Το αποτύπωμα της πρώτης συνάντησης -υπό την ιδιότητα του αναγνώστη, κάπου στην παιδική ή πρώιμη νεανική ηλικία- και η εγγραφή του στη μνήμη, η επίγευση της γνωριμίας (και κυρίως, η επικύρωση ότι το δημόσιο πρόσωπο είναι εξίσου αληθινό, γενναιόδωρο και γοητευτικό με το ιδιωτικό), η αποτίμηση του λογοτεχνικού έργου της. Με αυτή τη σειρά ή κάπως έτσι.
Δύο συγγραφείς της νεότερης γενιάς, η Αμάντα Μιχαλοπούλου και ο Κώστας Ακρίβος μοιράζονται με τη HuffPost τις στιγμές τους με την Άλκη Ζέη, λίγο πριν τον «ύστατο αποχαιρετισμό» -η πολιτική κηδεία της γίνεται την Τρίτη 3 Μαρτίου, στις 12:00, από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου αναπαύεται και ο σύζυγος της Γιώργος Σεβαστίκογλου.
Αμάντα Μιχαλοπούλου: Έγραφε διατηρώντας τη φωνή του εσωτερικού παιδιού, χωρίς ίχνος διδακτισμού
«Τα πρώτα βιβλία πεζογραφίας που διάβασα ήταν δικά της, ‘Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου’ και ‘Το καπλάνι της βιτρίνας’. Ουσιαστικά, για μένα ήταν η μύηση στη λογοτεχνία. Ήμουν εννέα χρονών. Δεν ήταν εποχές που υπήρχε φιλαναγνωσία –ένας τρόπος ανάγνωσης πιο οργανωμένος και συντονισμένος, τα σπίτια δεν είχαν βιβλιοθήκες- οπότε ήταν μία εντελώς τυχαία συνάντηση. Είχα εφιάλτες και με πήγε η μαμά μου σε έναν ψυχολόγο γιατί είχε ανησυχήσει. Και της είπε, μην ανησυχείτε, δεν έχει κάτι το παιδί. Έχει πάρα πολλές υπαρξιακές αναζητήσεις, παρότι μικρή. Δώστε της να διαβάσει. Και η ψυχολόγος της έδωσε αυτούς του δύο τίτλους. Πήρε η μητέρα μου τα βιβλία και για μένα ήταν μία αποκάλυψη η λογοτεχνία μέσα από αυτές τις δύο ιστορίες. Πρώτα πρώτα το να ταυτίζομαι με ένα αγόρι, που ήταν ο Πέτρος, σε μια άλλη εποχή, ήταν πρωτόγνωρο. Και μετά το Καπλάνι, με τις δύο αδελφές -είχα κι εγώ μία αδελφή μικρότερη- όλες αυτές οι ταυτίσεις και οι μηχανισμοί που ξεκίνησαν… νομίζω ότι τότε αποφάσισα ότι θα γίνω συγγραφέας. Πολύ συνειδητά. Ότι αυτό θέλω να κάνω κι εγώ. Ως προς τις λογοτεχνικές αναφορές, μετά πέρασα στις «Μικρές Κυρίες». Αλλά τα δύο πρώτα βιβλία ήταν της Άλκης.
Επίσης, μου έκανε τρομερή εντύπωση ότι δεν υπήρχε αυτό που έβλεπα στο σχολείο -στα λογοτεχνικά κείμενα που έδιναν τότε στους δασκάλους- διδακτισμός. Δεν υπήρχε η παραμικρή αίσθηση ότι ο άλλος προσπαθεί να σε χειραγωγήσει μέσα από το κείμενο. Υπήρχε τρομερή ελευθερία. Κι αυτό ήταν πάρα πολύ ανακουφιστικό. Ότι δηλαδή, η πρώτη αίσθηση που έχεις είναι ότι η τέχνη σε οδηγεί στην ελευθερία. Όχι στη χειραγώγηση.
Δεν θυμάμαι την πρώτη συνάντηση με την Άλκη. Θυμάμαι όμως, κάποιες σημαντικές συναντήσεις. Επειδή στο μυθιστόρημα μου ‘Γιατί σκότωσα την καλύτερη μου φίλη’ οι δύο ηρωίδες παίζουν το παιχνίδι που έπαιζαν τα κορίτσια στο Καπλάνι, το «ευ - πο» «λυ - πο» (το βράδυ που κοιμούνται λένε, ευχαριστημένη πολύ;, λυπημένη πολύ;), της είχα στείλει το βιβλίο -είχαμε τηλεφωνήματα, αλλά στην πορεία και αλληλογραφία με μέιλ- και θυμάμαι τα γλυκά της λόγια. Σαν η λογοτεχνία να ζει, να περνάει από τη μια γενιά στην άλλη με αυτό που έκανα, το οποίο έκανα βεβαίως, από θαυμασμό και από αυτήν την εσωτερική επικοινωνία που έχεις με τα κείμενα ως συγγραφέας και αναπαράγεις κάποια πράγματα που είναι σημαντικά για σένα.
Μετά, σε κάθε βιβλίο που της έστελνα, μιλούσαμε. Ήταν τρομερή. Ούτε καταλαβαίνω πώς έβρισκε τον χρόνο να διαβάζει τα βιβλία, να κάνει αυτού του είδους την κριτική -που είναι πολύ ουσιαστική, το μου άρεσε αυτό γι’ αυτόν τον λόγο. Θυμάμαι, για παράδειγμα, στη Γυναίκα του Θεού, μου είχε πει, δεν το κατάλαβα αυτό το βιβλίο, αλλά φαντάζομαι ότι είναι κάτι πολύ διαφορετικό από το δικό μου σύμπαν. Πάλι με εξηγήσεις. Μία ουσιαστική και ειλικρινής συζήτηση ανάμεσα σε δύο συγγραφείς.
Μετά περάσαμε στα μέιλ, έγραφε πολύ ωραία μέιλ και πολύ χιουμοριστικά. Είχε πάντα έναν τρόπο –προσπαθώ να σκεφτώ τον τρόπο της: Δεν γκρίνιαζε ποτέ, δεν είχε αυτό που συμβαίνει με τους ανθρώπους όταν μεγαλώνουν -το παράπονο- ήταν συνέχεια δραστήρια και alert, στην πρώτη γραμμή.
Θυμάμαι κάποια στιγμή που είχε χτυπήσει το χέρι ή το πόδι της (κάτι είχε σπάσει) και μου έγραφε, άσε γλίστρησα, πήρα το παρκέ για θάλασσα κι έκανα βουτιά. Κάποιος άλλος θα έλεγε, δεν μπορείς να φανταστείς τι έπαθα, ωχ, πονώ κλπ. Ήταν παράδειγμα για το πώς να ζεις την κάθε μέρα, να ρουφάς τη ζωή. Και ως άνθρωπος και ως συγγραφέας -που βέβαια, ξέρουμε τη ζωή της, πόσο βασανίστηκε. Μιλάμε σήμερα για προβλήματα και θυμάμαι πώς ζούσαν εκείνα τα χρόνια αυτού του είδους οι άνθρωποι, με τέτοιου είδους πολιτική ταυτότητα και ανάγκη να συμμετέχουν στα κοινά.
Θυμάμαι επίσης, ότι ήταν να κάνει μία επίσκεψη στο σχολείο της κόρης μου, πριν από μία δεκαετία, για να μιλήσει και αρρώστησε. Και σκεφτόμουν τι να κάνουμε με τα παιδιά και λέει, ελάτε από το σπίτι, να το κάνουμε εδώ. Και πήγα στο σπίτι της με την κόρη μου, η οποία είχε μαζέψει τις ερωτήσεις όλων των συμμαθητών της και τις έκανε on camera. Χθες, κοιτούσα εκείνο το επτάλεπτο βίντεο με τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις και ήταν υπέροχο! Και καθώς το έβλεπα, σκεφτόμουν ότι η συνομιλία της Άλκης με τα παιδιά ήταν στο ίδιο επίπεδο. Δεν το ’παιζε ούτε μεγάλη, ούτε μικρή. Ούτε, παιδάκι μου να σου πω πώς γράφονται τα βιβλία, ούτε, εγώ που τα ξέρω όλα. Κατάφερνε αυτή την ενδιάμεση ζώνη της ενσυναίσθησης, που είναι πολύ δύσκολη –(....) συγκινούμαι…
Τη θυμάμαι στην κουζίνα της να φτιάχνουμε ελληνικό καφέ. Στο σπίτι της υπήρχαν πάντα γλυκά, τραταρίσματα – προφανώς είχε πολλές επισκέψεις. Και πολλά ταξίδια, επίσης. Ταξίδευε συχνά. Έλειπε μεγάλα διαστήματα, ειδικά στις Βρυξέλλες, όπου ζουν τα εγγόνια της.
Κι επίσης, το γεγονός ότι πήγαινε στα σχολεία σε όλη την Ελλάδα. Ακούραστη.
Και να πω κάτι ακόμη: Επειδή έχουμε μία λογοτεχνία παιδική η οποία μαστίζεται από τον διδακτισμό και μία τάση προς το ηθικό, το σωστό, αυτό το τεράστιο θέμα των ναρκωτικών, εάν δούμε πώς το έχει αντιμετωπίσει η νεανική λογοτεχνία, απελπίζεσαι από τη βλακεία: Παιδάκια, τα ναρκωτικά είναι κακά. Και γράφει η Άλκη το βιβλίο «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της», μεγάλη γυναίκα, χωρίς την παραμικρή σχέση με το θέμα και δεν βρίσκεις ίχνος πατερναλισμού, κατεύθυνσης, τι είναι το καλό και το κακό. Αφήνει την ιστορία να μιλήσει. Είναι τεράστιο επίτευγμα με τόσο δύσκολα θέματα. Είναι τρομερά εύκολο να το πας στο κλισέ και να κάνεις αδιάφορα, διδακτικά βιβλία. Ένα βιβλίο που είναι αριστούργημα στο είδος του.
Δεν υπάρχει προηγούμενο στην παιδική μας λογοτεχνία. Κανείς δεν έχει γράψει έτσι, γιατί κανείς δεν μπορεί να πετύχει αυτή τη ματιά -είναι πάρα πολύ δύσκολη- του πώς να διατηρείς τη φωνή του εσωτερικού παιδιού. Αναλλοίωτη. Να μην γράφεις ως μεγάλος για το παιδί, να γράφεις σε πρώτο πρόσωπο. Να γράφεις από την πλευρά του παιδιού. Οι περισσότεροι το ξεχνάνε, ειδικά όσοι ασχολούνται με την παιδική λογοτεχνία –και το λέω πολύ πολεμικά αυτό, έχω διαβάσει αδιανόητα πράγματα. Οι συγγραφείς του είδους γράφουν σήμερα για να αρέσουν στους γονείς. Δεν γράφουν για να αρέσουν στα παιδιά. Και είναι αλλαγή παραδείγματος. Η Άλκη Ζέη μπόρεσε να το κάνει αυτό τόσα χρόνια πριν και σήμερα, με όλα όσα έχουμε στη διάθεση μας, έχουμε αυτή την πεπαλαιωμένη άποψη για την παιδική και νεανική λογοτεχνία. Είναι μεγάλο το πλήγμα ότι λείπει η γραφή της πια…»
Κώστας Ακρίβος: Είχε πάντα έναν καλό λόγο για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη
«Τη γνώρισα στα νεανικά μου χρόνια μέσα από τα βιβλία της που σημάδεψαν τα ελληνικά Γράμματα, τον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου, το Καπλάνι της βιτρίνας, την Αρραβωνιαστικά του Αχιλλέα.
Κάποια στιγμή στεγαστήκαμε στον ίδιο εκδοτικό οίκο, το Μεταίχμιο και αναπτύξαμε μία έντονη φιλική σχέση, καθώς η Άλκη, ως γνωστόν, είχε εξοχικό στο Πήλιο, εγώ ζω και εργάζομαι στον Βόλο και οι συναντήσεις μας γίνονταν στο σπίτι του εκδότη μας Νώντα Παπαγεωργίου στο Πήλιο. Κάναμε συντροφιά και τις ώρες των συναντήσεων μας μιλούσαμε για τα πάντα –από πολιτική μέχρι λογοτεχνία.
Η Άλκη είχε γενναιοδωρία και πνεύμα ανιδιοτέλειας. Το φτηνό δεν είχε θέση στη συμπεριφορά της. Και πάντοτε είχε έναν καλό λόγο για όλους και κυρίως, για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη, όπως οι πρόσφυγες.
Το έργο της σημάδεψε μία γενιά συγγραφέων, τόσο η θεματολογία της, όσο και ο τρόπος γραφής της -η καθαρή ψυχολογία των χαρακτήρων, η απλότητα και ταυτόχρονα η διεισδυτικότητα της.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά περιστατικά που θυμάμαι είναι όταν πριν από μερικά καλοκαίρια, έχασε το στικάκι στο οποίο είχε περάσει το υλικό από το τελευταίο βιβλίο της. Όλες οι προσπάθειες να βρούμε τις σελίδες στον υπολογιστή της απέβησαν άκαρπες. Είχα βοηθήσει κι εγώ, με όσες τεχνικές γνώσεις διαθέτω, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, το στικάκι βρέθηκε εντελώς τυχαία δίπλα στο τραπέζι όπου εργαζόταν. Όμως, η Άλκη αποφάσισε εντωμεταξύ να ξαναγράψει τα κεφάλαια που είχε χάσει. Κι ήταν ακριβώς ο τρόπος που αντιμετώπισε το γεγονός: Πώς ό,τι και να συμβαίνει, δεν πρέπει να μας καταβάλλουν τα πράγματα. Αυτό».