Αμερικανικές εκλογές: Αίτια και αποτελέσματα της εκλογής Τραμπ

Η επόμενη ημέρα της εκλογής Τραμπ - Η Ελλάδα μπροστά στην νέα κατάσταση.
Open Image Modal
NurPhoto via Getty Images

Τα αποτελέσματα των Αμερικάνικων εκλογών της περασμένης Τρίτης (05.11.24) δείχνουν την πλήρη επικράτηση Τραμπ και Ρεπουμπλικανών:

O Τραμπ εκλέχτηκε Πρόεδρος, αποκτώντας την πλειοψηφία και στις 7 κρίσιμες «ευμετάβλητες» Πολιτείες και επικρατώντας, σε όλες τις ΗΠΑ, με περισσότερες από 4 εκατομμύρια ψήφους διαφορά από την υποψήφια των Δημοκρατικών Καμάλα Χάρις. 

Οι Ρεπουμπλικανοί ελέγχουν πλέον την Γερουσία με 53 έδρες, αυξάνοντας κατά 4 τον αριθμό των εδρών τους. 

Επίσης, οι Ρεπουμπλικανοί αναμένεται να συνεχίσουν να ελέγχουν και την Βουλή των Αντιπροσώπων με μικρή σχετικά πλειοψηφία: μέχρι τις 09.11.24, με μη οριστικοποιημένα τα αποτελέσματα για 23 έδρες επί συνόλου 435, οι Ρεπουμπλικανοί διαθέτουν 212 έδρες, ενώ οι Δημοκρατικοί 200.

Στα πιο πάνω, θα πρέπει να προστεθεί ο έλεγχος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού η πλειοψηφία (6 από τους 9) των ισόβιων Δικαστών επιλέχθηκε από τους Ρεπουμπλικανούς, ενώ αυξημένη αναμένεται να είναι και η επιρροή των Ρεπουμπλικανών στα  μικρότερης εμβέλειας Δικαστήρια, χάρη στους νέους διορισμούς ή και την εξέλιξη όσων ορίστηκαν στην προηγούμενη θητεία Τραμπ.

Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ο σχεδόν απόλυτος έλεγχος του Τραμπ επί των εκλεγμένων στο Κογκρέσο Ρεπουμπλικανών, αφού η μεγάλη πλειοψηφία όσων στις περασμένες εκλογές δεν συμμερίστηκαν την άποψη του Τραμπ, ότι αυτός είναι ο νικητής, δεν εκδήλωσαν ενδιαφέρον για την επανεκλογή τους ή αποκλείστηκαν στις προκριματικές εκλογές για την ανάδειξη των Ρεπουμπλικανών υποψηφίων. Αντίθετα, ο Τραμπ αποδέχτηκε όσους επικριτές του στην συνέχεια μεταμορφώθηκαν σε πιστούς υποστηρικτές του. Η μείωση της παρουσίας στο Κογκρέσο της ομάδας αυτής των μετριοπαθών Ρεπουμπλικανών, κατά την γνώμη μας είναι μια  δυσμενής συνέπεια αυτών των εκλογών.

Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε την εκτίμηση ότι τα στελέχη που θα καλύψουν τις περίπου 4.000 θέσεις στην ανώτερη Δημόσια Διοίκηση θα είναι προσεκτικά επιλεγμένα από το επιτελείο του Τραμπ, κάτι που δεν είχε συμβεί συστηματικά κατά την προηγούμενη τετραετία, κατά την οποία, ενδεικτικά, πέρασαν 4 επικεφαλής του Λευκού Οίκου και άλλαξαν αρκετοί Υπουργοί, λόγω διαφωνιών με τον Τραμπ.

Πόσο «έκπληξη» ήταν τα αποτελέσματα αυτά;

Σε ότι αφορά τις δημοσκοπήσεις που έδειχναν μια αμφίρροπη μάχη, δεν ήταν λίγες οι ενδείξεις και τα στοιχεία που υποδείκνυαν το αντίθετο:

  • Η αποτυχία πρόβλεψης των ποσοστών του Τραμπ στις δημοσκοπήσεις για τις προηγούμενες δύο Προεδρικές εκλογές που συμμετείχε φαίνεται ότι είχε μια απλή εξήγηση: ένα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων του Τραμπ προτίμησαν να μην δηλώσουν στις δημοσκοπήσεις την πρόθεση ψήφου τους, αρνούμενοι να συμμετάσχουν σε αυτές.

  • Η στάση ορισμένων μεγαλοεπιχειρηματιών, που τους τελευταίους μήνες μετέβαλαν την στάση τους (υποστηρίζοντας τον Τραμπ ή τηρώντας ανεξάρτητη στάση), ή η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον σχηματισμό μιας Επιτροπής, που θα μελετήσει τους τρόπους αντίδρασης σε περίπτωση εφαρμογής πρόσθετων δασμών από τις ΗΠΑ (κάτι που είχε εξαγγείλει ο Τραμπ) επίσης προδιέθεταν τους «υποψιασμένους» παρατηρητές για το τελικό αποτέλεσμα. Επίσης, αρκετοί Δημοκρατικοί υποψήφιοι Γερουσιαστές προτίμησαν να κάνουν την προεκλογική τους εκστρατεία χωρίς την ανάμιξη της Χάρις.

  • Επιπρόσθετα, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν μια σταδιακή διολίσθηση των ποσοστών της Χάρις, από την «κορυφή» της επιβεβαίωσης της υποψηφιότητάς της στο Συνέδριο των Δημοκρατικών, μέχρι τις εκλογές, η οποία επιταχύνθηκε τον τελευταίο μήνα. Παράλληλα, άρχισαν να εμφανίζονται ολοένα και περισσότερα άρθρα, με τίτλους όπως «Κι αν  τελικά δεν είναι αμφίρροπη η αναμέτρηση;».

  • Τέλος μια άλλη ένδειξη της γενικότερης εκλογικής τάσης ήταν τα αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών του 2022, όπου οι Δημοκρατικοί έχασαν τον έλεγχο της Βουλής, σημειώνοντας απώλειες σε παραδοσιακές τους περιοχές, όπως η Καλιφόρνια και η Νέα Υόρκη, ενώ δεν πήραν παρά ελάχιστα από τα κέρδη που ήλπιζαν στην Γερουσία.

Τα αίτια της ήττας των Δημοκρατικών  

Εξ αρχής, σε επίπεδο προσώπων, ήταν αρκετά φανερή η υπεροχή του «χαρισματικού επικοινωνιακά» Τραμπ, έναντι της ευφυούς μεν και ικανής αλλά σχετικά «άχρωμης επικοινωνιακά» Χάρις:

  • Ο Τραμπ, χρησιμοποιώντας κάποιες φορές λαϊκιστικά και όχι πάντα ακριβή επιχειρήματα κατάφερε να χτίσει ένα αντισυστημικό προφίλ, που γοήτευσε μεγάλο τμήμα του ακροατηρίου του. Το περιεχόμενο των ομιλιών του, με σύντομες φράσεις και απλά, επαναλαμβανόμενα, μηνύματα, δεν απευθύνονταν μόνο στους μη κατόχους πτυχίων (μια κατηγορία, όπου ο Τραμπ επικρατούσε με διαφορά), αλλά ήταν πιο εύληπτο και από άλλες μεγάλες ομάδες ψηφοφόρων. Οι υποσχέσεις του για μια «μεγάλη Αμερική» που θα μπει σε μια «νέα χρυσή εποχή» ακούγονταν ευχάριστα, ακόμα κι αν οι λύσεις που πρότεινε δεν ήταν αναλυτικά τεκμηριωμένες. Τέλος, κάποιες από τις θέσεις του, όπως αυτές για σύντομη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία και στην Παλαιστίνη και η μη έναρξη νέων, θα περίμενε κανείς ότι θα αποτελούσαν προτεραιότητα και των Δημοκρατικών.

  • Η Καμάλα Χάρις δεν ήταν ίσως ο πιο κατάλληλος αντίπαλος για να αναδείξει τις αδυναμίες του Τραμπ, όπως πχ θα έπραττε ένας άλλος Ομπάμα (που θα αποδομούσε με λεπτό χιούμορ και άμεσο λόγο τις θέσεις του Τραμπ) ή ακόμα κι ένας νεότερος Μπάιντεν (που θα στηριζόταν στην εμπειρία και τις γνώσεις του). Χωρίς αμφιβολία, στο αποτέλεσμα συνέβαλε και ότι ο Μπάιντεν δεν προετοίμασε κατάλληλα την υποψηφιότητα της Χάρις, αναθέτοντάς της τον συντονισμό για την έγκριση των νομοθετημάτων από μια μη φιλική Γερουσία (όπου, εκτός των Ρεπουμπλικανών, σε αρκετές περιπτώσεις και ορισμένοι συντηρητικοί Δημοκράτες Γερουσιαστές αντιτίθενταν στην υπερψήφισή τους, ενώ μετά το 2022 προστέθηκαν και οι δυσκολίες λόγω της απώλειας της πλειοψηφίας στην Βουλή), καθώς και ότι καθυστέρησε να ανακοινώσει την απόσυρσή του από τις εκλογές.

Πάντως είχε ήδη διαφανεί ότι, τόσο λόγω της οικονομίας, όσο και εξελισσόμενων κοινωνικών αλλαγών, η Καμάλα Χάρρις θα έχανε ψήφους από παραδοσιακές ομάδες ψηφοφόρων, όπως οι φυλετικές και εθνικές μειονότητες, οι γυναίκες και οι νέοι, που στο παρελθόν υποστήριζαν με μεγάλη διαφορά τους Δημοκρατικούς:

  • Η οικονομική κρίση που γεννήθηκε από την πανδημία και στην συνέχεια η άνοδος των τιμών της ενέργειας οδήγησε σε υψηλό πληθωρισμό την διετία 2022-2023, που άφησε «τρύπες» στον προϋπολογισμό των νοικοκυριών, ιδίως στις μεσαίες και κατώτερες τάξεις, γεγονός που δεν αντισταθμίστηκε από επιτυχίες όπως, οι ικανοποιητικοί δείκτες ανάπτυξης, η αύξηση των θέσεων εργασίας και (το τελευταίο διάστημα) η υποχώρηση του πληθωρισμού.

  • Βαθιές κοινωνικές και άλλες αλλαγές εκτιμάται ότι έπαιξαν ρόλο, όπως η αύξηση της μετανάστευσης, ιδίως των Λατίνων (που συνέβαλε στην ανησυχία των ήδη νόμιμα εγκατεστημένων μεταναστών για ανταγωνισμό στις θέσεις εργασίας), η υπερίσχυση των μεγάλων γεωργικών ιδιοκτησιών (σε βάρος των μικρότερων και ανεξάρτητων), ο φόβος μείωσης της απασχόλησης λόγω των νέων τεχνολογιών (ιδίως σε τομείς που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη ή την αυτοματοποίηση της παραγωγής), η συνεχής αύξηση της επιρροής της ευαγγελικής εκκλησίας (στην μεγάλη της πλειοψηφία, θερμού υποστηρικτή του Τραμπ και ιδιαίτερα ενεργή με τους τηλε-ευαγγελιστές πάστορες) και τέλος η διαμόρφωση νέων χαρακτηριστικών στις νεότερες γενιές (όπως η χρήση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, ενημέρωσης και επηρεασμού και ο εθισμός στην γρήγορη εναλλαγή εικόνων και κατ’ επέκταση, προτιμήσεων).

  • Πιο πάνω αναφερθήκαμε στον τρόπο που ο Τραμπ έλυσε τον Γόρδιο Δεσμό των διαφωνούντων στην παράταξή του, με τον αποκλεισμό της μεγάλης τους πλειοψηφίας από τις εκλογικές ή άλλες κομματικές θέσεις. Αντίθετα, οι Δημοκρατικοί δεν κατάφεραν να απαλείψουν ή τουλάχιστον να απαλύνουν τον δικό τους διχασμό, ανάμεσα σε «Δικαιωματιστές» και μη. Χαρακτηριστικό της αποτυχίας αυτής ήταν η επικέντρωση της προεκλογικής τους εκστρατείας στο θέμα των αμβλώσεων, ένα σημαντικό θέμα που όμως βρισκόταν πολύ χαμηλά στις προτεραιότητες των εκλογέων.

Η επόμενη ημέρα της εκλογής Τραμπ

Κρίνοντας από την προηγούμενη τετραετία διακυβέρνησης του Τραμπ και υποθέτοντας ότι προτίθεται να ακολουθήσει, στον βαθμό που είναι εφικτό, τις (έστω και προκαταρκτικές) προεκλογικές του εξαγγελίες, σημειώνουμε τα εξής:

Α. Εξωτερική πολιτική

 

  1. Η πρώτη προτεραιότητα των ΗΠΑ, εδώ και αρκετά χρόνια, είναι η αντιμετώπιση της Κίνας, ως κυριότερου στρατηγικού της αντιπάλου. Η δηλωμένη πρόθεση του Τραμπ να επιβάλει πρόσθετους δεσμούς 10-20% στις εισαγωγές των ΗΠΑ από συμμαχικές χώρες και 60% στις εισαγωγές από την Κίνα,  έχει φέρει αναβρασμό σε μια Ευρώπη ήδη αποδυναμωμένη από τα πολιτικά προβλήματα και την μειωμένη ανταγωνιστικότητα των δύο χωρών-οδηγών της, της Γερμανίας και της Γαλλίας.

Προκειμένου να μην αποτελέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση «παράπλευρη απώλεια» στην αντιπαράθεση των δύο γιγάντων, η αναζήτηση της ενότητας και η υιοθέτηση προτάσεων, όπως αυτές του Ιταλού πρώην Πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι  που θα περιλαμβάνουν το σύνολο των χωρών-μελών κρίνονται αναγκαίες.

 

  1. Η κρίση στην Μέση Ανατολή, που τροφοδοτείται από την πολιτική και θρησκευτική ριζοσπαστικοποίηση των εμπλεκόμενων χωρών, έχει οδηγήσει σε μια σοβαρή ανθρωπιστική κρίση (τόσο στο θέμα των ομήρων, όσο και στις δοκιμασίες του Παλαιστινιακού και του Λιβανέζικου λαού). Η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους της Παλαιστίνης (που θα μπορούσε να λειτουργήσει εκτονωτικά) περιέχει ορισμένες αμφίβολες παραμέτρους («γη για ειρήνη» προτείνουν κάποιες χώρες) και δεν είναι εύκολο να επιβληθεί με αποφάσεις τρίτων.

Στην καλύτερη περίπτωση, μια Αμερικανική παρέμβαση θα καταφέρει να σταματήσει το σημερινό δράμα, δίνοντας χρόνο να ωριμάσουν οι συνθήκες συμβίωσης στις σήμερα αντιμαχόμενες πλευρές.  Στην δυσμενέστερη, μια επίθεση του Ισραήλ με την υποστήριξη των ΗΠΑ κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν (κύριο στρατηγικό στόχο του Ισραήλ) θα οδηγήσει  σε μια καθυστέρηση  της κατασκευής των πυρηνικών του όπλων, με τίμημα μια σοβαρή παγκόσμια ενεργειακή και οικονομική κρίση, αλλά και μια αναδιάταξη των περιφερειακών και παγκόσμιων ισορροπιών, με ωφελημένους, μεταξύ άλλων, το σουνιτικό ισλάμ.

 

  1. Σε ό,τι αφορά την κρίση της Ουκρανίας, η θέση του Τραμπ πως «μπορεί να σταματήσει τον πόλεμο σε 24 ώρες» δεν είναι εύκολο να υλοποιηθεί, ακόμα κι αν ασκηθούν πιέσεις των ΗΠΑ προς την Ουκρανία (όπως η απειλή διακοπής της Αμερικανικής βοήθειας) και οι Ευρωπαϊκές χώρες ακολουθήσουν τις ΗΠΑ σε μια ειρηνευτική πρωτοβουλία. Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν, η αντιμετώπιση από όλες τις πλευρές του θέματος βασίζεται σε καχυποψίες και αντανακλαστικά του παρελθόντος. Ενδεικτικά, σημειώνουμε: 

  • Για τις ΗΠΑ και τις μεγαλύτερες χώρες της Δύσης, το ρολόι του χρόνου έχει σταματήσει στον ψυχρό πόλεμο, καθώς και στην Συνθήκη της Βουδαπέστης, του 1994 (όπου, μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ, και σε αντάλλαγμα της καταστροφής ή παράδοσης των πυρηνικών όπλων της Ουκρανίας, μεταξύ άλλων, η Ρωσία εγγυήθηκε τα σύνορά της).

  • Για την Ρωσία, το ρολόι έχει σταματήσει στις (μη υλοποιηθείσες) υποσχέσεις της Δύσης για σεβασμό των θέσεών της (προκειμένου να πειστεί για την ειρηνική αποχώρηση των στρατευμάτων της από την Κεντρική Ευρώπη, την διετία 1989-1990), ενώ, κατά την Ρωσία, μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ ξεκίνησε η «υφαρπαγή» από την Δύση περιοχών που ήταν υπό τον έλεγχό της επί αιώνες.

  • Για την Ουκρανία, τις Βαλτικές χώρες και (εν μέρει) την Πολωνία, το ρολόι του χρόνου σταμάτησε στο 1917, στην Συνθήκη του Μπρεστ Λιτοφσκ και στα γεγονότα που ακολούθησαν (που τελικά οδήγησαν στην ανεξαρτητοποίηση των Βαλτικών χωρών και στην ενσωμάτωση της Ουκρανίας στην ΕΣΣΔ, ως συστατική της Δημοκρατία), καθώς και στα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και στην μη αναστρέψιμη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Συμπερασματικά, ακόμα κι αν, υπό την πίεση των ΗΠΑ, προκύψει ένας συμβιβασμός, υπάρχει ο κίνδυνος να αποτελέσει περισσότερο μια συνθήκη «μη πολέμου», παρά μια αφετηρία μόνιμης ειρήνης, όπως συνέβη με τις Συμφωνίες του Μινσκ (που δεν υλοποιήθηκαν από καμία πλευρά, ενώ οι μεσολαβήτριες χώρες, Γερμανία και Γαλλία, αδράνησαν για την εφαρμογή τους).

Β. Εσωτερική πολιτική

  1. Στον τομέα του περιβάλλοντος, η άρνηση της κλιματικής αλλαγής και η προώθηση της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων, ενδεχομένως συμπαρασύρουν και ορισμένες Ευρωπαϊκές και άλλες χώρες, που ήδη λαμβάνουν ουσιαστικά μέτρα μετάβασης στην «πράσινη ενέργεια». Θυμίζουμε ότι οι ΗΠΑ είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός αερίων του θερμοκηπίου, μετά την Κίνα. 

  1. Στο μεταναστευτικό, όπου και οι Δημοκρατικοί προσπάθησαν να περάσουν μια αυστηρότερη Νομοθεσία, προσκρούοντας στην άρνηση της έγκρισής της από τους Ρεπουμπλικανούς, κατά την γνώμη μας, οι επιστροφές μεταναστών δεν θα λάβουν την έκταση που είχε αφήσει ο Τραμπ να εννοηθεί, για μια σειρά από λόγους (όπως η έλλειψη εργατικών χεριών και η συνεπαγόμενη αναζωπύρωση του πληθωρισμού). 

  1. Στην οικονομία, το μεγαλύτερο μακροπρόθεσμα πρόβλημα είναι η ανεξέλεγκτη αύξηση του δημόσιου χρέους. Ο ρόλος που ενδέχεται να ανατεθεί στον δισεκατομμυριούχο Έλον Μασκ, η εξεύρεση προτάσεων που θα έχουν ως αποτέλεσμα μια μείωση των κρατικών δαπανών, της τάξης των 2 τρις δολαρίων (!), σύμφωνα με δηλώσεις του ιδίου, θεωρούμε ότι δεν θα φέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Στο μεταξύ, η αμφισβήτηση της ισχύος του δολαρίου, λόγω των αυξανόμενων ελλειμμάτων των ΗΠΑ, και μεσοπρόθεσμα, της ετερογενούς συμμαχίας των BRICS, οδηγούν στην αύξηση των επιτοκίων των αμερικανικών κρατικών ομολόγων, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο αύξησης ελλειμμάτων - επιτοκίων. 

  1. Τέλος, σε ότι αφορά τις προθέσεις του Τραμπ ως προς το Project 2025, ένα αναλυτικό κείμενο μιας συντηρητικής «Δεξαμενής Σκέψης» που ετοιμάστηκε από δεκάδες υπερσυντηρητικούς παράγοντες (εκ των οποίων, ορισμένοι πρώην συνεργάτες του Τραμπ) και αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην «ανάγκη» άλωσης της Δημόσιας Διοίκησης από την πολιτική ηγεσία, ο ίδιος έχει δηλώσει προεκλογικά ότι δεν το υιοθετεί, ούτε καν το έχει διαβάσει.

Η Ελλάδα μπροστά στην νέα κατάσταση

Όπως αναδεικνύεται από τα πιο πάνω, αλλά και με βάση την ανάλυση της προσωπικότητας του Τραμπ («απρόβλεπτος», «θαυμάζει τους δυνατούς, ακόμα και αυταρχικούς ηγέτες»), καθώς και την προηγούμενη θητεία του ως επιχειρηματίας αλλά και ως Πρόεδρος, το επόμενο διάστημα αναμένονται σημαντικές εξελίξεις, για τις οποίες η Ελλάδα θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη.

Συνοπτικά, εκτιμάται ότι η μέχρι τώρα πολιτική, που απλουστευτικά συμπυκνώνεται στο ότι «η συμπόρευση της Ελλάδας με τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης είναι αρκετή για να την προστατεύσει από απειλές» είναι ήδη παρωχημένη και θα καταστεί ακόμα περισσότερο ελλειμματική στο μέλλον.

 Ασφαλώς υπάρχουν κόκκινες γραμμές σε μια διαφορετική πολιτική (πχ δεν θα πρέπει να ακολουθηθεί το παράδειγμα του Μακάριου για ένταξη στους Αδέσμευτους, ούτε μπορεί να ισχύσει η περίπτωση Ερντογάν, που έχει ήδη κάνει αποδεκτή διεθνώς την ιδιαιτερότητα - στην ουσία, την επαμφοτερίζουσα στάση -  της Τουρκίας) Κατά την γνώμη μας όμως, υπάρχουν περιθώρια για μια πιο αποτελεσματική προστασία των συμφερόντων της Ελλάδας, μέσω της προβολής και ανάπτυξης των ιδιαιτεροτήτων και πλεονεκτημάτων της.