναι μικρότερες των ορίων που προβλέπει το διεθνές δίκαιο προκειμένου μία χώρα να ασκήσει τα δικαιώματά επί της υφαλοκρηπίδας (εν προκειμένω και της ΑΟΖ), τα οποία ωστόσο ισχύουν αυτοδικαίως και εξαρχής (ipso facto et ab initio), σύμφωνα με τη νομική θεωρία. Δηλαδή υπάρχουν ως τέτοια εκ μόνης της ισχύος του δικαίου της θάλασσας και εκ των πραγμάτων, συνεπώς μπορεί να τα επικαλείται το παράκτιο κράτος, εφόσον αυτό έχει κυρώσει με νόμο τη σχετική διεθνή σύμβαση. Η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε αυτό το βήμα, σε αντίθεση με την Τουρκία, η οποία δεν έχει κυρώσει μέχρι σήμερα ούτε τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, αλλά ούτε και την προγενέστερη Διεθνή Συνθήκη για την Υφαλοκρηπίδα του 1958.
Περαιτέρω, η Ελλάδα έχει προχωρήσει από το 2011, με το νόμο 4001/2011 («Νόμος Μανιάτη»), σε προσδιορισμό των θαλάσσιων οικοπέδων επί των οποίων η ίδια θεωρεί ότι δύναται να ασκήσει κυριαρχικά δικαιώματα (λ.χ. δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων), φτάνοντας στα απώτατα νόμιμα όρια για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ για όλα τα νησιά, σε εφαρμογή των αρχών της πλήρους επήρειας και της μέσης γραμμής.
Επιπλέον, το 2014 η Ελλάδα προχώρησε σε νέα κίνηση χωροθέτησης «οικοπέδων», αυτή τη φορά νοτίως της Κρήτης, πέραν των χωρικών της υδάτων (πέραν και της δυνητικής επέκτασης αυτών στα 12 ν.μ.) και φτάνοντας περίπου στα 200 ν.μ., σύμφωνα με την αντίληψη της πλήρους επήρειας της Κρήτης σε μία μελλοντική οριοθέτηση με τη Λιβύη ή και με την Αίγυπτο. Σημειώνεται ότι η Τουρκία τότε δεν αντίδρασε στη συγκεκριμένη ελληνική κίνηση.
Φέτος, η Ελλάδα, ευρισκόμενη προ του παράνομου πλην τετελεσμένου στην πράξη μνημονίου Τουρκίας-Διοίκησης της Τρίπολης στη Λιβύη (σκόπιμο είναι να αποφεύγεται - όπως ορθά αποφεύγεται συχνά - από την ελληνική πλευρά η χρήση του όρου «κυβέρνηση», καθώς πρόκειται για διοίκηση που δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του νομίμως εκλεγμένου λιβυκού κοινοβουλίου, ενώπιον του οποίου ουδέποτε παρουσιάστηκε για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και να ορκιστεί) βρέθηκε ενώπιον ενός γεωστρατηγικού και πολιτικού διλήμματος. Να αποδεχθεί το παράνομο μνημόνιο Ερντογάν-Σαράτζ ή να επιχειρήσει να το αποκόψει με μία νόμιμη συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο, αποδεχόμενη όμως κατά τι μειωμένη επήρεια για την Κρήτη και «δίνοντας» επιπλέον την πολυπόθητη μερική οριοθέτηση στην Αίγυπτο, δηλαδή αφήνοντας εκτός συμφωνίας (προσωρινά) σημαντικό τμήμα ανατολικά της Κρήτης, συμπεριλαμβανομένου του συμπλέγματος Καστελόριζου και άλλων ελληνικών νησιών (Κως, Κάρπαθος, Κάσος). Επέλεξε το δεύτερο.
Πολιτικά και τακτικά η ελληνική κυβέρνηση έπραξε σωστά. Κινήθηκε γρήγορα και κατέληξε σε μία συμφωνία καθ’ όλα νόμιμη, εναρμονισμένη πλήρως με το πνεύμα και το γράμμα του διεθνούς δικαίου. Η Τουρκία, όμως, προχώρησε ευθύς αμέσως στο επόμενο βήμα. Στην απάντηση σε μία νόμιμη διπλωματική ενέργεια με μία κίνηση πολιτικο-στρατιωτικής κλιμάκωσης της κατάστασης στην Ανατολική Μεσόγειο. Έστειλε από τις 10 Αυγούστου το ερευνητικό σκάφος Oruc Reis με εντολή διεξαγωγής ερευνών εντός των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, συνοδεία στολίσκου πολεμικών πλοίων. Ταυτοχρόνως, κατά τις δύο πρώτες μέρες της κίνησης αυτής, έλαβε χώρα άσκηση με πολύ μεγάλο αριθμό τουρκικών πολεμικών πλοίων σε διεθνή ύδατα στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ρόδου και Καστελόριζου.
Η Ελλάδα αντέδρασε σε πρώτη φάση αναλόγως, στέλνοντας στην περιοχή πολεμικά πλοία, υποβρύχια και άλλες μονάδες των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι Ένοπλες Δυνάμεις και ιδιαιτέρως το Πολεμικό Ναυτικό έδειξαν από την πρώτη στιγμή, διαρκώς και με συνέπεια, ότι είναι έτοιμες για όλα, βρίσκονται σε πλήρη επιφυλακή, γνωρίζουν άριστα την αποστολή τους, έχουν «διαβάσει» τον αντίπαλο, παρακολουθούν κάθε κίνησή του και μπορούν να κινηθούν προς αποτροπή του, όταν αυτό απαιτηθεί.
Ιδιαιτέρως δε το περιστατικό το οποίο βγήκε στη δημοσιότητα σχετικά με την επακούμβηση ελληνικής και τουρκικής φρεγάτας μαρτυρά του λόγου το αληθές σχετικά με το ποιος προκαλεί ένταση στην περιοχή και ποιος λειτουργεί προς προστασία των νόμιμων κυριαρχικών δικαιωμάτων του. Η ελληνική ναυτοσύνη έδειξε και εκεί την ποιότητά της.
Παρ’ όλα αυτά, το τουρκικό πλοίο παραμένει μέχρι σήμερα εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Αυτό συμβαίνει διότι η πολιτική επιλογή της χώρας ήταν εξαρχής η πάση θυσία αποφυγή θερμού επεισοδίου. Αυτό εκ πρώτης όψεως είναι ορθό. Παρ’ όλα αυτά, η παραμονή του τουρκικού πλοίου και του στολίσκου που το συνοδεύει μέσα σε ύδατα που η Ελλάδα θεωρεί (σύμφωνα με το εθνικό και το διεθνές δίκαιο, όπως αναλύθηκε παραπάνω) ότι έχει κυριαρχικά δικαιώματα, λειτουργούν πλέον ξεκάθαρα προς το σκοπό της παγίωσης μίας συγκεκριμένης κατάστασης. Μίας κατάστασης αμφισβήτησης (άλλως «γκριζαρίσματος»), έντασης, πρόκλησης και στρατιωτικής συμπεριφοράς «καουμπόικου» χαρακτήρα από την πλευρά της Τουρκίας. Μία τέτοια συμπεριφορά δεν είναι επαρκές να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά διά της διπλωματικής οδού.
Οι τεχνικοί τρόποι παρεμπόδισης και αποτροπής ερευνών - χωρίς τη χρήση πολεμικών ενεργειών και χωρίς την με ελληνική υπαιτιότητα ενδεχόμενη πρόκληση «θερμού επεισοδίου» - υπάρχουν και είναι γνωστοί στις λεπτομέρειές τους από τους ειδικούς. Το ζήτημα λοιπόν εντοπιζόταν εξαρχής και εντοπίζεται στην πολιτική βούληση που για κάποιο λόγο δεν εμφανίστηκε, τουλάχιστον για την ώρα, στις πρώτες πέντε ημέρες αυτής της κρίσης.
Η Ελλάδα επέλεξε, αντί της ενεργοποίησης του διπόλου της δυναμικής – πλην λελογισμένης – αντιμετώπισης επί του πεδίου και της διπλωματικής κινητοποίησης προς εξεύρεση ευρωπαϊκής και διεθνούς υποστήριξης, να ρίξει το βάρος της στη δεύτερη, «παγώνοντας» τις δυνατότητες της πρώτης.
Καθώς όμως η διπλωματική διάσταση δικαιολογεί από μόνη της ιδιαίτερη ανάλυση, ο γράφων επιφυλάσσεται γι’ αυτό σε επόμενο άρθρο.