Πώς είναι δυνατόν σε ένα πανεπιστήμιο οι καθηγητές που συγκροτούν το εκλεκτορικό σώμα για την εξέλιξη ή εκλογή μέλους του διδακτικού προσωπικού να υπερψηφίζουν τον υποψήφιο, ενώ γνωρίζουν καλά ότι αυτός εμφανίζει «fake» έργο;
Γιατί δεν βρίσκει απήχηση στα ελληνικά ΑΕΙ η ακαδημαϊκή ηθική και δεοντολογία που ισχύει σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, αλλά και σε όλες τις υπόλοιπες όπου η ακαδημαϊκή κοινότητα σέβεται τον εαυτό της; Γιατί στα δικά μας χωράφια οι αντιγραφείς και οι ακαδημαϊκοί κλόουν έχουν την πολυτέλεια να απολαμβάνουν αμέριμνοι τους καρπούς της ανομικής τους συμπεριφοράς; Η απάντηση είναι σύνθετη. Δεν διαφέρει όμως πολύ από την απάντηση στο ερώτημα «πώς κατάφερναν οι μοναχοί να σπάνε τη νηστεία στην πράξη, χωρίς να αλλάζουν τους κανόνες νηστείας»; Πιο λαϊκά διατυπωμένο: κάτω από ποιες συνθήκες καταφέρει κανείς να βαφτίζει το κρέας ψάρι και να το καταναλώνει ως ψάρι, χωρίς συνέπειες από την μοναστική κοινότητα και τους επόπτες της;
Αλλά ας δούμε πρώτα το προφίλ των δραστών. Εκείνος που επιδίδεται στο άθλημα του πλαγιαρισμού (plagiarism) αναζητά στις παραγωγές τρίτων κείμενα που του ταιριάζουν για το δικό του επικείμενο άρθρο ή βιβλίο, τα οικειοποιείται και τα ενσωματώνει στο «δικό του» πόνημα χωρίς αναφορά στην πηγή ή με παραπλανητική αναφορά στην πηγή, και το δημοσιεύει σαν κύριος. Με ξένα κόλλυβα, ενίοτε κι αυτά κλεμμένα, γίνεται συγγραφέας–επιστήμων. Μερικές φορές μεσολαβεί ένας μεταφραστής από την Ισπανική, τη Γερμανική ή μια άλλη εξωτική γλώσσα για την απόδοση του κειμένου στα Ελληνικά, πριν αυτό δημοσιευθεί με το όνομα του δράστη. Αυτός που προτιμά το σπορ του αυτοπλαγιαρισμού δεν μπαίνει καν στον κόπο να αναζητήσει ξένα κείμενα, να τα συρράψει για να συγγράψει κάτι «δικό του»: τη διδακτορική του διατριβή, ένα βιβλίο, ένα άρθρο. Σκέφτεται τι έχει γράψει ο ίδιος όταν ήταν πιο νέος, ή την προηγούμενη χρονιά, το αντιγράφει και το ενσωματώνει στο νέο του δημιούργημα. Δεν λεηλατεί, με την κλασική έννοια – διότι δεν μπορεί κανείς να κλέψει τον εαυτό του – αλλά εξαπατά. Εμφανίζει κάτι ως καινούριο έργο, χωρίς να πληροφορεί τον αναγνώστη ότι αυτό που διαβάζει έχει προϊστορία. Διότι στο νέο πόνημα, που είναι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει το παλιό, δεν αναφέρεται κάπου η πηγή: η προηγούμενη εργασία ή βιβλίο του ίδιου του συγγραφέα. Ούτε καν ότι πρόκειται για βελτιωμένη έκδοση.
Τεχνικές να λεηλατεί κανείς επιστημονικά κείμενα και να τα παρουσιάζει ως δικά του ή να ξαναγράφει παλαιότερα δικά του (κλεμμένα ή καθαρά) και να τα εμφανίζει ως νέα για να εκλεγεί στην επόμενη βαθμίδα ή να διεκδικήσει γενικά μια θέση, υπάρχουν πολλές. Όλες έχουν μελετηθεί και η βιβλιογραφία γύρω από το φαινόμενο του πλαγιαρισμού και του αυτοπλαγιαρισμού διευρύνεται διαρκώς. Ενώ η αντίστοιχη τεχνολογία ανίχνευσης λογοκλοπής και αυτολογοκλοπής αναπτύσσεται. Μερικοί πολιτικοί στη Γερμανία, και αλλού, έχασαν όχι μόνο τη διδακτορική τους διατριβή, αλλά και την ίδια τη θέση τους, επειδή η τεχνολογία προσέφερε αποδείξεις για τη λογοκλοπή απέναντι στις οποίες δύσκολα θα μπορούσε να κωφεύσουν οι επιτροπές δεοντολογίας των γερμανικών πανεπιστημίων – ούτως ή άλλως προσηλωμένες στο καθήκον λόγω παράδοσης.
Και ερχόμαστε τώρα στην απάντηση του αρχικού ερωτήματος: τι είναι αυτό που έχει συμβάλει περισσότερο στην εξάπλωση του φαινομένου του πλαγιαρισμού και του αυτοπλαγιαρισμού στα ελληνικά ΑΕΙ; Η μακροχρόνια ενασχόλησή μου – ερευνητική και άλλη – με το φαινόμενο αυτό με έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δυστυχώς δεν είναι ένας μόνον ο παράγοντας, αλλά τουλάχιστον οκτώ.
Ο πρώτος σχετίζεται με τη διάδοση, την επέκταση και, τέλος, την εγκαθίδρυση μιας κουλτούρας ακαδημαϊκού κυνισμού στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, ο οποίος εκδηλώνεται με την αποστασιοποίηση από τις παραδοσιακές ακαδημαϊκές ηθικές αρχές που οφείλουν να διέπουν τη ζωή και τη δραστηριότητα των ανθρώπων μέσα στα πανεπιστήμια. Ο κυνισμός αυτός επιτρέπει την ανταλλαξιμότητα της ανοχής απέναντι στα παραπάνω φαινόμενα, αλλά και της συγκάλυψής τους από εκείνους που είναι αρμόδιοι να επιληφθούν. Ιδιαίτερα όταν οι τελευταίοι έχουν ανάγκη από τη διατήρηση και την αύξηση του πολιτικού τους κεφαλαίου.
Ο δεύτερος παράγοντας αφορά την απουσία πραγματικά ανεξάρτητων, μη υπαγόμενων στη δικαιοδοσία και τη βούληση της διοίκησης των ΑΕΙ, αρχών που να αποτελούνται από ικανούς και προσηλωμένους στο ακαδημαϊκό καθήκον λειτουργούς. Γιατί δεν υπάρχουν ακόμη αυτές οι ανεξάρτητες αρχές ή επιτροπές, είναι άλλης τάξεως ζήτημα.
Ο τρίτος παράγοντας παραπέμπει σε μια «κουλτούρα» προστασίας των δραστών από τις διοικήσεις – από τους διευθυντές των Τομέων μέχρι τους πρυτάνεις. Φυσικά η προστασία αφορά κυρίως τους «ημετέρους» στο δίκτυο, την «παράταξη», αλλά και όσους είναι πρόθυμοι να μεταλλαχθούν σε ημετέρους με δώρο την ατιμωρησία. Αλίμονο, όμως, στους μη-πρόθυμους που έχουν υποπέσει σε μικροπταίσματα: σ’ αυτούς θα εξαντληθεί η αυστηρότητα για να μάθουν οι υπόλοιποι να προσαρμόζονται.
Η κουλτούρα προστασίας οδηγεί στον τέταρτο παράγοντα στην εξίσωση, που ονομάζεται «συναδελφική αλληλεγγύη». Αυτή εκδηλώνεται όχι από τους αρμόδιους να επιληφθούν, αλλά από τον απλό μη-αξιωματούχο ομότεχνο που όμως συμμετέχει στο δίκτυο και εκδηλώνει με τον τρόπο αυτό την αφοσίωση στις επιταγές και τα αυτονόητα της «παράταξης».
Οι τελευταίοι τέσσερις παράγοντες έχουν σχέση με τις «δυνάμεις αποτροπής» του φαινομένου. Από αυτούς ο ένας αφορά την μειωμένη ετοιμότητα προσώπων που θα είχαν λόγους και αφορμή να καταγγείλουν τους δράστες, αλλά δεν το κάνουν για να μην «μπλέξουν», επιχειρηματολογώντας ότι δεν θα βγάλουν αυτοί «το φίδι από την τρύπα». Ο άλλος αφορά τη βλάβη που υφίστανται εκείνοι που αποφασίζουν να «μπλέξουν», επειδή έχουν αυξημένη αίσθηση ακαδημαϊκού καθήκοντος. Αυτοί κατά κανόνα υφίστανται μεγάλο κόστος, πέραν της προσωπικής ψυχικής φθοράς που συνεπάγεται η άρνηση της σύμπλευσης με τη λογική του δικτύου, η άρνηση δηλαδή να ονομάσει κανείς το κρέας ψάρι. Είναι όμως αυτοί που σώζουν ακόμη την τιμή του πανεπιστημίου. Ο έβδομος παράγοντας ακούει στο όνομα «Πειθαρχικό Συμβούλιο μελών ΔΕΠ» το οποίο, ανάλογα πάντοτε με τη συγκυρία, στέλνει αντιφατικά μηνύματα προς την ακαδημαϊκή κοινότητα όταν σε κάποιους μικροπαραβάτες επιβάλλει την εξοντωτική ποινή ποινή της οριστικής παύσης, ενώ άλλους, με ασύγκριτα χειρότερο ιστορικό λογοκλοπής, τους «χαϊδεύει» με σχεδόν ευχάριστες ποινές. Ο τελευταίος παράγοντας, όμως, είναι ίσως ο πιο νευραλγικός: πρόκειται για την αδυναμία της δικαιοσύνης – του οργανισμού, όχι του σώματος ως συνόλου – να στείλει ξεκάθαρα και μονοσήμαντα μηνύματα προς τους δράστες, όταν οι τελευταίοι καταφεύγουν σ΄ αυτήν ως δήθεν συκοφαντούμενοι από εκείνους που έχουν επισημάνει το φαινόμενο. Μάλιστα ορισμένοι από αυτούς ενίοτε σκανδαλωδώς δικαιώνονται και στη συνέχεια καταγγέλλουν άλλους ως αντιγραφείς.
Υπάρχει ελπίδα;
Πιστεύω πως ναι. Τα τελευταία χρόνια κάτι φαίνεται να αλλάζει. Πρωτοπόρο στα ζητήματα αυτά αποδείχθηκε ένα μη συμβατικό πανεπιστήμιο, το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, με τους αυστηρούς κανόνες ακαδημαϊκής ηθικής και δεοντολογίας που έχει θέσει και ως έναν βαθμό προσπαθεί να τηρεί. Αλλά υπάρχουν και άλλα γνωστά για το κύρος τους ακαδημαϊκά ιδρύματα που ακολουθούν. Έτσι π.χ. η Σύγκλητος του ΕΚΠΑ ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2016 έλαβε την απόφαση να αναρτώνται οι μεταπτυχιακές διπλωματικές εργασίες στην ηλεκτρονική πλατφόρμα «Πέργαμος», δηλαδή στο ηλεκτρονικό αποθετήριο του ιδρύματος. Το ίδιο και οι διδακτορικές διατριβές, οι οποίες ούτως ή άλλως αναρτώνται υποχρεωτικά στο Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης. Δεν είναι σαφές αν οι εργασίες αυτές ταυτόχρονα ελέγχονται ως προς την πρωτοτυπία τους, με την έννοια της κειμενικής και άλλης αθέμιτης σύμπτωσης του περιεχομένου τους. Το ότι όμως αναρτώνται σε ηλεκτρονική μορφή είναι σημαντικό, διότι αν το προσωπικό του πανεπιστημίου δεν επαρκεί για τον έλεγχο πλαγιαρισμού και αυτοπλαγιαρισμού, τότε υπάρχουν πολλοί εκτός αυτού που ενδιαφέρονται να μάθουν ποιος τους λεηλάτησε, πότε και σε ποια έκταση. Όπως, επίσης, ενδιαφέρονται να διαπιστώσουν ποιος εμφανίζεται να έχει κάνει δήθεν σπουδαία έρευνα με τη διδακτορική του διατριβή, ενώ στην ουσία έχει αντιγράψει τη μεταπτυχιακή του διπλωματική εργασία και την εμφανίζει ως νέο και πρωτότυπο έργο. Όλα αυτά δείχνουν ότι κάτι αρχίζει να κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση μέσα στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο. Για να φανεί, όμως, αν όντως κάτι αλλάζει, πρέπει οι επιτροπές δεοντολογίας στα ελληνικά ΑΕΙ να αρχίσουν να διερευνούν συστηματικά και τις περιπτώσεις ανέντιμης ακαδημαϊκής δραστηριότητας, τουλάχιστον όταν αυτές καταγγέλλονται με στοιχεία. Ένας άνθρωπος μέσα από το χώρο των ΑΕΙ, ο πρώην υφυπουργός Παιδείας Ιωάννης Πανάρετος, ίσως είναι ο μόνος που ως κυβερνητικός αξιωματούχος έδειξε το δρόμο.
Αυτό και μόνο ίσως δίνει κάποια παρηγοριά στους έντιμους εκείνους συναδέλφους που, έχοντας εμπειρία πανεπιστημίων με αυστηρούς κανόνες ακαδημαϊκής δεοντολογίας, έθεσαν τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, αλλά αντί να επαινεθούν για την ακαδημαϊκή τους στάση, λοιδορήθηκαν από ομοτέχνους για «αντισυναδελφική» συμπεριφορά, δηλαδή για μη συμμετοχή στο παιχνίδι της συγκάλυψης της λογοκλοπής, και καταδικάστηκαν από δικαστές που ενδεχομένως να μην πληροφορήθηκαν ποτέ τι ακριβώς συνιστά και πόσο σοβαρό ακαδημαϊκό παράπτωμα είναι η λεηλασία κειμένων και ιδεών τρίτων και η οικειοποίησή τους, όπως επίσης πόσο ανέντιμο είναι να εξαπατάς τους φοιτητές, τους συναδέλφους, τους εκλέκτορες, αλλά και τους αναγνώστες εν γένει παρουσιάζοντας ως ακαδημαϊκός κλόουν τη μισή διπλωματική σου εργασία ως διδακτορική διατριβή και αργότερα ολόκληρη ως βιβλίο, απλώς αλλάζοντας τους τίτλους και προσθέτοντας εικονικούς συγγραφείς.