Δύο χρόνια μετά από εκείνη την αποφράδα νύχτα στα Τέμπη ένα αίσθημα οργής και ανασφάλειας διαπερνά σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Στις εγκληματικές αμέλειες που οδήγησαν στο δυστύχημα προστίθεται και η σχεδόν καθολική αίσθηση κρατικής συγκάλυψης των υπευθύνων. Η εμπιστοσύνη των πολιτών σε βασικούς θεσμούς όπως η δικαιοσύνη, το κοινοβούλιο και η κυβέρνηση συνεχώς μειώνεται, και μια νέα πολιτική κρίση αναδύεται στον ορίζοντα. Ποια είναι τα πιθανά σενάρια, και πώς θα μπορούσε αυτή η κρίση να οδηγήσει σε μια νέα, πιο ελπιδοφόρα συνθήκη για την χώρα και το λαό της;
Είναι ξεκάθαρο πως η κυβέρνηση δυσκολεύεται ιδιαίτερα να διαχειριστεί επικοινωνιακά το ζήτημα των Τεμπών. Η πάνδημη συμμετοχή (πάνω από 1 εκατομμύριο διαδηλωτές σε Ελλάδα και εξωτερικό) στις συγκεντρώσεις μνήμης της 28ης Φεβρουαρίου πιστοποιεί την πρωτοφανή σύμπνοια των πολιτών στο αίτημα για δικαιοσύνη και ασφαλείς δημόσιες υποδομές. Με τις υπάρχουσες συνθήκες φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο αφενός να αλλάξει η γνώμη της πλειοψηφίας των πολιτών για τις κυβερνητικές ευθύνες και αφετέρου να μάθουμε τί ακριβώς συνέβη εκείνο το βράδυ ώστε να πληρώσουν οι υπεύθυνοι όπως αρμόζει στη μνήμη των θυμάτων. Τούτων δοθέντων, η βασική στρατηγική της κυβέρνησης θα στοχεύσει στην δημιουργία ενός βολικού διπόλου : ΝΔ ή αποσταθεροποίηση (δεδομένου του πολυκερματισμού της αντιπολίτευσης). Αν αυτό το αφήγημα δεν οδηγήσει σε παύση της δημοσκοπικής κάμψης της κυβέρνησης, οι πρόωρες εκλογές (με το ίδιο δίλημμα) φαντάζουν ένα πιθανό σενάριο. Ακόμη κι αν αυτό δεν συμβεί ωστόσο, σε δύο χρόνια από τώρα αντίστοιχα διλήμματα θα κυριαρχούν στη ρητορική του κυβερνόντος κόμματος εν όψει των εθνικών εκλογών.
Στο σημείο αυτό να πούμε ότι το προαναφερθέν δίπολο, αν και παραπλανητικό μιας και το κυρίαρχο κοινωνικό αίτημα είναι η απόδοση δικαιοσύνης για μια συγκεκριμένη υπόθεση, περιέχει κάποιους κόκκους αλήθειας, μιας και πράγματι η αντιπολίτευση μοιάζει εντυπωσιακά κατακερματισμένη κι αποδυναμωμένη. Δεδομένου πως το ζήτημα των Τέμπων είναι βαθιά πολιτικό, δείχνοντας απ’ την μια την βαθιά δυσλειτουργία των κρατικών υποδομών, κι απ’ την άλλη το μέγεθος της κρίσης των δημοκρατικών θεσμών, μια πολιτική απάντηση απαιτείται. Κι εφόσον το κυβερνών κόμμα δεν δείχνει να μπορεί να γιατρέψει τις παραπάνω πληγές (περισσότερο τις βαθαίνει θα έλεγα) κάποιος άλλος θα πρέπει να το κάνει. Κι εδώ, τα κόμματα της αντιπολίτευσης μπαίνουν στην εξίσωση.
Οι 4 πιθανοί πόλοι απέναντι στη κυβέρνηση
Κοιτώντας τις παρούσες δημοσκοπήσεις και αναλύοντας τις ιδεολογίες των αντιπολιτευτικών κομμάτων 4 πιθανοί σχηματισμοί ξεχωρίζουν. Στα δεξιά της ΝΔ τα τρία κόμματα (Ελληνική Λύση, Φωνή Λογικής, Νίκη) αδυνατούν να αρθρώσουν μια κοινή γραμμή εξαιτίας προσωπικών και ιδεολογικών διαφορών, ενώ ταυτόχρονα ένα απ’ αυτά (Φωνή Λογικής) βρίσκεται ιδεολογικά πολύ κοντά στη ΝΔ, κι αρά αποτελεί πιθανό μελλοντικό της σύμμαχο σε περίπτωση εκλογών. Ταυτόχρονα, παρά την πολιτικό-ιδεολογική άνοδο του Τραμπικού φαινομένου σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια προσωπικότητα εντός Ελλάδος που να μπορούσε να φέρει την παγκόσμια -επικίνδυνη- μόδα στην Ελλάδα με όρους κυβερνητικής προοπτικής. Η διαφαινόμενη αυτή αδυναμία αποτελεί καλό νέο για όσες επιθυμούν μια πολιτική αλλαγή που θα εμβαθύνει την ποιότητα της δημοκρατίας και θα στοχεύσει σε κοινωνικά δίκαιες, οικολογικές κι αναδιανεμητικές οικονομικές πολιτικές.
Στα αριστερά της ΝΔ υπάρχουν 3 διακριτοί πόλοι αντιπολίτευσης. Τα κόμματα της κυβερνώσας κεντροαριστεράς-αριστεράς (ΠΑΣΟΚ, Σύριζα, Νέα Αριστερά) δυσκολεύονται επίσης να συντονιστούν κυρίως για τακτικούς και προσωπικούς λόγους. Το ΠΑΣΟΚ φαίνεται δημοσκοπικά σε καλύτερη μοίρα ωστόσο η δύσκολη κληρονομία και των τριών σχηματισμών κάνει πολύ δύσκολη μια δημοσκοπική τους εκτίναξη ώστε να αμφισβητήσουν την κυριαρχία της ΝΔ. Έπειτα, υπάρχουν τα κόμματα της λαϊκιστικής κεντροαριστεράς-αριστεράς (Πλεύση Ελευθερίας, Κίνημα Δημοκρατίας) που διακρίνονται για τον προσωποπαγή τους χαρακτήρα και τον πιο οξύ αντικυβερνητικό τους λόγο. Οι σχηματισμοί αυτοί είναι δύσκολο να συνεργαστούν τόσο μεταξύ τους όσο και με τα άλλα κόμματα του χώρου λόγω των εχθρικών σχέσεων των ηγετών τους με σχεδόν όλες τις άλλες αντιπολιτευτικές παρατάξεις. Τέλος, τα κόμματα της κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής αριστεράς (ΚΚΕ, Μερα 25) αρνούνται πεισματικά τόσο τη μεταξύ τους σύμπλευση, όσο και την συζήτηση με τα κόμματα της κεντροαριστεράς εξαιτίας των θεμελιωδών ιδεολογικών και ιστορικών τους διαφορών.
Αναφέρομαι συνεχώς σε πιθανούς πόλους συνεργασιών, μιας και δεν προκύπτει από καμία δημοσκόπηση, ούτε και πολιτικό-ιστορική ανάλυση πώς κάποιο απ’ τα προαναφερθέντα κόμματα θα μπορούσε να πλησιάσει την απόκτηση κυβερνητικής πλειοψηφίας στις επόμενες εκλογές. Διαβάζοντας κανείς τούτη την ενότητα εύλογα θα αναφωνήσει πως βρισκόμαστε ενώπιον ενός αδιεξόδου.
Σε ασυνήθιστες καταστάσεις, ασυνήθιστες λύσεις απαιτούνται
Κοιτώντας την παρούσα κατάσταση, και την συνεχιζόμενη απονομιμοποιήση τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης, είναι φανερό πως μια βαθιά πολιτική κρίση είναι προ των πυλών. Η τεράστια αποχή στις τελευταίες εκλογές ενισχύει έτι περαιτέρω την ιδέα της απονομιμοποίησης των υπάρχοντών θεσμών και κομμάτων. Δεδομένου πώς τα κόμματα είναι απαραίτητα για την εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας όντας κρίσιμος δίαυλος μεταξύ των πολιτών και των κυβερνητικών θεσμών, είναι αδύνατον να φανταστούμε μια ουσιαστική πολιτική αλλαγή χωρίς την παρουσία οργανωμένων πολιτικών σχηματισμών.
Πενήντα χρόνια απ’ την έναρξη της μεταπολίτευσης φωνάζει η ανάγκη μιας επανανοηματόδοτησης της δημοκρατίας στη χώρα με την ύπαρξη πολιτικών κομμάτων που θα εκπροσωπούν τις λαϊκές ανάγκες βρισκόμενα κοντύτερα στη κοινωνία κι όχι στις αναπαυτικές κρατικές θέσεις. Αυτό δεν σημαίνει επ’ ουδενί πως δεν υπάρχουν έντιμοι και ικανοί πολιτικοί σε όλο το φάσμα της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, καλώς ή κακώς, οι κομματικοί φορείς στους οποίους συμμετέχουν και οι ηγεσίες που τους εκπροσωπούν έχουν πια πολύ μικρό κοινωνικό έρεισμα αδυνατώντας να αποτελέσουν στιβαρή κυβερνητική εναλλακτική.
Στο πλαίσιο αυτό, συλλογικότητες και άφθαρτες προσωπικότητες από διαφορετικούς επαγγελματικούς, κοινωνικούς, κομματικούς, και κινηματικούς χώρους οφείλουν να συντονιστούν δημιουργώντας έναν νέο πολιτικό φορέα που θα φιλοδοξεί να καλύπτει ιδεολογικά και κοινωνικά όλο τον χώρο αριστερά της ΝΔ. Εύλογα θα ρωτήσει κάποια, λέγοντας «ο χώρος αριστερά της ΝΔ» δεν θολώνει αρκετά το ιδεολογικό στίγμα ενός πολιτικού φορέα ; Η απάντηση σε αυτό το δύσκολο ομολογουμένως ερώτημα, αν και δεν μπορεί να δοθεί λεπτομερώς στο παρόν κείμενο, οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν τις υπάρχουσες πολιτικές-ιδεολογικές οικογένειες στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο ως μια σχετικά αντικειμενική βάση της ιδεολογικής γεωγραφίας σε διεθνές επίπεδο. Η ΝΔ, ούσα το ηγεμονικό κόμμα αυτή τη στιγμή στο ελληνικό πολιτικό σύστημα καταφέρνει να έχει στελέχη και να εφαρμόζει πολιτικές που εκτείνονται απ’ το φάσμα των Ευρωπαίων Συντηρητικών (ECR) ως αυτό των φιλελευθέρων κεντρώων (Renew Europe). Αντίστοιχα, ένα αντι-ηγεμονικό κόμμα θα πρέπει να έχει έναν εκλεκτικιστικό χαρακτήρα διαλέγοντας τις βέλτιστες πολιτικές και καλύπτοντας το ιδεολογικό φάσμα απ’ τους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες (PES) ως τους Πράσινους (Greens), και τους Ευρωπαίους αριστερούς (The Left).
Κοιτάζοντας κανείς τις καταστατικές θέσεις των τριών αυτών πολιτικό-ιδεολογικών οικογενειών θα βρει στοιχεία και στοχεύσεις σχετικά με μια πιο εξισωτική, πράσινη, και δημοκρατική κοινωνία σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Προφανώς, οι τρεις αυτές οικογένειες έχουν και σημαντικές αντιφάσεις, τόσο στο εσωτερικό τους, όσο και μεταξύ τους. Ωστόσο, αποστολή του νέου φορέα θα είναι να αρθρώσει ένα συνεκτικό αφήγημα, αντλώντας τις καλύτερες ιδέες και πρακτικές της κάθε οικογένειας προσαρμόζοντας τες στο ελληνικό περιβάλλον.
Σε συνθήκες υπαρξιακής κρίσης της δημοκρατίας σαν αυτές που γνωρίζει η Ελλάδα σήμερα, ευρύχωρα ιδεολογικά -και κοινωνικά γειωμένα- κόμματα είναι αναγκαία ώστε να ανατρέψουν το ηγεμονικό κόμμα που σταδιακά υιοθετεί αντιδημοκρατικές πρακτικές. Στο πλαίσιο αυτό, ένας νέος πολιτικός φορέας θα έχει ουσιαστικό (και πιθανότατα επιτυχημένο εκλογικά) λόγο ύπαρξης εφόσον επεξεργαστεί και προτείνει καινοτόμες και ριζικές αλλαγές σε τουλάχιστον τρία βασικά ζητήματα.
Αυτά είναι η ανάταξη των βασικών δημοκρατικών θεσμών αναγκαίων για την ύπαρξη μιας αληθινής, φιλελεύθερης δημοκρατίας που θα μπορεί να ελέγχει τους κυβερνώντες και να δημιουργεί τους θεσμικούς όρους για την δίκαιη παραγωγή και μοιρασιά του πλούτου. Η νέα θέση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο αναδυόμενο παγκόσμιο περιβάλλον μετά την εκλογή Τραμπ στην Αμερική. Καθώς και η φθίνουσα οικονομική κατάσταση και οι ενισχυόμενες κοινωνικές-περιβαλλοντικές ανισότητες προϊοντα της ταξικής μονομέρειας των κυβερνώντων και της κακοδιαχείρισης στους περισσότερους παραγωγικούς τομείς
Πέρα απ’ την επεξεργασία καθαρών και προωθητικών θέσεων στα παραπάνω πεδία πολιτικής, καίρια είναι και η αντι-αρχηγική εσωτερική δομή ενός τέτοιου φορέα[1]. Δεδομένου πως δεν μπορεί να υπάρξει ζωντανή δημοκρατία χωρίς την συμμετοχή των πολιτών, ένα νέο κόμμα οφείλει να λειτουργεί ως ένας συμμετοχικός οργανισμός (καθρέφτης της δημοκρατίας που οραματίζεται για την κοινωνία) με αρχές που θα βασίζονται στην επικοινωνία με τα κινήματα, τον σεβασμό των θεσπισμένων κανόνων, την οριζόντια (δομημένη) διαβούλευση, την λογοδοσία και την συχνή (καταστατικά θεσπισμένη) εναλλαγή της ηγεσίας. Στη λογική αυτή, και λαμβάνοντας υπ’ οψιν την αποτυχία των σημερινών προοδευτικών-αριστερών κομμάτων να εγκολπώσουν αποτελεσματικά αυτές τις αξίες στην λειτουργία τους, τα πρόσωπα που θα απαρτίζουν την ηγετική ομάδα του νέου κόμματος δεν μπορούν να αναζητηθούν στις ηγεσίες (τωρινές και παρελθούσες) των υπαρχόντων πολιτικών σχηματισμών. Με λίγα λόγια, νέες ιδέες, καινούριοι θεσμοί και άφθαρτα πρόσωπα στην ηγετική ομάδα αποτελούν βασικά συστατικά για μια πραγματική αλλαγή του υπάρχοντος απομαγευμένου κομματικού περιβάλλοντος.
Το παραπάνω εγχείρημα φαντάζει ουτοπικό, σχεδόν απίθανο για τους περισσότερους. Είναι αλήθεια πως η δημιουργία κάτι ριζικά νέου κόντρα στο υπάρχων κατεστημένο αποτελεί μια σύνθετη και δύσκολη υπόθεση. Εξίσου αλήθεια είναι όμως πως η σημερινή κατάσταση μοιάζει αδιέξοδη, δημιουργώντας τους όρους για περαιτέρω υποβάθμιση της ζωής της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Απ’ τα σπλάχνα αυτής της κοινωνικής πλειοψηφίας πρέπει να αναδυθεί το νέο, αλλάζοντας ριζικά τους όρους του παιχνιδιού. Γιατί τελικά μόνο έτσι οι γονείς των αδικοχαμένων θυμάτων θα βρουν δικαίωση. Όσο τέλος πάντων αυτό είναι πραγματικά εφικτό.
[1] Η σημασία της συμμετοχικής -απο τα κάτω- δομής ένος νέου φορέα πολλαπλασιάζεται απ’ τον εγγενή κίνδυνο δημιουργίας ενός αντι-πολιτικού κομμάτος, αμφιβόλου αξιοπιστίας, ενεργούμενο επιχειρηματικών συμφερόντων. Άλλωστε, ο θεμελιώδης ρόλος ένος νέου κόμματος είναι να ανατρέψει την κρίση αντιπροσώπευσης που επίμονα τρώει τα σωθικά της Δημοκρατίας. Κάτι τέτοιο, είναι αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς δημοκρατικές και διαφανείς εσωτερικές δομές.