Ο Covid-19 άλλαξε τα παγκόσμια δεδομένα και για την εφαρμογή εξωσωματικής γονιμοποίησης και ανέτρεψε τον προγραμματισμό γυναικών που είχαν ξεκινήσει την διαδικασία και ειδικά όσων βρίσκονταν κοντά στα 50έτη, καθώς ο νόμος 3305/2005 ”αυθαίρετα”, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η πρόεδρος της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Καθηγήτρια Σοφία Καλανταρίδου, ”θεωρεί ότι η ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής της γυναίκας είναι τα 50 έτη, όταν ακόμη και η μέση ηλικία εμμηνόπαυσης είναι τα 51 έτη και όχι τα 50″.
Η Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής υιοθέτησε τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας σχετικά με τα προληπτικά μέτρα που αφορούν τη λοίμωξη από τον κορονοϊό Covid-19 και σύστησε στις γυναίκες που επιθυμούν εγκυμοσύνη με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή να αποφύγουν την εγκυμοσύνη σε αυτό το χρονικό διάστημα, ακόμη και εάν δεν πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια της λοίμωξης από τον Covid-19. Για τις γυναίκες που έχουν ήδη υποβληθεί σε πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας, προτείνεται η αναβολή της εγκυμοσύνης με κατάψυξη ωαρίων ή εμβρύων και μεταγενέστερη εμβρυομεταφορά.
«Αυτή η σύσταση οδήγησε σε απόγνωση πολλές γυναίκες λίγο πριν συμπληρώσουν το 50ο έτος και που είχαν κατεψυγμένα έμβρυα, καθώς σε αυτό το χρονικό διάστημα είχαν προγραμματίσει εμβρυομεταφορά των κατεψυγμένων εμβρύων, ώστε να γίνει εντός του νομίμου ορίου», αναφέρει η κ. Καλανταρίδου.
Η Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής έλαβε υπόψη «τις αγωνιώδεις εκκλήσεις των Μονάδων που εκπροσωπούσαν τις γυναίκες αυτές, προκειμένου να μην ισχύσει το όριο των 50 ετών εν μέσω πανδημίας» και σε πρόσφατη συνεδρίασή της, μετά από εισήγηση της Προέδρου Καθηγήτριας κ. Καλανταρίδου και τις τοποθετήσεις της Αναπληρώτριας Προέδρου Καθηγήτριας Αστικού Δικαίου ΑΠΘ κ. Φουντεδάκη και του μέλους Καθηγήτριας Διοικητικού Δικαίου κ. Πρεβεδούρου αποφάσισε ομόφωνα ότι «η πανδημία και οι πρωτοφανείς συνθήκες που έχει δημιουργήσει συνιστούν ανωτέρα βία, η οποία κατά γενική αρχή του δικαίου αναστέλλει τις νόμιμες προθεσμίες ενέργειας ή άσκησης δικαιώματος και αποφάσισε να υιοθετήσει την ερμηνεία σύμφωνα με την οποία το ανώτατο όριο ηλικίας των 50 ετών για την υποβοηθούμενη γυναίκα συνιστά προθεσμία που αναστέλλεται για όσο διάστημα οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες αποτρέπουν την επιχείρηση εμβρυομεταφοράς λόγω της πανδημίας.»
Αλλαγή της υφιστάμενης νομοθεσίας
Εξάλλου πριν ξεσπάσει η πανδημία Covid-19, η Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, ως αρμόδιος φορέας σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ξεκίνησε διαβούλευση με τις επιστημονικές εταιρείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σχετικά με τις επιτακτικές ανάγκες αλλαγής της υφιστάμενης νομοθεσίας. Μεταξύ των προτεινόμενων αλλαγών είναι και η αλλαγή του ανώτατου ορίου ηλικίας της γυναίκας προκειμένου να υποβληθεί σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.
Όπως τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Καλανταρίδου «στην Ελλάδα, η παροχή υπηρεσιών ιατρικής υποβοήθησης της αναπαραγωγής είναι υψηλού επιπέδου και το φιλελεύθερο νομοθετικό πλαίσιο διασφαλίζει στα ζευγάρια που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν υπηρεσίες ασφαλείς, αξιόπιστες και με υψηλά ποσοστά επιτυχίας. Η χώρα μας αποτελεί πόλο έλξης πολιτών από πολλές χώρες του κόσμου που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν με μεθόδους της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο θεσπίστηκε πριν από αρκετά χρόνια (Ν. 3089/2002 και Ν. 3305/2005) και υπήρξε πρωτοποριακό και φιλελεύθερο. Τα πρόσφατα ιατρικά επιτεύγματα και οι εξελίξεις της βιοτεχνολογίας (πχ κρυοσυντήρηση γενετικού υλικού) έχουν ξεπεράσει τις πρακτικές που επιβάλλει η ισχύουσα νομοθεσία. Επίσης, αποσπασματικές νομοθετικές παρεμβάσεις που έχουν λάβει χώρα διασπούν την ενότητα του συστήματος της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και εντείνουν την περιπλοκότητα και τις δυσχέρειες εφαρμογής του νόμου. Οι προτεινόμενες αλλαγές θα ενισχύσουν, επίσης, τη θέση των Ελληνικών Μονάδων Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής στο διεθνές περιβάλλον του Ιατρικού Τουρισμού».
Σκοπός της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, τονίζει η Καθηγήτρια Σ. Καλανταρίδου είναι η διασφάλιση της υγείας των πολιτών και η συνδρομή στο έργο των Μονάδων Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, που λειτουργούν όπως ορίζει το ελληνικό και το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο.