Η ιστορία του Ελληνισμού σηματοδοτείται από μια σειρά στρατιωτικών γεγονότων που σημαίνουν τέλη περιόδων και αρχές άλλων. Από τους Περσικούς Πολέμους, που σήμαναν την ανατολή του Κλασσικού Ελληνισμού, και τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που έφεραν τον ελληνικό πολιτισμό στο απόγειο της δόξας του και εδραίωσαν την οικουμενικότητά του («Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς», όπως είχε γράψει κάποτε ο Κ.Π.Καβάφης). Ωστόσο, η ελληνική ιστορία δεν έχει μόνο κομβικές νίκες: Η μάχη της Λευκόπετρας σηματοδοτεί την τελική υποταγή της Ελλάδας στους Ρωμαίους (που είχε δρομολογηθεί ήδη από τους Μακεδονικούς Πολέμους και ειδικά τη μάχη της Πύδνας), ενώ την ακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού μέσω της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνοδεύουν η μάχη του Μαντζικέρτ και φυσικά η Άλωση της Πόλης: Το τραγικό γεγονός που χαράχτηκε στη μνήμη του Ελληνισμού, καθώς σήμανε το δραματικό τέλος μιας μακράς πορείας και την έναρξη τεσσάρων αιώνων Τουρκοκρατίας- που με τη σειρά τους έλαβαν τέλος με την Ελληνική Επανάσταση και τη γένεση του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Η Μεγάλη Ιδέα καθοδήγησε τη μοίρα του σύγχρονου Ελληνισμού από το 1821 μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, με τη «Μεγάλη Εξόρμηση» των Βαλκανικών Πολέμων και τη Συνθήκη των Σεβρών (την Ελλάδα των Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών), αλλά και το τραγικό τέλος του ονείρου στις στάχτες της Σμύρνης.
Με αφορμή τη φετινή επέτειο της 25ης Μαρτίου και το σχετικό αφιέρωμα του ΟΤΕ History που λαμβάνει χώρα την ίδια ημέρα, είναι πάντα ενδιαφέρον και επίκαιρο να ανατρέχει κανείς στο κομβικό γεγονός της Άλωσης – του συμβάντος η μνήμη του οποίου καθόρισε την πορεία του Ελληνισμού για 400 χρόνια μετά. Η επική μάχη και το δράμα που συνοδεύει την τελευταία μεγάλη αναμέτρηση του μεσαιωνικού Ελληνισμού ασκούσαν πάντα μια ιδιαίτερη γοητεία, σε μεγάλο βαθμό λόγω της ηρωικής, ρομαντικής εν πολλοίς, φυσιογνωμίας του τελευταίου αυτοκράτορα, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Είναι αξιοσημείωτο το ότι η φιγούρα του Παλαιολόγου, αλλά και αυτή του Μωάμεθ του Πορθητή, τείνουν από μόνες τους να επισκιάζουν τις στρατιές που πολέμησαν στην Άλωση. Ελάχιστοι θυμούνται τους σχετικούς αριθμούς, ενώ πολλά από τα ονόματα των αξιωματικών και πολεμιστών που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιορκία έχουν μείνει στην ιστορία μάλλον ξεθωριασμένα.
Οι πολιορκητές
Η ισχύς του οθωμανικού στρατού εκτιμάται ότι ανερχόταν τουλάχιστον στους 150.000 άνδρες, με 80.000-100.000 τακτικά στρατεύματα- μεταξύ των οποίων και 12.000 γενίτσαροι, καθώς και ισχυρό ιππικό και πυροβολικό, στο οποίο δέσποζε το θηριώδες πυροβόλο του Ούγγρου μηχανικού Ουρβανού, που χρειάστηκε έξι εβδομάδες για να φτάσει στον προορισμό του. Το κανόνι έσερναν εξήντα βόδια και σε κάθε πλευρά του βρίσκονταν 200 άνδρες για να στηρίζουν το κάρο που το μετέφερε. Το οθωμανικό πυροβολικό εκτιμάται πως είχε περίπου 70 κανόνια.
Η οργάνωση του οθωμανικού στρατού ήταν σε γενικές γραμμές άριστη, όπως και εξοπλισμός τους. Όσον αφορά στον στόλο, ο Μωάμεθ θεωρείται ότι είχε 6 τριήρεις, 10 διήρεις, περίπου 15 γαλέρες, 70 φούστες, 20 παραντάρια και πολλά καΐκια, με τη συνολική ισχύ να εκτιμάται πως έφτανε τις 150 μονάδες, υπό την ηγεσία ενός Βούλγαρου εξωμότη, του Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου. Σημειώνεται πως ο χρονικογράφος της Άλωσης, Σφραντζής (ή Γεώργιος Φραντζής), ανεβάζει τους αριθμούς, στα «420 ιστία» όσον αφορά στον στόλο, και στις 258.000 άνδρες στα στρατεύματα ξηράς.
Οι υπερασπιστές
Στα τείχη, σύμφωνα με τον Σφραντζή- που είχε αναλάβει το καθήκον της καταγραφής και στρατολόγησης των ανδρών που ήταν σε θέση να πολεμήσουν, κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα- οι πολεμιστές ανέρχονταν στους 4.973, χωρίς τους ξένους, «που ήταν μόλις δύο χιλιάδες». Το κύριο μέσον της προστασίας του λιμανιού ήταν η τεράστια αλυσίδα που απέκλειε το στόμιό του, ώστε να εμποδίζει την επίθεση του εχθρικού στόλου. Πίσω από αυτήν βρίσκονταν τα λιγοστά πλοία: «τρία από τη Λιγουρία, ένα από την Καστίλλη της Ιβηρίας, από την Προβηγκία της Γαλλίας, τρία από την Κρήτη – ένα από την πόλη που ονομάζεται Χάνδακας, και δύο από την Κυδωνία- και όλα ήταν καλά προετοιμασμένα, σε πολεμική παράταξη. Έτυχαν, επίσης, εκεί και τρεις μεγάλες εμπορικές τριήρεις των Ενετών, τις οποίες οι Ιταλοί συνήθιζαν να αποκαλούν «γρόσσες» ή καλύτερα «γαλεάτσες», ενώ υπήρχαν παραταγμένες και άλλες ταχύπλοες τριήρεις, προς φύλαξη και εξυπηρέτηση των εμπορικών» γράφει ο Σφραντζής. Σημαντικός πυλώνας της βυζαντινής άμυνας ήταν το σώμα του Γενοβέζου Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο: 700 εμπειροπόλεμοι μαχητές, που κατέφθασαν με δύο γενοβέζικα πλοία.
Τα χερσαία τείχη της Πόλης είχαν μήκος 5.570 μέτρων περίπου, και εκτείνονταν από την αποβάθρα των Πηγών στην Ακτής Προποντίδας ως τη συνοικία των Βλαχερνών. Σε όλο το μήκος τους ήταν διπλά, και η κύρια γραμμή άμυνας ήταν το έσω τείχος, ύψους 12 μέτρων και πλάτους πέντε, με 96 πύργους, ύψους 18-20 μέτρων. Το έξω τείχος είχε 8,5 μέτρα ύψος και 2 πλάτος, με 96 πύργους. Τα χερσαία τείχη είχαν 10 πύλες, ενώ η τάφρος, κατά μήκος του έξω τείχους είχε πλάτος 19-21 μέτρα και το βάθος της ήταν περίπου 10 μέτρα. Η ακτογραμμή της πόλης προστατευόταν από τα θαλάσσια τείχη. Γενικά πάντως η κατάσταση των τειχών ήταν κακή, και οι υπερασπιστές φοβούνταν να τοποθετήσουν πάνω του βαριά πυροβόλα- αλλά ούτως ή άλλως το βυζαντινό πυροβολικό, ήταν πολύ περιορισμένο σε σχέση με το οθωμανικό. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως τις πρώτες ημέρες της πολιορκίας, και στη συνέχεια σίγησε, λόγω έλλειψης πυρίτιδας, αλλά και διαφωνιών όσον αφορά στη χρήση του.
Συνολικά, γράφει ο Σέρβος πολιτικός, ιστορικός, συγγραφέας και διπλωμάτης Τσέντομιλ Μιγιάτιοβιτς (1842-1932), στο βιβλίο του «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: Η τελευταία νύχτα της Πόλης» εκτιμά πως ο Παλαιολόγος, με μια βιαστικά συγκεντρωμένη δύναμη, επτά, το πολύ 9.000 ανδρών, έπρεπε να υπερασπιστεί την Πόλη εναντίον ενός πολλαπλάσιου στρατού, με βαρύ πυροβολικό. «Ο Τετάλντι αναφέρει ότι υπήρχαν 25.000 με 30.000 άνδρες ικανοί να φέρουν όπλα, όμως μόλις 6.000 με 7.000 μαχητές».
Το τέλος μιας αυτοκρατορίας
«Επίσημη» έναρξη της πολιορκίας και των συγκρούσεων θεωρείται η 6η Απριλίου, με το οριστικό τέλος του δράματος να έρχεται στις 29 Μαΐου. Η φιγούρα του τελευταίου αυτοκράτορα, που έπεσε μαχόμενος, πολεμιστής και αυτός μεταξύ των πολεμιστών του, υπερασπιζόμενος στην τελική απελπισμένη μάχη την πρωτεύουσά του, Πόλη των Πόλεων, πέρασε στον θρύλο και αποτέλεσε για τέσσερις αιώνες έναν από τους φάρους που κράτησαν ζωντανή την ελληνική συνείδηση των υπόδουλων. Από την «Κόκκινη Μηλιά» και την επέλαση του αφυπνισμένου «Μαρμαρωμένου Βασιλιά» που θα δώσει στους Έλληνες πίσω την Πόλη μέχρι τα μισοτηγανισμένα ψάρια, οι θρύλοι έμειναν ζωντανοί ανά τους αιώνες, φτάνοντας μέχρι την Επανάσταση και εμπνέοντας τους πρωταγωνιστές της.
«Το γένος ποτέ δεν υποτάχθηκε στον σουλτάνο. Είχε πάντα τον βασιλιά του, τον στρατό του, τα κάστρα του. Βασιλιάς του ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, στρατός του οι Αρματωλοί και κλέφτες, κάστρα του η Μάνη και το Σούλι» - Φράση που αποδίδεται στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη
Μην χάσετε το αφιέρωμα στην 25η Μαρτίου στο κανάλι OTE HISTORY, το μοναδικό κανάλι στην ελληνική τηλεόραση αφιερωμένο στην Ελληνική Ιστορία και τον Πολιτισμό αποκλειστικά στον ΟΤΕ ΤV:
18:20 - Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου: Μία θρυλική ηρωίδα
18:50 - Τα κάδρα του πολέμου
19:20 - Από την Άλωση στον ξεσηκωμό: Η Άλωση
20:10 - Από την Άλωση στον ξεσηκωμό: Ο Ξεσηκωμός
21:00 - Ελλάδα 1821: Ο ξεσηκωμός του γένους
22:10 - Από την Άλωση της Πόλης στην Επανάσταση του 1821