*«Ο ήχος των κινητών τηλεφώνων βλάπτει σοβαρά το φεστιβάλ» μας υπενθυμίζει πριν από κάθε ταινία το σχετικό σποτάκι, αλλά στην προβολή του «Meili» από την Ταϊβάν (Διεθνές Διαγωνιστικό) στο «Ολύμπιον», το κουδούνισμα των τηλεφώνων και η φωτισμένη οθόνη διαφόρων συσκευών, δημιουργούσε συνεχείς εντάσεις έως και υστερικές διαμαρτυρίες από τους υπολοίπους. Η ενδιαφέρουσα ταινία, για μια νεαρή λεσβία και παρένθετη μητέρα που συνεχώς διαψεύδεται στην προσωπική και την επαγγελματική της ζωή και οδηγείται στα άκρα, σόκαρε το -εν πολλοίς ανίδεο- κοινό (ανάμεσά τους και πολλά παιδιά), σε κανά-δυό τολμηρές και ακραίες σκηνές. Η αλήθεια είναι πως η σύνοψη στον κατάλογο δεν σε προϊδέαζε τι πας να δεις…
*…σε αντίθεση με το μεγάλο πολυδιαφημισμένο φετινό αφιέρωμα στο queer σινεμά (γκέι ταινίες με πολιτικοποιημένη ματιά και αισθητική άποψη), που παρουσίασε μια ανθολογία (38 ταινίες) των σημαντικότερων ελληνικών ταινιών του είδους των τελευταίων 50 ετών. Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιήθηκε μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα με μερικούς από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του είδους (και όχι μόνο), όπως ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, ο Πάνος Κούτρας, ο Τάκης Σπετσιώτης, ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης, ο Κυριάκος Χατζημιχαηλίδης και άλλοι. Για πρώτη φορά ένας επίσημος δημόσιος (και το τονίζουμε αυτό) οργανισμός διοργανώνει ένα αφιέρωμα που εστιάζει στην queer τέχνη. Όπως ανέφερε ο καθηγητής (Πανεπιστήμιο Πατρών) Κωνσταντίνος Κυριακός, που επιμελήθηκε το αφιέρωμα, πλέον οι ταινίες αυτές βγήκαν από την ντουλάπα, προβάλλονται σε φεστιβάλ, και οι σκηνοθέτες τους, απελευθερωμένοι από την ενοχική απόκρυψη της ταυτότητάς τους, αποκτούν κύρος. Τα πράγματα ήταν βέβαια πολύ διαφορετικά το ’70 όπου «απαιτείτο μεγάλο θάρρος ή άγνοια κινδύνου για να γυρίσεις μια τέτοια ταινία, ενώ αν αναζητούσες ομοφυλοφιλική συντροφιά τις εποχές αυτές θα μπορούσες να φυλακιστείς ή να εξοριστείς».
«Η μεγάλη πρόοδος πάντως, στην ελληνική κοινωνία», σύμφωνα με τον Κ.Γιάνναρη, «δεν έγινε μέσω του queer κινηματογράφου, αλλά μέσα από ενέργειες ακτιβιστών που έθεσαν επιτακτικά το θέμα του γάμου. Που ναι μεν μπορεί να θεωρηθεί μια συντηρητική προσέγγιση , αλλά όπως αποδείχθηκε ήταν απόλυτα σωστή σε μια εποχή που όλοι πέθαιναν από ΑΙDS προκαλώντας ένα τεράστιο κύμα μίσους.».
Ο Πάνος Κούτρας πάλι υποστήριξε πως «ήταν οι χιλιάδες νεκροί του AIDS που έδωσαν ορατότητα σε αυτές τις ομάδες. Από εκεί και πέρα ήταν ένας μονόδρομος…»
Ο Χάρης Παπαδόπουλος, πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, προσέθεσε πως « δεν χρειάζεται να είσαι ομοφυλόφιλος για να κάνεις γκέι ταινίες», και μίλησε για queer σκηνές ακόμα και στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Όλοι πάντως συμφώνησαν πως ταινίες με λεσβιακή θεματολογία ακόμα γυρίζονται με μεγάλη διστακτικότητα στην Ελλάδα, καθώς οι λεσβίες στην χώρα μας είναι «δύο φορές αόρατες. Και ως γυναίκες και ως λεσβίες».
*Ταινίες για την κρίση και την μετανάστευση έχουμε δει πολλές στην Ελλάδα, αλλά πάνω που πιστεύαμε πως το θέμα έχει πια εξαντληθεί σε σημείο κορεσμού, να που κάποια φιλμ του Φεστιβάλ μας εκπλήσσουν.
Παράδειγμα «Η δουλειά της» του Νίκου Λαμπότ για τον εργασιακό μεσαίωνα στην Ελλάδα (δες χθεσινή ανταπόκριση) και το «Holy Boom» της Μαρίας Λάφη (πρωτοεμφανιζόμενοι και οι δύο). Ήρωες της Λάφη, είναι μια μικροαστή ηλικιωμένη κυρία ( Νένα Μεντή) και τρεις νεαροί μετανάστες στην Ελλάδα: ένας Αφρικανός που συζεί με μια ελληνίδα και διακινεί ναρκωτικά, μια νεαρή Αλβανίδα, μητέρα ενός μωρού και θύμα τράφικινγκ, κι ένας επιθετικός έφηβος Φιλιππινέζος με παραβατική συμπεριφορά που παρενοχλεί σεξουαλικά μια συμμαθήτριά του. Οι ζωές τους διασταυρώνονται τις ημέρες του Πάσχα, με τραγικό αλλά και απελευθερωτικό τρόπο. Θα σταθούμε κυρίως στο γεγονός πως η ταινία επιτέλους ανατρέπει τα πολιτικώς ορθά στερεότυπα που θέλουν όλους τους μετανάστες αθώα και άπραγα θύματα των κακών ακροδεξιών και ρατσιστών Ελλήνων.
Αντιθέτως, η Λάφη επιλέγει να παρουσιάσει τρισδιάστατα (όλους) τους χαρακτήρες της: χωρίς να παραγνωρίζει την πίεση που τους ασκείται από το κοινωνικό περιβάλλον μιας Ελλάδας που έχει φτάσει στα όριά της, τους παρουσιάζει όλους υπόλογους για τις επιλογές τους. Την δε λύση στο δράμα δίνει η συντηρητική και θεούσα κυριούλα της διπλανής πόρτας: που μπορεί σοκάρεται από την σχέση μιας νεαρής ελληνίδας με έναν μαύρο, αλλά όταν χρειαστεί δεν θα διστάσει να τους ανοίξει την πόρτα…
*Μέχρι τον Αρκτικό Κύκλο έφτασε ο Άγγελος Φραντζής και η σύντροφός του Κάτια Γκουλιώνη, παρέα με τον Ανδρέα Κωνσταντίνου (γνωστό μας από τη «Μικρά Αγγλία» και το «Τελευταίο Σημείωμα» του Βούλγαρη) για τις ανάγκες της ταινίας «Ακίνητο Ποτάμι» -και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει απόλυτα. Ένα ζευγάρι μετακομίζει σε μια βιομηχανική, χτισμένη επί Στάλιν, πόλη της παγωμένης Σιβηρίας για επαγγελματικούς λόγους.
Η κοπέλα μένει έγκυος –όμως το ζευγάρι δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις επί μήνες. Ωστόσο εκείνη αρνείται κατηγορηματικά ότι απάτησε τον σύντροφό της… Στην καλύτερη ταινία της μέχρι σήμερα καριέρας του, και για κάποιους την καλύτερη ταινία της χρονιάς, ο Φραντζής αντιπαραθέτει με επιδεξιότητα το ορθολογικό με το υπερφυσικό/υπερβατικό σε μια πανέμορφης αισθητικής ταινία, όπου ο πάγος και το χιόνι μοιάζουν να διαπερνούν τις ψυχές των ηρώων του, με αμείωτο, μέχρι τέλους, σασπένς: ο νεαρός επιστήμονας παλεύει να κατανοήσει βάσει της κοινής λογικής και της επιστήμης (βλ. τεστ DNA) ποιος μπορεί να είναι ο πατέρας, ενώ η κοπέλα, αφοπλιστικά ειλικρινής στην υπεράσπιση της αθωότητάς της , και απελπισμένη με το παράλογο του πράγματος, καταλήγει να αποδέχεται τον ρόλο μιας …σύγχρονης Παναγίας (άμωμος σύλληψη) που της φορτώνει ένα τσούρμο ρώσων θρησκόληπτων.
Αν και ο Φραντζής παίρνει μια αμφιλεγόμενη θέση στο απρόσμενο φινάλε της ταινίας του, θέτει έναν διαχρονικό προβληματισμό: αυτόν της αέναης σύγκρουσης μεταξύ ορθολογικού και πνευματικού, θίγοντας ζητήματα περιβαλλοντικής εκμετάλλευσης, πίστης, σεξουαλικής ανικανότητας και ερωτικής ψυχρότητας, αγάπης, υπέρβασης, θρησκοληψίας και φανατισμού. Και ταυτόχρονα εκφράζειτον δικό του, προσωπικό προβληματισμό για όσους πιστεύουν τυφλά μόνο σε ό,τι βλέπουν με τα μάτια τους. «Όπως έχει αποδείξει η Ιστορία», μας είπε μετά την προβολή, «τα χειρότερα εγκλήματα έχουν γίνει στο όνομα της πίστης, αλλά μπορούν να γίνουν και στο όνομα του ακραίου ορθολογισμού».
*Πιο ανάλαφρη η ματιά του Γιώργου Πανουσόπουλου, στην κωμωδία του «Σ’ αυτή τη χώρα κανείς δεν ήξερε να κλαίει» (που προβλήθηκε στο τμήμα του φεστιβάλ «Μια δεύτερη ματιά»), μας μεταφέρει σε ένα ουτοπικό νησί του Αιγαίου, όπου οι κάτοικοι έχουν καταργήσει το χρήμα και ζουν πανευτυχείς μέσω της ανταλλακτικής οικονομίας (οι συναλλαγές γίνονται σε είδος δηλαδή), ενώ οι διαφορές των κατοίκων λύνονται σε Λαϊκό Δικαστήριο. Έτσι, η κομμώτρια πληρώνεται με αυγά, όσπρια, γάλα ή κρασί, μια κατσίκα καλύπτει …τον φόρο κληρονομιάς, ενώ για τους άνω των 65 όλα είναι τσάμπα. Και βέβαια οι τεχνοκράτες της ΕΕ που πηγαίνουν εκεί για να φέρουν στο νησί την ….ανάπτυξη παθαίνουν πολιτισμικό σοκ και στην συνέχεια παραδίδονται άνευ όρων στη σαγήνη του τόπου.
Στην ταινία πρωταγωνιστεί η εντυπωσιακή κόρη του Πανουσόπουλου, η νεαρή Μαργαρίτα Πανουσοπούλου («Ο μπαμπάς μου βρήκε τον μάστορά του», μας είπε γελώντας στο ερώτημά μας πως συνεργάστηκαν), ενώ η παραγωγός Ελένη Κοσσυφίδου μας εξήγησε πως η ταινία γυρίστηκε στην Ικαρία όπου η σχέση με τα χρήματα είναι επίσης κάπως …χαλαρή. «Μπορείς για παράδειγμα να δεις έναν καταστηματάρχη να αφήνει το μαγαζί του για λίγες ώρες μόνο του για να πάει για τσίπουρο, και τους πελάτες να παίρνουν μόνοι τους ο, τι θέλουν και να αφήνουν τα χρήματα!»
*Οι Κύπριοι έκλεψαν την παράσταση στο φετινό φεστιβάλ. Κάτι η ταινία «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ» του Μάριου Πιπερίδη , κάτι το «Chinatown-Τα τρία καταφύγια» της Αλίκης Δανέζη Κνούτσεν (και όμως πρόκειται για την πρώτη ελληνική κουνγκ-φου ταινία !)
κάτι η «Παύση» της πρωτοεμφανιζόμενης Τώνιας Μισιαλή, η Κύπρος φέτος είναι πολύ ανεβασμένη κινηματογραφικά.
Όσο για την ηρωίδα της Μισιαλή, μια γυναίκα σε συζυγική και υπαρξιακή κρίση στο κατώφλι της εμμηνόπαυσης (Στέλα Φυρογένη), ήταν απλώς απολαυστική στις εκδικητικές της φαντασιώσεις απέναντι σε έναν αδιάφορο και αποκρουστικό σύζυγο –τόσο απολαυστική που συγχωρείς στην σκηνοθέτρια την παρουσίαση του συζύγου ως μια καρικατούρα παραδοσιακού αρσενικού. Κι επιτέλους: μια ταινία που τολμά να δείξει τον ερωτισμό μιας γυναίκας σε ώριμη ηλικία…
*Αύριο Κυριακή πέφτει η αυλαία με τα βραβεία του Διεθνούς, και τα στοιχήματα ήδη πέφτουν. Κι εμείς, ως συνήθως, ευχόμαστε να έρθει η στιγμή που θα υπάρξει ένα ξεχωριστό διαγωνιστικό τμήμα για τις ελληνικές ταινίες, με βραβεία χρηματικά –γιατί καλό το ονόρε αλλά δει δη χρημάτων.
Και του χρόνου.