«Η Θεσσαλονίκη, η παλαιότερη εν ενεργεία πόλη της Ευρώπης, κατείχε πάντοτε μια ξεχωριστή θέση στο διάβα των αιώνων λόγω του λιμανιού της και της σπουδαίας γεωγραφικής θέσης της. Χτισμένη την εποχή του μακεδονικού βασιλείου γύρω από τον Θερμαϊκό κόλπο, στη βορειοδυτική πλευρά του Αιγαίου Πελάγους, αποτέλεσε σημαντική μητρόπολη της ρωμαϊκής περιόδου ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν αναδείχθηκε στο δεύτερο πιο σημαντικό αστικό κέντρο μετά την Κωνσταντινούπολη μέσα στη Βυζαντινή και κατόπιν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Θεσσαλονίκη υπήρξε διαχρονικά ένας πολυπολιτισμικός καμβάς, ένας πολύβουος κόμβος όπου κυκλοφορούσαν άνθρωποι κάθε ηλικίας και φυλής, με διαφορετικές κουλτούρες και συνήθειες…»
Πολιτικός μηχανικός, συγγραφέας και συλλέκτης, λάτρης της Θεσσαλονίκης και της ιστορίας της (με πλήθος σχετικών τίτλων, όπως «Η Θεσσαλονίκη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο - Τα συμμαχικά στρατεύματα. Η Βαβέλ των φυλών», «Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης 1912 - 1913» και «Εκατό χρόνια από την τελευταία επίσκεψη Τούρκου σουλτάνου στη Θεσσαλονίκη»), ο Γιάννης Μέγας βουτάει ξανά και αρχεία και επανέρχεται με μία νέα μελέτη.
Η έκδοση με τίτλο «Απαγωγές και δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη 1852 - 1913» (εκδ. University Studio Press, επιστημονικός συνεργάτης Ιάκωβος Μιχαηλίδης) αφορά «την περίοδο από την εποχή της Ύστερης Τουρκοκρατίας, το 1852, έως και τον τερματισμό των Βαλκανικών Πολέμων, το 1913, που επισφράγισαν την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στον εθνικό κορμό καθιστώντας τη συμπρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους που δημιουργήθηκε…»
Η χρονολογία -Μάρτιος 1913- σχετίζεται με την πλέον σημαντική δολοφονία, αυτήν του βασιλιά Γεωργίου, σύμφωνα με έρευνα στις εφημερίδες της εποχής και τα προξενικά αρχεία της Ελλάδας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας.
Η καταγραφή των συμβάντων χωρίζεται σε πέντε επιμέρους χρονικές περιόδους με σκοπό να τονιστούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καθεμιάς και να αποτυπωθεί η γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη.
Οι απαγωγές και οι δολοφονίες που καταγράφονται αφορούν κατοίκους ή επισκέπτες της πόλης, ανεξαρτήτως εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή θρησκείας. Υπήρχαν απαγωγές και δολοφονίες επώνυμων και σημαντικών ατόμων που καταλάμβαναν πρωτοσέλιδα εφημερίδων αλλά και αυτές των «μικρών ειδήσεων», δηλαδή καθημερινά εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου.
«Αναφέρονται επίσης και δύο αποτυχημένες απόπειρες απαγωγής λόγω του ιδιάζοντος ενδιαφέροντος που παρουσίαζαν. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται ως Επίμετρο σχετικό άρθρο ανώνυμου συγγραφέα με τίτλο “Η ληστεία στη Μακεδονία”, που δημοσιεύθηκε στο Cornhill Magazine (τόμος 44, τεύχος 261) τον Σεπτέμβριο του 1881 και το οποίο ήταν πιθανότατα του ανταποκριτή του περιοδικού, James Baker, όπου περιγράφονται με ιδιαίτερη γλαφυρότητα οι ληστοσυμμορίες που δρούσαν στην περιοχή της Μακεδονίας και η σχέση των μελών τους με τους απαχθέντες […] Τα εγκλήματα αυτά δεν είχαν εθνικές, ταξικές ή θρησκευτικές αποχρώσεις. Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί αλληλοσκοτώνονταν μεταξύ τους, με εξαίρεση τα εγκλήματα που έλαβαν χώρα μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα».
Ενδεικτικό του ύφους είναι το απόσπασμα από τη Δολοφονία του βασιλιά Γεώργιου, που ακολουθεί: «Είχαν περάσει μόλις τέσσερις μήνες μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Ο βασιλιάς Γεώργιος έμενε μόνος του στην οικία Χατζηλαζάρου. Το πρωί εκείνο, αφού προγευμάτισε με τον γιο του, πρίγκιπα Νικόλαο, ξεκίνησε τον καθημερινό του περίπατο κατά μήκος της λεωφόρου των Εξοχών μέχρι τον Λευκό Πύργο. Συνοδευόταν από τον υπασπιστή του, αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Φραγκούδη, άνθρωπο πλήρως αφοσιωμένο στον βασιλιά αλλά λίγο βαρήκοο, ενώ σε μικρή απόσταση τους ακολουθούσαν δύο βρακοφόροι Κρήτες χωροφύλακες, η μόνη προφύλαξη που ο βασιλιάς είχε πειστεί να έχει […] Ο βασιλιάς με τον Φραγκούδη κατέληξαν στον Λευκό Πύργο και αφού αναμείχθηκαν λίγο με το πλήθος, πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Η ώρα ήταν τέσσερεις και είκοσι όταν έφθασαν πάλι μπροστά στο καφενείο Πασά Λιμάν. Ο δολοφόνος, που παραμόνευε καθισμένος στο παγκάκι, σηκώθηκε βιαστικά και προσπέρασε τη συνοδεία βαδίζοντας αντίθετα. Μόλις πλησίασε τον βασιλιά έβαλε το χέρι στην τσέπη, τράβηξε μία μαυροβουνιώτικη κουμπούρα , τα βλήματα της οποίας ήταν από μολύβι, και τον πυροβόλησε στην πλάτη από απόσταση λιγότερη από ένα μέτρο…»