Με τον Ρ. Τ. Ερντογάν να θέτει το πλαίσιο για μια εφ’ όλης της ύλης συζήτησης του καθορισμού «των περιοχών δικαιοδοσίας του θαλάσσιου και του εναέριου χώρου» με την Αθήνα και τον τουρκοκύπριο πρόεδρο Ερσίν Τατάρ να προδηλώνει τους όρους της διαπραγμάτευσης με τους Ελληνοκύπριους συνδαιτυμόνες του, αξιώνοντας εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία για το “Ψευδοκράτος”, καθίσταται ηλίου φαεινότερο το γιατί η οποιαδήποτε διαπραγμάτευση δύναται να οδηγήσει αφενός στη de jure νομιμοποίηση των εδαφικών τετελεσμένων στην Κύπρο και αφετέρου στη de facto αναγνώριση των αξιώσεων ισχύος της Άγκυρας για συνδιαχείριση-συγκυριαρχία στο Αιγαίο.
Γιατί ακόμη και εάν δύναται κανείς να συμφωνήσει με τα φληναφήματα περί του αναγκαίου πολιτικού διαλόγου Αθήνας-Άγκυρας, θέτοντας εκτός διπλωματικού κάδρου τις προτάσεις της ασυμβίβαστης γραμμής του μη διαλόγου χωρίς την προηγούμενη αποκατάσταση του status quo ante στην Κύπρο ή όποια διπλωματική προσέγγιση καλείται να προσδιορισθεί με βάση τις αρχές της κλασσικής διπλωματίας για τη διασφάλιση της ισορροπίας διαπραγματευτικής ισχύος και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο μερών.
Προϋποτιθέμενες συνθήκες που θεωρούνται άγνωστες και ανοίκειες για τους διαμορφωτές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Αρκεί να υπομνήσουμε ότι η επίκληση του διεθνούς δικαίου από την Άγκυρα σε καμία περίπτωση δεν συναρμόζεται με τη διαπιστωτική της απόφανση ότι νησιά, νησίδες και βραχονησίδες δεν δικαιούνται θαλάσσιων ζωνών πλην της αιγιαλίτιδας. Και όταν αναφέρονται σε διερευνητικές συνομιλίες αρκούνται στην προηγούμενη ιστορική εμπειρία των 60 και πλέον γύρων διερευνητικών συνομιλιών όπως καταγράφεται από τα λεχθέντα των διαμορφωτών της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: «επί 55 γύρους, μέχρι το 2013» το αντικείμενο των διερευνητικών επαφών δεν ήταν «ούτε η οριοθέτηση ΑΟΖ, ούτε η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου στην οποία βρίσκονται πολύ σημαντικά ελληνικά νησιά», αλλά «η αναζήτηση συμφωνίας για την έκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο».
Κατά τούτο το κυρίως αντικείμενο των διερευνητικών συνομιλιών συνίσταται στο ζήτημα της κλιμακωτής διεύρυνσης ή μη των ελληνικών χωρικών υδάτων, «που σε ορισμένες περιπτώσεις προέβλεπε την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ηπειρωτικής χώρας ή ακόμη και στα νησιά δυτικά του 25ου μεσημβρινού στα 12 ν.μ. και στα υπόλοιπα νησιά κλιμακωτή και κατά περίπτωση επέκταση που έφθανε μέχρι τα 8 ή 10 μίλια αλλά και σε πολλές περιπτώσεις παρέμεναν καθηλωμένα στα 6 ν.μ.».
Χωρίς να θέλουμε να προβούμε σε αξιολογικές κρίσεις περί του πρακτέου και συνυπολογίζοντας τις μαρτυρίες του Τούρκου πρέσβη Ντ. Μπουλούκμπασι, που έλαβε μέρος στον 36 γύρο των διερευνητικών συνομιλιών, αναφερόμενoς σε συγκεκριμένες περιοχές που η Ελληνική πολιτική ηγεσία είχε αποδεχθεί των περιορισμό των χωρικών της υδάτων στα 6 ναυτικά μίλια, το προκείμενο συνίσταται στο εάν υπάρχει μία εναργώς προσδιορισμένη και συντεταγμένη πρόταση πολιτικής για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων. Αντί να λειτουργούμε μεταπρατικά, αναπαράγοντας άνευ όρων και προϋποθέσεων πολιτικές του παρελθόντος όπως καταδεικνύει η ιστορική εμπειρία για το Αιγαίο, την Κύπρο και το ζήτημα της ονοματοδοσίας των Σκοπίων, καλό θα ήταν οι διαμορφωτές της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να κατανοήσουν τα αφετηριακά κίνητρα και τις προθέσεις της Άγκυρας διαχρονικά. Τα οποία εκκινούν από την ακόρεστη βουλιμία των πολιτικών αξιώσεων ισχύος της για την θεμελιώδη αλλαγή του εδαφικού καθεστώτος από τη Θράκη και το Αιγαίο μέχρι την Κύπρο.
Ειδικότερα στη συγκαιρινή περίοδο των ανεμογενών κυμάτων στο Αιγαίο, μετά και τις τελευταίες εξελίξεις της παραίτησης του Α’ Γενικού διευθυντή του ΥΠΕΞ, του πρέσβη Ρούσου Κούνδουρου, ως ένδειξη διαμαρτυρίας στη συνεχιζόμενη υλοποίηση της μυστικής ατζέντας συνομιλιών, καθίσταται πρόδηλη η αναγκαιότητα για την πρόταξη μιας ενιαίας πολιτικής αποτροπής απέναντι στις τουρκικές αναθεωρητικές αξιώσεις ισχύος. Λόγω της απουσίας μιας παγκόσμιας κυβέρνησης, το εκάστοτε κράτος οφείλει να βοηθά εαυτό για να επιβιώσει μέσα σε συνθήκες ρευστότητας, αβεβαιότητας, τρόμου και απληστίας.
Το να επιχειρεί λοιπόν ο καθείς, χωρίς να διαθέτει το αναγκαίο θεωρητικό και ιστορικό υπόβαθρο, να προβλέψει τον τρόπο πολιτικοστρατηγικής συμπεριφοράς του εκάστοτε κράτους, μέσα από το πλήθος των ανεξάρτητων (ηγέτης, ομάδες της κυβερνητικής και στρατιωτικής γραφειοκρατίας, κ.α.) και παρεμβαίνουσων (περιφερειακές και πλανητικές δυνάμεις) μεταβλητών, σε διαφορετικές χρονικά, γεωγραφικά και πολιτικά πλαίσια, είναι σαν να προσπαθεί να στερεώσει «καλαμάκια στον άνεμο».
Εν κατακλείδι η ατραπός της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έχει εκ προοιμίου οριοθετηθεί, όταν από τις δεκάδες δήθεν έγκαιρες προειδοποιήσεις περί επερχόμενου ελληνοτουρκικού πολέμου φθάσαμε στην επιλογή ενός έντιμου πολιτικού συμβιβασμού επικυρώνοντας το δόγμα της μικρή πλην εντίμου Ελλάδος.