Σε αδιέξοδο βρίσκονται εκατομμύρια Ελληνες που δυσκολεύονται να καλύψουν το τεράστιο κόστος των ενοικίων ή των στεγαστικών δανείων τους, καθώς από το 2018 μέχρι σήμερα έχει περιοριστεί η πρόσβαση των ελληνικών νοικοκυριών σε προσιτή στέγαση.
Το τελευταίο καταδεικνύει έρευνα της Alpha Bank για την αγορά κατοικίας στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα οποία η πλειοψηφία των ερωτηθέντων θεωρεί ανέφικτη την αγορά (54%) κατοικίας, αλλά και την ενοικίαση (68%) στις σημερινές τιμές της αγοράς.
Το αίσθημα αδυναμίας απόκτησης στέγης συμβαδίζει με την οικονομική κατάσταση της πλειονότητας των Ελλήνων, καθώς πάνω από τους μισούς (54%) δηλώνουν ότι απλώς καταφέρνουν να καλύψουν τα βασικά έξοδα διαβίωσης, χωρίς να μπορούν να αποταμιεύσουν, ενώ το 11% απάντησε ότι δεν καταφέρνει ούτε να πληρώσει τα βασικά/ καθημερινά έξοδα.
Η έρευνα έδειξε, ότι το 52% όσων νοικιάζουν σπίτι δαπανούν περισσότερο από το 30% του εισοδήματός τους μόνο για την πληρωμή του ενοικίου, ενώ όσοι κατάφεραν να αγοράσουν σπίτι πληρώνουν το 42% του εισοδήματός τους για να πληρώσουν το δάνειο τους.
6 στους 10 προβλέπουν ακόμα υψηλότερα ενοίκια σε 5 χρόνια
Όσον αφορά στις προσδοκίες, 6 στους 10 Έλληνες πιστεύουν ότι οι τιμές των κατοικιών και τα ενοίκια θα συνεχίσουν να αυξάνονται τα επόμενα πέντε χρόνια.
Η επέκταση της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων, φαίνεται να διαδραματίζει καίριο ρόλο στη διαμόρφωση των προσδοκιών για τις τιμές των κατοικιών, ιδίως σε τουριστικές περιοχές.
Συγκεκριμένα, πάνω από το 50% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η ανάπτυξη της οικονομίας διαμοιρασμού είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες που
επηρεάζουν τις μελλοντικές τιμές των κατοικιών και τα ενοίκια, μαζί με τις κυβερνητικές/ φορολογικές πολιτικές, τα επιτόκια και την πρόσβαση στη χρηματοδότηση.
Η ιδιοκατοίκηση είναι αφενός ένα ευρέως διαδεδομένο φαινόμενο, αφετέρου η κύρια προτίμηση των Ελλήνων, με την πλειοψηφία των ερωτηθέντων να ιδιοκατοικούν και ένα ακόμη υψηλότερο ποσοστό να προτιμά την ιδιοκατοίκηση έναντι της ενοικίασης.
Να σημειωθεί ότι το ποσοστό όσων ιδιοκατοικούν αυξάνεται με την ηλικία, ενώ η μέση ηλικία όπου οι νέοι αποχωρούν από την οικογενειακή εστία είναι περίπου τα 35 έτη.
Στην ίδια σχεδόν ηλικία, δηλαδή στα 35 έτη, φαίνεται να ξεκινά και η αγορά σπιτιού μέσω στεγαστικού δανείου.
Παίρνουμε το θάρρος να νοικιάσουμε σπίτι...εφόσον διαθέτουμε σύντροφο / συγκάτοικο
Η προσωπική/οικογενειακή κατάσταση ενός ατόμου, φαίνεται να είναι επίσης σημαντικός παράγοντας για το καθεστώς κατοικίας για όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Συγκεκριμένα, βάσει της έρευνας, η πλειοψηφία όσων είναι αδέσμευτοι και ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 18-34 ετών φιλοξενούνται (37%), ενώ σχεδόν οι μισοί που βρίσκονται σε σχέση (44%) νοικιάζουν με τους συντρόφους τους. Ένα παρόμοιο μοτίβο παρατηρείται και στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες, με τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης να είναι πολύ υψηλότερα μεταξύ των δεσμευμένων, σε σύγκριση με τον πληθυσμό των αδέσμευτων.
Όπως προκύθπτει απο την έρευνα, υπάρχουν τρεις ομάδες που θα πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο των κυβερνητικών πολιτικών για τη στέγαση, και των τραπεζών που θα παρέχουν τα δάνεια: οι νέοι ηλικίας 18-34 ετών που είτε ζουν με σύντροφο, ή φιλοξενούνται από τους γονείς ή είναι παντρεμένοι που νοικιάζουν το σπίτι τους.
Το 12% αυτών, έχει σκοπό στα επόμενα δύο χρόνια να αγοράσει σπίτι, εκ των οποίων το 28% αυτών είναι νέοι που ζουν με τον/την σύντροφό τους ενώ το 21% είναι παντρεμένα ζευγάρια που νοικιάζουν την τρέχουσα κατοικία τους.
Η ζήτηση για αγορά κατοικίας επηρεάζεται σημαντικά από τον βαθμό
ικανοποίησης από την τρέχουσα κατοικία, ο οποίος φαίνεται να είναι σημαντικά υψηλότερος για όσους ιδιοκατοικούν, από ό,τι για τους ενοικιαστές.
Η περιορισμένη προσφορά κατοικιών εντός προϋπολογισμού αποτελεί το βασικό προβληματισμό μεταξύ των υποψήφιων αγοραστών, υπογραμμίζοντας τις αυξανόμενες προκλήσεις της προσιτής στέγασης.
Κίνητρα για τόνωση της προσφοράς
Μια σειρά κυβερνητικών πολιτικών έχουν υλοποιηθεί πρόσφατα για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης. Για να είναι αποτελεσματικές, ωστόσο, αυτές οι πολιτικές, είναι σημαντικό να δοθούν κίνητρα και να διευκολυνθεί η επιστροφή κενών κατοικιών στην αγορά.
Σε μια αγορά όπου η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά, απαιτούνται μέτρα για τον περιορισμό της ζήτησης, αλλά κυρίως για την τόνωση της προσφοράς.
Τέτοιες πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να είναι:
- (i) η περαιτέρω παραμετροποίηση του πλαισίου της Golden Visa,
- (ii) η ενίσχυση της κατασκευαστικής δραστηριότητας,
- (iii) η ενδελεχής επανεξέταση και καταγραφή των δηλώσεων αποποίησης κληρονομιάς λόγω χρεών κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης,
- (iv) η επανεκκίνηση της στεγαστικής πολιτικής με βιώσιμο τρόπο,
- (v) πιο δραστικά μέτρα για την αξιοποίηση κενών κτιρίων όπου είναι δυνατόν, και φυσικά
- (vi) περαιτέρωρυθμίσεις για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, έτσι ώστε ένας ικανός αριθμός ακινήτων να επιστρέψει στην αγορά μακροχρόνιας μίσθωσης.
Οι πρωτοβουλίες των τραπεζών
Οι προσπάθειες αυτές θα πρέπει να αποσκοπούν στην τόνωση της χρηματοδότησης για στέγαση και στη διευκόλυνση των υποψήφιων αγοραστών κατοικιών ώστε να αποκτήσουν πρώτη κατοικία, ιδίως των ευάλωτων νοικοκυριών και των νέων.
Σχετικές πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν:
- την ανάπτυξη εξειδικευμένων προϊόντων στεγαστικών δανείων με προνομιακούς όρους που να απευθύνονται σε νέους ή/και όσους σχεδιάζουν τη δημιουργία οικογένειας και
- τον σχεδιασμό συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα για την κατασκευή οικονομικά προσιτών ή κοινωνικών κατοικιών, με το κράτος να παρέχει γη ή/και κενά κτίρια και τις τράπεζες, να προσφέρουν χρηματοδότηση σε κατασκευαστές ακινήτων για την κατασκευή κατοικιών.
Με την ολοκλήρωσή τους, οι κατοικίες θα διατίθενται από το κράτος, για αγορά ή ενοικίαση σε τιμές χαμηλότερες της αγοράς, είτε ακόμη και δωρεάν, σε επιλέξιμες κοινωνικές ομάδες (π.χ. ευάλωτα νοικοκυριά, νέες γενιές, μονογονεϊκές
οικογένειες κ.λπ.), βάσει εισοδήματος ή άλλων συναφών κριτηρίων. Αυτά τα προγράμματα μπορούν να υποστηριχθούν με επιδοτήσεις από ευρωπαϊκά ταμεία - χωρίς φορολογική επιβάρυνση - στην προσπάθεια περαιτέρω ενίσχυσης των ιδίων κεφαλαίων των επενδυτικών σχεδίων.
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης, είναι το γεγονός ότι οι ανάγκες στέγασης είναι εξατομικευμένες και πολυδιάστατες. Κατά συνέπεια, τα τραπεζικά προϊόντα θα πρέπει να είναι εξειδικευμένα και προσαρμοσμένα στις ατομικές ανάγκες. Ως εκ τούτου, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να
ενεργούν ως χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι των νοικοκυριών.