Μιας και η έννοια του ”αντισυστημισμού” κατέστη κεντρική τις τελευταίες εβδομάδες, και εξαιτίας της τροπής που πήρε η αντιπαράθεση γύρω από την υπόθεση των Τεμπών, ορισμένες διασαφηνίσεις.
Πρώτον. Πίσω από την εκάστοτε έκρηξη ”αντισυστημισμού” κρύβεται μια συστημική αποτυχία.
Επί του προκειμένου: καμία από τις τερατολογίες που κυριαρχούν τον τελευταίο καιρό στην δημόσια αντιπαράθεση για την υπόθεση των Τεμπών δεν θα μπορούσε να ηχήσει σαν λογική στα αυτιά μερίδων της κοινής γνώμης, αν πρωθυπουργός και κυβέρνηση έκαναν αυτά που έπρεπε μετά την νύχτα του τραγικού δυστυχήματος. Από το να μην επιτρέψουν στον Κ. Καραμανλή να συμμετάσχει εκ νέου στις εκλογές με το κυβερνών κόμμα, μέχρι να αγκαλιάσουν με ιδιαίτερο ζήλο την εξεταστική επιτροπή ώστε να αναδειχθούν οι ευρύτερες πολιτικές ευθύνες για το έλλειμμα ασφάλειας στον σιδηρόδρομο, τους υπουργούς που διαβεβαίωναν ελαφρά τη καρδία το κοινοβουλευτικό σώμα για το αντίθετο, την διαβόητη σύμβαση 717 κ.ο.κ. Και βέβαια να προτάξει τον ίδιο τον εκσυγχρονισμό τους, όχι μόνον για να τιμηθεί η μνήμη των ανθρώπων που χάθηκαν τόσο άδικα με ενέργειες που θα επέτρεπαν μελλοντική επανάληψη τέτοιων τραγικών γεγονότων, αλλά και διότι πρόκειται και για ευρύτερη αναπτυξιακή ευκαιρία για την χώρα.
Τίποτε από όλα αυτά δεν έγινε. Αντιθέτως, το διαχειριστικό πλεονέκτημα της κυβέρνησης που διαρκώς επικαλείται το κυβερνών κόμμα μοιάζει να υπνώττει από το 2022 και το ξέσπασμα του σκανδάλου των υποκλοπών. Το δε εκρηκτικό μείγμα της ανικανότητας με την αλαζονεία δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να προκύψει το κενό στο οποίο εμφιλοχώρησε το κλίμα που σήμερα κυριαρχεί στην δημόσια ζωή της χώρας.
Δεύτερον. Ο παρών αντισυστημισμός δεν θα πρέπει να συγχέεται με τα αντισυστημικά κινήματα των δύο προηγούμενων αιώνων. Δεν είναι τυχαίο, εξ άλλου, ότι στην περίπτωση του 19ου και του 20ου αιώνα γίνεται λόγος για κινήματα: εθνικοαπελευθερωτικά, εργατικά, ή της ευρύτερης γκάμας κοινωνικά κινήματα που σφράγισαν την ‘είσοδο των μαζών στην ιστορία’ και κατοχύρωσαν την πλημμυρίδα των συλλογικών/ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων.
Σήμερα, αντιθέτως βρισκόμαστε στην φάση της άμπωτης. Ο αντισυστημισμός της εποχής μας δείχνει να έχει ενσωματώσει τις αρνητικές εξελίξεις που συνέβησαν εν τω μεταξύ: την μορφωτική κατάρρευση των λαϊκών τάξεων, την στρέβλωση της δημοκρατίας, και την αποδόμηση των εθνικών και κοινωνικών συλλογικών ταυτοτήτων. Έτσι ο αντισυστημισμός σήμερα μοιάζει περισσότερο με δεισιδαιμονία: αρνείται την κοινή λογική, την επιστήμη, την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και την πολιτεία. Καταφεύγει στην ‘άλλη πραγματικότητα’, εκεί όπου η τρομερή εξουσία διαβλέπει, και σχεδιάζει τα πάντα και όλοι κινούνται σαν πιόνια ενός καλοστημένου παιχνιδιού.
Εξαιτίας της μηδενιστικής του αύρας ο αντισυστημισμός εργαλειοποιείται κατά το δοκούν. Η υποδαύλισή του διεκδικεί σημαίνουσα θέση στο εγχειρίδιο της ασύμμετρης γεωπολιτικής αντιπαράθεσης σε αυτήν την πρώτη φάση του 21ου αιώνα. Η χειραγώγησή του αποτελεί υπερόπλο της Ρωσίας, που τον ενισχύει με κάθε μέσο σε Ευρώπη και ΗΠΑ θέλοντας να προκαλέσει την παράλυσή τους. Επίσης, είναι ίδιον της μεταδημοκρατικής, αυταρχικής στροφής. Οι ηγεμόνες νέου τύπου, σαν τον Ορμπάν, τον Ερντογάν, τον Πούτιν και τον Τραμπ –τα περίφημα καθεστώτα της ‘ενιαίας εκτελεστικής εξουσίας’– τον αγκαλιάζουν. Ο Τραμπ που επιτίθεται στα εμβόλια και διορίζει τον Ρόμπερτ Τζ. Κένεντι υπουργό Υγείας, οι αξιωματούχοι του Ορμπάν και του Πούτιν που μιλούν για την ‘μεγάλη επανεκκίνηση’ μοιράζονται εκείνην την στιγμή τις ίδιες πεποιθήσεις με την κοινωνική βάση. Αυτή η άμεση, ρητορική μορφή αντιπροσώπευσης είναι και η μοναδική σε καθεστώτα που κατά τα άλλα οι μηχανισμοί της δημοκρατικής εντολής και της διάκρισης των εξουσιών έχουν φαλκιδευτεί.
Ως εκ τούτου οι τερατολογίες γύρω από την υπόθεση των Τεμπών, όχι μόνον δεν συμβάλουν στην διαλεύκανση της υπόθεσης. Στοχεύουν έξω και πέρα από αυτήν, στην πρόκληση μιας κατάστασης γενικής πολιτικής παράλυσης. Με την μία εξωφρενική θεωρία να διαδέχεται την άλλη καθημερινά, αυτό που αφήνει πίσω της αυτή η υπερδιέγερση της κοινής γνώμης είναι η πλήρης απονεύρωση του αισθητηρίου της. Αυτό το κλίμα καταλήγει να πλήττει την δημοκρατία και την δικαιοσύνη, όχι σαν τις συγκεκριμένες πραγματικότητες που τελούν σε κρίση και σαφώς χρειάζονται ριζικές μεταρρυθμίσεις για να σταθούν στα πόδια τους, αλλά ως ιδεώδη και σημεία αναφοράς. Η αντιπολίτευση μπορεί σήμερα να το οικειοποιείται διότι «νυν υπέρ πάντων ο αγών» εναντίον της κυβέρνησης –μια τακτική που ούτως ή άλλως δεν αποδίδει, διότι προκαλεί σε ευρύτατα ακροατήρια την αγωνία της κυβερνησιμότητας κι έτσι αυτά αντισυσπειρώνονται. Αλλά αφήνει πίσω της και «καμμένη γη». Σε τελευταία ανάλυση είναι η εμπιστοσύνη στο πολίτευμα που κλονίζεται, όχι μόνον στην κυβέρνηση.
Τρίτον· για την Τραγωδία των Τεμπών, και την πολιτική της διάσταση. Όχι την ποινική, ή εκείνην που αφορά στα αίτια των εκρήξεων, για τα οποία προφανώς και θα πρέπει να αναμένουμε τα πορίσματα των ειδικευμένων οργανισμών που κλήθηκαν να γνωμοδοτήσουν, την δικογραφία κ.ο.κ. Ως συνήθως τα πράγματα είναι απλούστερα απ’ ό,τι νομίζουμε και συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας. Από τον σταθμάρχη στο ‘κομματικό κράτος’, και από εκεί στο τέλμα των σιδηροδρόμων και τις ευθύνες των υπουργών–κατ’ επέκτασιν της παρούσας κυβέρνησης αλλά και των προηγούμενων– η αλυσίδα των ευθυνών έχει αποκαλυφθεί από την πρώτη στιγμή αυτής της τραγικής ιστορίας: Τα Τέμπη ήταν το «Τσερνόμπιλ» του αναχρονιστικού κράτους, και ταυτόχρονα, το μεταρρυθμιστικό βατερλώ της κυβέρνησης. Για μια στοιχειωδώς ικανή, ιδεολογικά και προγραμματικά συγκροτημένη αντιπολίτευση αυτό θα της ήταν επαρκές για να προκαλέσει την ανατροπή του πολιτικού σκηνικού.
Τέταρτον· το είδος του πολιτικού αδιεξόδου που βιώνει η Ελλάδα είναι ανάμεσα σε έναν συστημισμό που καταρρέει και έναν μηδενιστικό αντισυστημισμό. Μια ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο 40%+ που απέσπασε η κυβέρνηση στην διπλή εκλογική αναμέτρηση του 2023. Ένα πλειοψηφικό ποσοστό που συσπειρώθηκε στην βάση μιας συγκεκριμένης ατζέντας: ριζικές μεταρρυθμίσεις για το κράτος, την παιδεία, την οικονομία, μια πολιτική που θωρακίζει τα σύνορα της χώρας αμυντικά και διπλωματικά, ένας σαφής γεωπολιτικός προσανατολισμός που ωστόσο αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Βλακωδώς, στην κυβέρνηση θεώρησαν την ψήφο λευκή επιταγή στα πρόσωπα και όχι στήριξη σε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Ίσως εδώ οι ψηφοφόροι να ήταν ωριμότεροι από αυτούς που κλήθηκαν να τους αντιπροσωπεύσουν. Σε οποιαδήποτε περίπτωση η δεύτερη θητεία, όμως, απέδειξε ότι η επίκληση αυτής της ατζέντας έγινε εξ ανάγκης, ίσως και προσχηματικά. Ότι στην πραγματικότητα βρίσκεται εκτός των ιδεολογικο-πολιτικών οριζόντων. Και χειρότερα, εκτός και των πραγματικών της δυνατοτήτων. Πολύ φυσιολογικά, λοιπόν, η απήχησή της έχει πέσει στο μισό.
Το πολιτικό αδιέξοδο όμως και η ρευστότητα εντείνεται. Αυτό συμβαίνει διότι το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, και από εκεί και πέρα ο Βελόπουλος, το ΚΚΕ, η Νίκη, ή η Ζωή Κωνσταντοπούλου μπορεί να χτυπούν την κυβέρνηση, αλλά περισσότερο από αυτό, αντιστρατεύονται την συγκεκριμένη ατζέντα. Γι’ αυτούς ένα κοινωνικό μέτωπο σε μεταρρυθμιστική, πατριωτική, ευρωπαϊκή, παλλαϊκή βάση είναι πολύ χειρότερο από τον Μητσοτάκη ή την Νέα Δημοκρατία. Αυτό που κανείς τους δεν καταλαβαίνει, όμως, είναι ότι η συγκεκριμένη ατζέντα είναι η μόνη που συγκροτεί πλειοψηφικό ρεύμα στις μέρες μας, και η μόνη ικανή για να θωρακίσει την χώρα μέσα στις θύελλες της εποχής μας.