Αφού ευχηθώ καλή και ευλογημένη χρονιά στους αναγνώστες, περνώ κατευθείαν στο θέμα. Αφορά σε δύο προβληματικά νομοθετήματα του Υπουργείου Παιδείας που σχετίζονται με την Εκκλησία. Παρακαλώ για την προσοχή και υπομονή των αναγνωστών.
Α. Ο νόμος 4823 του 2021 ίδρυσε τις Σχολές Μαθητείας Υποψηφίων Κληρικών (ΣΜΥΚ), διετούς διάρκειας, για όσους απόφοιτους Λυκείου δεν θα συνεχίσουν την φοίτηση σε ΑΕΙ. Ικανοποιώντας πάγιο αίτημα της Εκκλησίας της Ελλάδας η Υπουργός θεσμοθέτησε την πλειοψηφία των εκπροσώπων της Εκκλησίας έναντι των παραγόντων του Υπουργείου (5 προς 4) στο Εποπτικό Συμβούλιο. Λογικό και δίκαιο, αφού έτσι θα οργανωθούν τα προγράμματα σπουδών και η λειτουργία τους με τρόπο που θα ταιριάζει περισσότερο στις ανάγκες της ιερωσύνης.
Όμως το ίδιο νομοθέτημα περιείχε και έναν κεραυνό! Χωρίς καμία αιτιολόγηση το Υπουργείο κατήργησε τις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες Θεσσαλονίκης και Ιωαννίνων, αφήνοντας να λειτουργούν της Αθήνας και του Ηρακλείου. Εν ψυχρώ και αιφνίδια «κρέμασε» εκατοντάδες φοιτητές της Βόρειας Ελλάδας (αρκετοί των οποίων οικογενειάρχες), υποχρεώνοντάς τους να φοιτούν στην Αθήνα πλέον! Αφήνω το πρόβλημα του καθηγητικού και διοικητικού προσωπικού.
Δώσαμε μεγάλο αγώνα τότε αλλά προσκρούσαμε σε τοίχο. Το κακό συντελέστηκε δίχως κανένα σκεπτικό. Η Πολιτεία πρόσφερε στην Εκκλησία την ικανοποίηση ενός δίκαιου αιτήματος, ενώ με το άλλο χέρι επέφερε ένα καταστροφικό χτύπημα στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Εκπαίδευση. Ας σημειώσω ότι δεν ζήτησε την γνώμη του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου γι’ αυτήν την κατάργηση, όπως επέβαλλε ο ιδρυτικός νόμος 3432 του 2006.
Αλλά τα παράξενα δεν τελείωσαν εδώ.
Β. Την χρονιά που πέρασε ψηφίστηκε ο νόμος 4957 του 2022 για τα ΑΕΙ. Σε κάποια άρθρα του ρυθμίστηκαν και θέματα σχετικά με την Εκκλησία: συγκεκριμένα κατοχυρώθηκαν ως οργανικές οι θέσεις χιλιάδων κληρικών οι οποίοι μισθοδοτούντο ανέκαθεν από το Δημόσιο χωρίς να έχουν θεσμοθετηθεί οι οργανικές τους θέσεις. Επρόκειτο πάλι για πάγιο και εύλογο αίτημα της Εκκλησίας, το οποίο ικανοποιήθηκε χωρίς πρόσθετη δαπάνη για τον προϋπολογισμό, προς τιμήν των αρμοδίων οι οποίοι αδιαφόρησαν για τις λαϊκιστικές αντιρρήσεις κάποιων βουλευτών.
Όμως, στον ίδιο νόμο συναντούμε μια επώδυνη έκπληξη. Στα άρθρα 336, παρ. 16-17 (για τις μητροπόλεις της Δωδεκανήσου), 347, παρ. 14-15 (για την Εκκλησία της Ελλάδας), και 348, παρ. 13-14 (για τις μητροπόλεις της Κρήτης) αναφέρονται οι προϋποθέσεις εκείνες με τις οποίες ένας κληρικός απομακρύνεται από την υπηρεσία αν τού ασκηθεί δίωξη. Πράγματι, όπως θα ανέμενε κανείς, απαριθμούνται κακουργήματα για τα οποία, όταν ασκηθεί ποινική δίωξη, οφείλει ο κληρικός να παροπλίζεται προσωρινά. Η διατύπωση είναι η εξής:
«Οι κληρικοί των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος (αντίστοιχα: Κρήτης, Δωδεκανήσου) που μισθοδοτούνται από το Δημόσιο και σε βάρος των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη για κακούργημα ή για τα ακόλουθα αδικήματα, λαμβάνουν το πενήντα τοις εκατό (50%) των αποδοχών τους με πράξη του εκκαθαριστή αποδοχών… Μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης εκκινεί αμελλητί η διαδικασία παραπομπής των κληρικών στα αρμόδια εκκλησιαστικά δικαστήρια και μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης των εκκλησιαστικών δικαστηρίων τελεί σε αναστολή η εγγραφή τους στο μητρώο θρησκευτικών λειτουργών».
Εύλογα όλα αυτά και ήδη (πριν από τον συγκεκριμένο νόμο) επιβάλλονται τα εν λόγω προσωρινά μέτρα στα ακόλουθα αναφερόμενα αδικήματα: α) κλοπή, υπεξαίρεση (κοινή και στην υπηρεσία), απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, απιστία περί την υπηρεσία, παράβαση καθήκοντος, … οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, σωματική βλάβη εμβρύου ή νεογνού, ενδοοικογενειακή βία, αρπαγή ανηλίκων, παράνομη κατακράτηση, παράνομη βία, αυτοδικία, απειλή, διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων, β) βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων, αθέμιτη επιρροή σε δικαστικούς λειτουργούς, διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας, διατάραξη δικαστικών συνεδριάσεων, απείθεια, στάση, αντιποίηση, παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η αρχή, παραβίαση φύλαξης της αρχής, γ) … πρόσκληση και προσφορά για την τέλεση εγκλήματος, εγκληματική οργάνωση, τρομοκρατικές πράξεις - τρομοκρατική οργάνωση, αξιόποινη υποστήριξη, … προσβολή συμβόλων ή τόπων ιδιαίτερης εθνικής ή θρησκευτικής σημασίας, δ) τα αδικήματα του ν. 927/1979 (Α’ 139) [για ναρκωτικά], ε) προσηλυτισμό.
Επιπρόσθετα, όμως, βλέπει κανείς έκπληκτος να περιλαμβάνονται στους παραπάνω λόγους παροπλισμού του κληρικού και στέρησης του 50% των αποδοχών του και τα εξής αδικήματα: συκοφαντική δυσφήμηση, … διέγερση σε ανυπακοή, διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων, … διατάραξη κοινής ειρήνης, απειλή διάπραξης εγκλημάτων, διασπορά ψευδών ειδήσεων, βιαιοπραγίες ή διχόνοια, … αδικήματα του ν. 4139/2013 (Α’ 74) [διακρίσεις ή προσβολές εξαιτίας διαφορετικής φυλής, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου κτλ].
Προσοχή! Μιλούμε όχι για καταδίκη αλλά για απλή άσκηση ποινικής δίωξης. Αν, δηλαδή, οποιοσδήποτε κακόπιστος μηνύσει κληρικό ότι τόν συκοφάντησε, ή ότι στο κήρυγμά του διέγειρε τον κόσμο σε ανυπακοή (ποια είναι αυτή; και προς ποιόν;), ή ότι διέσπειρε ψευδείς ειδήσεις (ποιος κρίνει την αλήθειά τους;), ή ότι προκαλεί διχόνοια (!), τότε ο κληρικός μπαίνει στην άκρη και η οικογένειά του στερείται τον μισό μισθό! Θα αποκατασταθεί (ευτυχώς έντοκα, ο νόμος προνοεί γι’ αυτό) όταν αθωωθεί τελεσίδικα, δηλαδή μετά από 7-8 χρόνια! Και αν είναι επίσκοπος τι γίνεται; Εκπίπτει από την μητρόπολή του;
Νομίζω ότι πλέον ο καθένας αντιλαμβάνεται σε τι τοπίο ξημερώνουμε. Τα παραπάνω αδικήματα προστέθηκαν επειδή δεν προβλέπονταν από τις προηγούμενες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα. Το πρόβλημα το οποίο γεννιέται είναι η ρευστή και υποκειμενική φύση τους, καθώς και η δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν ως μηχανισμός εξουδετέρωσης των μη αρεστών στο κράτος κληρικών.
Με άλλα λόγια, έχουμε νέο κρούσμα ενός νόμου ο οποίος ρυθμίζει ικανοποιητικά ένα εκκλησιαστικό πρόβλημα, αλλά την ίδια στιγμή με ύπουλο τρόπο προσπαθεί να θέσει υπό έλεγχο τον κλήρο. Πολύ εύκολα, πλέον, είτε από ιδιοτροπία κάποιου άγνωστου, είτε και από εγκάθετους της εξουσίας, θα αχρηστεύεται ένας κληρικός επί σειρά ετών εάν εκφράζει γνώμη δυσάρεστη για τους όποιους κρατούντες! Διότι δεν είναι σπάνιο ένα κήρυγμα να διχάζει, άλλοτε από όντως σφάλμα του κληρικού και άλλοτε από την φύση του, επειδή η αλήθεια ενοχλεί. Αρμόδιος να ελέγξει έναν τέτοιο κληρικό είναι ο μητροπολίτης του, όχι ο εισαγγελέας. Όταν η διατύπωση γνώμης ποινικοποιείται έχουμε αρχή ολοκληρωτισμού.
Για πληρέστερη ενημέρωση των αναγνωστών θα ήθελα να διευκρινίσω ότι στις δαγκάνες του τρομοκρατικού αυτού νόμου θα εμπίπτουν πλέον οι κληρικοί που διατυπώνουν αντιεπιστημονικές ιατρικές απόψεις, ή εκφράζονται κατά της ομοφυλοφιλίας, ή συνιστούν στον κόσμο να μην τελεί πολιτικό γάμο, ή τοποθετούνται δημόσια ενάντια σε ιδεολογικές επιλογές της εκάστοτε κυβέρνησης ή σε τηλεοπτικά προγράμματα, και όποια άλλη περίπτωση μπορεί να προσθέσει η φαντασία σας. Σίγουρα θα βρεθούν κληρικοί οι οποίοι δημόσια θα δηλώσουν, πχ ότι το Υπουργείο Παιδείας προωθεί τον αφελληνισμό και αποχριστιανισμό των παιδιών, ή ότι αποτελεί αντιπαιδαγωγική μέθοδο να διαβάζουν παραμύθια στα νηπιαγωγεία οι drag queens και πολλά άλλα…
Αρκεί μία μήνυση κάποιου ώστε όλοι αυτοί να καταδικάζονται σε πείνα και αδράνεια. Βεβαίως προβλέπονται περιπτώσεις κατά τις οποίες η μήνυση δεν καταλήγει σε δίκη, κατά την κρίση του εισαγγελέα. Αλλά δυστυχώς πολλοί εισαγγελείς τα τελευταία χρόνια δεν ασχολούνται με αυτή την αποστολή ξεκαθαρίσματος των μηνύσεων, αλλά έχουν υιοθετήσει την πρακτική να τίς διαβιβάζουν όλες στο ακροατήριο με την επωδό «ας αθωωθεί εκεί»!
Πολλοί από τους κληρικούς που θα διώκονται στο εξής βάσει του νόμου αυτού είναι συντηρητικοί, έως και φονταμενταλιστές, κληρικοί που μέ έχουν πολεμήσει κατά καιρούς, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θέλω να δώσω έμφαση στην επίκριση την οποία ασκώ. Δεν δέχομαι την φίμωσή τους μέσα από αντιδημοκρατικούς νόμους. Οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα είναι υπεραρκετές για να διωχθεί ένας κληρικός ο οποίος συκοφαντεί ή απειλεί. Δεν χρειάζεται να προστεθούν εξοντωτικές προσωρινές κυρώσεις, σε νόμο του Υπουργείου Παιδείας, για εκείνα τα αόριστα αδικήματα που πανεύκολα υποκρύπτουν ιδεολογικές προκαταλήψεις.
Δεν πρέπει να παραλείψω και μια υποκρισία του νόμου. Η διατύπωση «μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης των εκκλησιαστικών δικαστηρίων τελεί σε αναστολή η εγγραφή τους στο μητρώο θρησκευτικών λειτουργών» είναι δώρο-άδωρο. Ενώ φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι σέβεται την δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, δεν λαμβάνει υπόψη την πάγια πρακτική τους να αναμένουν την ποινική δίκη μέχρι να εκδικάσουν, δεδομένου ότι στερούνται των στοιχείων εκείνων και των μέσων τα οποία η Ποινική Δικονομία διαθέτει προκειμένου να τεκμηριώσει την ενοχή ή την αθωότητα. Συνεπώς, εάν θελήσουν να περιμένουν την ποινική έκβαση, καταδικάζουν σε ομηρία τον κληρικό και την οικογένειά του.
Τέλος, θα ήθελα να κλείσω με κάποια ερωτήματα προς τους «φωστήρες» που εμπνεύσθηκαν αυτόν τον αντιδημοκρατικό νόμο:
-Καθώς οι κληρικοί της Κρήτης και της Δωδεκανήσου υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σκέφθηκαν άραγε την εντύπωση που θα δημιουργήσει σε αυτό η κατατρομοκράτηση της γνώμης, και την ακόμη πιο δύσκολη θέση στην οποία θα τό φέρει μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον;
-Ισχύουν, άραγε, τα ίδια πειθαρχικά-διοικητικά μέτρα, και για τα ίδια ακριβώς αδικήματα, για τους ιμάμηδες, μουφτήδες, και ραβίνους οι οποίοι μισθοδοτούνται από το Ελληνικό Δημόσιο; Αν όχι, με ποιο σκεπτικό δημιουργούνται διακρίσεις στην θρησκευτική ελευθερία;
Αλλά το πρόβλημα αυτού του νόμου ξεφεύγει από το θρησκευτικό πλαίσιο. Στην ουσία αποτελεί νομιμοφανή περιστολή της ελευθερίας του λόγου, απλώς τυγχάνει να εφαρμόζεται σε θρησκευτικούς λειτουργούς οι οποίοι μισθοδοτούνται από το κράτος. Στο μέλλον τι θα εμποδίσει να επεκταθεί και σε άλλους δημόσιους λειτουργούς; Ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του.