Ανιστόρητες συνομολογήσεις, πολιτικοί καιροσκοπισμοί

Ανιστόρητες συνομολογήσεις, πολιτικοί καιροσκοπισμοί
|
Open Image Modal
Alkis Konstantinidis / Reuters

Η προ-συμφωνία που υπεγράφη ανάμεσα στον Έλληνα και τον Σκοπιανό πρωθυπουργό πολυδιαφημίζεται ήδη ως μία αμοιβαία επωφελής λύση σε ένα πρόβλημα που επί 25 και πλέον έτη ταλάνιζε τις δύο χώρες και τη διεθνή κοινότητα. Είναι όμως έτσι;

Αν κανείς - όντας προφανώς απέναντι σε εθνικιστικές κορώνες - εμφορείται από την αντίληψη του Διονυσίου Σολωμού ότι «το Έθνος πρέπει να μάθει θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό», θα πρέπει να ομολογήσει ότι η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ δεν πληροί την προϋπόθεση της ιστορικής αλήθειας. Και κατ’ επέκταση, ήδη καθίσταται μάλλον αδύνατο να υιοθετηθεί από κάθε λαό εκατέρωθεν της συνοριακής γραμμής.

Προ ημερών, ανέλυσα σε κείμενό μου, τα αίτια και τις παραμέτρους που δημιούργησαν τις σήμερα κατοικοεδρεύουσες εθνοτικές κοινότητες εντός του κράτους της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Για την οικονομία χώρου και χρόνου, περιορίζομαι να σημειώσω τα συμπεράσματα που εξάγονται αβίαστα από την ιστορική έρευνα και αλήθεια:

Οι πολίτες του κράτους της ΠΓΔΜ είναι στην πλειοψηφία τους Σλάβοι και στη μειοψηφία τους Αλβανοί στην καταγωγή.

Η περιοχή της σημερινής ΠΓΔΜ ανήκε πράγματι στο Μακεδονικό Βασίλειο του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το οποίο ήταν αυτονοήτως ελληνικό βασίλειο.

Οι σημερινοί κάτοικοι και πολίτες της περιοχής δεν βρίσκονταν στην περιοχή κατά την προαναφερθείσα περίοδο. Κατήλθαν σε αυτή αργότερα, ιδίως κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους, ιδρύοντας τις λεγόμενες «σλαβινίες» ή «σκλαβινίες», κοινότητες σλαβόφωνων, αρκετές εκ των οποίων δημιουργήθηκαν και στον κυρίως ελλαδικό χώρο, το χώρο του σημερινού ελληνικού κράτους.

Η «μακεδονική» ταυτότητα των Σλάβων και Αλβανών της ΠΓΔΜ αποτέλεσε «παροχή» του Γιόζιπ Μπροζ Τίτο προς εκείνους κατά την περίοδο της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας.

Κατά συνέπεια, γίνεται αντιληπτό ότι η Μακεδονία αποτέλεσε και αποτελεί γεωγραφική περιοχή στην οποία κατοίκησαν και κατοικούν άνθρωποι διαφορετικών εθνοτήτων, με αποτέλεσμα ουδείς να νομιμοποιείται ιστορικά και πολιτιστικά να την οικειοποιηθεί μονομερώς ως εθνική ταυτότητα, πόσω μάλλον ως εφαλτήριο πολιτικής εθνογένεσης.

Τι συνομολογήθηκε με τη σημερινή προ-συμφωνία όμως; Αναφέρομαι με τον συγκεκριμένο όρο, καθώς η τελική συμφωνία θα αποτελεί και τη διεθνή σύμβαση που θα πρέπει να κυρώσουν τα δύο κοινοβούλια, εφόσον θα έχει προηγηθεί η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η ΠΓΔΜ σήμερα (κύρωση από το κοινοβούλιο, ενδεχόμενο δημοψήφισμα, αναθεώρηση συντάγματος για απαλοιφή αλυτρωτικών αναφορών).

Με τη σημερινή προ-συμφωνία η Ελλάδα δέχεται η ΠΓΔΜ να λάβει το όνομα Βόρεια Μακεδονία, οι δε πολίτες της να ονομάζονται στο εξής «Μακεδόνες / Πολίτες της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», ενώ η γλώσσα τους να αποκαλείται «μακεδονική».

Αμέσως δημιουργείται το πρώτο λογικό και ιστορικό άλμα. Εφόσον η χώρα θα ονομάζεται Βόρεια Μακεδονία, πώς είναι δυνατόν οι πολίτες της να καλούνται σκέτο Μακεδόνες και όχι, όπως θα ήταν το τυπικά ορθό, Βορειομακεδόνες ή έστω περιφραστικά «Πολίτες της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας»;

Περαιτέρω, στο ζήτημα της γλώσσας. Η γλώσσα αποκαλείται επισήμως πλέον «μακεδονική», ενώ είναι εν τοις πράγμασι διαπιστωμένο και αντιληπτό ότι πρόκειται για γλώσσα σλαβοβουλγαρικής προέλευσης. Και πάλι, η ορθή πολιτική επιλογή θα όφειλε να ήταν «βορειομακεδονική» και όχι σκέτο μακεδονική.

Επιπλέον, το άρθρο 7 παρ. 1 όπου αναφέρεται ότι «τα Μέρη αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους «Μακεδόνας» και «Μακεδονία» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά» δεν αποτελεί προφανέστατα εγγύηση υπέρ της Ελλάδας, αλλά τυπική κατοχύρωση μιας πολιτικής ίσων αποστάσεων που ουσιαστικά χαρίζει στην άλλη πλευρά κάτι το οποίο μέχρι σήμερα δεν είχε τολμήσει να ζητήσει και σε κάθε περίπτωσε να κατοχυρώσει, το δικαίωμά της να αναφέρεται εσωτερικά επισήμως και με τρόπο διεθνώς αναγνωρισμένο σε «Μακεδονία», «Μακεδόνες» και «μακεδονική» γλώσσα και ταυτότητα.

Το εν λόγω άρθρο ανατρέπει ευθέως την αρχή του erga omnes (δηλ. η ονομασία να ισχύει έναντι όλων: εντός της χώρας, στις διμερείς της σχέσεις με την Ελλάδα και στις διεθνείς της υποχρεώσεις), που υποτίθεται ότι κατοχυρώνεται από άλλες διατάξεις της συμφωνίας.

Στο πολιτικό πεδίο τώρα. Η συγκεκριμένη συμφωνία πρόκειται σύντομα να θέσει προ τετελεσμένων γεγονότων μία πιθανή επόμενη ελληνική κυβέρνηση. Η δήλωση της Ελλάδας προς το ΝΑΤΟ ότι επί της ουσίας αίρονται οι από τη μεριά της παρεμποδίσεις ως προς την είσοδο της ΠΓΔΜ στον οργανισμό εφόσον τηρηθεί η συμφωνία, θα συμβεί άμεσα, πριν την κύρωση από τη βουλή των Σκοπίων, πριν το ενδεχόμενο δημοψήφισμα και πριν τις τροποποιήσεις στο σύνταγμα.

Όταν δε αυτά επισυμβούν, μια επόμενη ελληνική κυβέρνηση που θα κληθεί να φέρει προς κύρωση στο ελληνικό κοινοβούλιο τη συμφωνία ως διεθνή σύμβαση, θα είναι πολιτικά επικίνδυνο πάντως εξαιρετικά δύσκολο να διατυπώσει διαφωνίες ως προς οποιοδήποτε από τα άρθρα της συνθήκης και ιδίως ως προς όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω. Σε αντίθετη περίπτωση, η χώρα θα εκτεθεί διεθνώς ως μη έχουσα θεσμική συνέχεια, κάτι το οποίο μπορεί να έχει συνέπειες, τις οποίες κανείς μας σήμερα δε μπορεί να διανοηθεί.

Η κυβέρνηση με τη συνομολόγηση αυτής της συμφωνίας αλλά και με την αρχική της ζέση να επιλύση εδώ και τώρα το Σκοπιανό επιδίωξε να τραβήξει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης από τα οικονομικά και την ψήφιση του τέταρτου ουσιαστικού μνημονίου σε ένα άλλο πεδίο, το οποίο θεώρησε ίσως πιο ευκαιριακό. Μόνη αρμόδια να αποδείξει αν είχε τελικά δίκιο είναι φυσικά η... κάλπη που θα στηθεί αργά ή γρήγορα.

Τότε που οι Έλληνες πολίτες θα κληθούν να απαντήσουν στο ερώτημα αν φρόντισαν αυτοί και τα παιδιά τους μέχρι σήμερα να μάθουν ιστορία ή αν το κύμα της… «αγανάκτησης» που τους προκάλεσαν... η κρίση και τα μνημόνια είχε αρνητικές συνέπειες στη γνώση και τη μνήμη τους, εκτός από την τσέπη και τη ζωή τους.