Συνήθως, ο δημόσιος διάλογος – στις παρέες, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στους χώρους εργασίας, στα ΜΜΕ, στο Κοινοβούλιο – συγκεντρώνεται κάποια στιγμή σε πέντε-δέκα επιχειρήματα, μερικά εκ των οποίων μάλιστα δεν έχουν και ιδιαίτερη σχέση με το αρχικό ζήτημα.
Έτσι είναι και με το τελευταίο «επεισόδιο» μιας συνεχούς πολιτικής αντιπαράθεσης για το πανεπιστημιακό άσυλο. Μιας αντιπαράθεσης που έχει παρελθόν, θα έχει και συνέχεια, όπως όλα τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα γύρω από τα οποία διαμορφώνονται οι συνθήκες της σύγκρουσης και ανοίγουν οι δρόμοι της εξέλιξης.
Επέλεξα τα τέσσερα σημαντικότερα κατά την άποψή μου σημεία αυτής της συζήτησης για να αντιπαραθέσω απλά, καθαρά και τολμηρά την άποψή μου.
Υπάρχει αλλού στον κόσμο κάτι ανάλογο με το πανεπιστημιακό άσυλο;
Η συγκεκριμένη ερώτηση συνιστά μια κλασική περίπτωση υπεκφυγής… Διότι, είτε υπάρχει είτε όχι, πόσο σχετίζεται με το αν πρέπει ή όχι να ισχύει στην Ελλάδα; Κι αν δεν υπάρχει πουθενά αλλού; Μήπως θα ήταν το μόνο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας ή πολιτείας; Ή μήπως θα πρέπει να καταργήσουμε ότι ξεχωρίζει την εγχώρια και την τοπική πραγματικότητα από τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή του διεθνούς γίγνεσθαι; Που στηρίζεται αλήθεια η αντίληψη ότι η πλήρης εξομοίωση συνιστά πρόοδο;
Βεβαίως, οι θέτοντες το εν λόγω ερώτημα θα απαντήσουν «μα το πανεπιστημιακό άσυλο δημιουργεί προβλήματα». Κι εγώ με τη σειρά μου θα έλεγα: και γιατί δεν το ισχυρίζεστε εξαρχής παρά υπεκφεύγετε δήθεν αναζητώντας ανάλογα στη διεθνή πρακτική;
Η πλάκα όμως είναι ότι όχι μόνο υπάρχουν ανάλογα, αλλά αυτή ακριβώς είναι η κυρίαρχη πρακτική στην πραγματικότητα του αστικού φιλελευθερισμού. Βεβαίως, η κάθε χώρα, η κάθε κοινωνία έχει επιλέξει διαφορετικούς τρόπους υπεράσπισης της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας των πανεπιστημίων, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία. Αλλού ως εθιμικό δίκαιο[2] κι αλλού μέσω διαφορετικού χαρακτήρα, εμβέλειας και βαρύτητας νομοθετικές διατάξεις και ρυθμιστικές προβλέψεις. Για την οικονομία της συζήτησης, παραπέμπω ακολούθως σε δύο μόλις από τις άπειρες διεθνείς αναφορές που αποδεικνύουν την ουσία της υπόστασης της έννοιας του πανεπιστημιακού ή ακαδημαϊκού ασύλου για τη διεθνή κοινότητα:
Το άρθρο του Makki Marseilles στην «University World News» (2/7/2019) με τίτλο «Το ακαδημαϊκό άσυλο στα πανεπιστήμια απειλείται για μια ακόμη φορά» - προσέξτε το ότι αναφέρεται στα πανεπιστήμια εν γένει όλου του κόσμου και ότι συμπληρώνει «για μια ακόμη φορά».[3]
Το άρθρο της Natasha Gilbert στην Guardian (26/9/2006) με τίτλο «Ακαδημαϊκό Άσυλο», όπου η πρώτη παράγραφος αναφέρει συγκεκριμένα ότι «… σε δικτατορικά ή σε ασταθή καθεστώτα, οι ακαδημαϊκοί είναι μεταξύ των πρώτων που υφίστανται παρενόχληση, δίωξη ή και χειρότερα. Λόγω του ρόλου τους ως διαμορφωτές της κοινής γνώμης και της επιρροής τους σε μεγάλες κοινότητες, αντιμετωπίζονται ως απειλή.»[4]
Είναι απαραίτητο σήμερα το πανεπιστημιακό άσυλο;
Τώρα ερχόμαστε πιο κοντά στην ουσία του ζητήματος. Πράγματι η Ελλάδα βιώνει από τη δεκαετία του 1970 μια περίοδο λειτουργούσας αστικής δημοκρατίας με όλα τα προβλήματα και τις δυσλειτουργίες που συνεπάγονται οι εσωτερικές και διεθνείς πολιτικοοικονομικές συνθήκες. Σε αυτήν την περίοδο δεν τέθηκε σε γενικές γραμμές ζήτημα περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης και της δράσης στα ελληνικά πανεπιστήμια. Υπήρχαν βεβαίως τραμπουκισμοί μικρής ή μεγάλης εμβέλειας και διαφόρων ιδεολογικών αποχρώσεων και προέλευσης, υπήρχαν ακόμη και περιπτώσεις θεσμικών παρεμβάσεων που περιορίζουν το αυτοδιοίκητο και την ανεξαρτησία των ιδρυμάτων. Παρά ταύτα, προκειμένου να πάμε παρακάτω την κουβέντα, θα δεχόμουν την υπόθεση εργασίας ότι τις τελευταίες δεκαετίες δεν υπήρξε φίμωσης της πανεπιστημιακής κοινότητας και περιορισμού της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Ακόμη κι έτσι όμως:
Όσοι υποστηρίζουν πως γι αυτόν τον λόγο η «έννοια του πανεπιστημιακού ασύλου» είναι ξεπερασμένη, διαπράττουν την ίδια ανοησία με αυτήν του Fukuyama που βιάστηκε να σημάνει «το τέλος της ιστορίας» στη δεκαετία του 1990. Βεβαίως, προς τιμή του, ο ίδιος ο Fukuyama έχει προσφάτως αναγνωρίσει το λάθος του και αναίρεσε τις βιαστικές δοξασίες του… Ας γίνουν λοιπόν και οι εγχώριοι πρεσβευτές της (υποτιθέμενα) δεδομένης ελευθερίας λίγο πιο προσεκτικοί, ειδικότερα σήμερα που η βαθιά κοινωνικοοικονομική κρίση στη χώρα μας παραμένει και που οι φασίζουσες ή φασιστικές φωνές και επιρροές πληθαίνουν στο εσωτερικό της χώρας και στο σύνολο της Ευρώπης.
Επιπλέον, όσοι επικαλούνται την ακαδημαϊκή ελευθερία του σήμερα για να ισχυριστούν ότι το πανεπιστημιακό άσυλο είναι ξεπερασμένο, διερωτήθηκαν άραγε αν αυτή η ελευθερία διασφαλίστηκε, έστω μερικώς, ακριβώς λόγω του ασύλου; Μην βιαστούν να απαντήσουν αρνητικά. Οι ετήσιες εκθέσεις του διεθνούς δικτύου «Μελετητές σε Κίνδυνο» (Scholars at Risk, https://www.scholarsatrisk.org/), στο οποίο μετέχουν 506 πανεπιστημιακά ιδρύματα από όλον τον κόσμο μεταξύ των οποίων τα κορυφαία και από την Ελλάδα το ΑΠΘ, αναφέρουν ετησίως πάνω από 300 περιπτώσεις διεθνώς στις οποίες παρεμβαίνει το εν λόγω Δίκτυο προς υποστήριξη μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας που υφίστανται διώξεις. Στους τελευταίους 12 μήνες από τις 308 περιπτώσεις οι 14 αναφέρθηκαν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και σε ιδρύματα της Βόρειας Αμερικής και της Ωκεανίας (καμία στην Ελλάδα). Σε αυτές ας προσθέσουμε και τις 69 περιπτώσεις διώξεων στη γείτονα Τουρκία!
Τέλος, στο πλαίσιο μιας διατηρούμενης και εξελισσόμενης, πολύπτυχης διεθνούς κρίσης, ενόψει της επιδείνωσης των μεγάλων προβλημάτων και των συνεπακόλουθων μεγάλων προκλήσεων για την ανθρωπότητα, η διατήρηση της θεσμικής και ουσιαστικής κατοχύρωσης του πανεπιστημιακού ασύλου μπορεί να αποτελέσει σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα των ελληνικών ιδρυμάτων. Με δεδομένες τις διεθνείς συνθήκες, αφενός αποτελεί στοιχείο θετικής αξιολόγησης, αφετέρου μπορεί να τα καταστήσει κέντρα φιλοξενίας παγκοσμίου εμβέλειας ερευνητών που υφίστανται διώξεις και περιορισμούς στις χώρες του.
Είμαι βέβαιος ότι ειδικότερα το τελευταίο σημείο θα προκαλέσει τη μήνη των πρωθιέρειων της τάξης και της ασφάλειας, οι οποίοι θα ενίστανται: Μα πως είναι δυνατόν να ισχυρίζεται κανείς τη μετεξέλιξη των πανεπιστημίων μας σε διεθνή κέντρα φιλοξενίας παραγνωρίζοντας τις δυσλειτουργίες τους και τις συχνά άσχημες συνθήκες διαβίωσης σε αυτά;
Εδώ θα συμφωνήσω. Πράγματι, παρά τις δυνατότητες που έχουμε, τα ανώτατα εκπαδευτικά και ερευνητικά ιδρύματα της χώρας μας χαρακτηρίζονται από συνθήκες που κάθε άλλο παρά διευκολύνουν. Είναι όμως το άσυλο η αιτία αυτών; Μήπως είναι οι συνεχείς νομοθετικές αστοχίες που περιορίζουν το αυτοδιοίκητο και προκαλούν γραφειοκρατικά και λειτουργικά εμπόδια; Μήπως είναι η συνεχιζόμενη υποχρηματοδότησή τους όπως και εν γένει της έρευνας, τόσο από δημόσιους όσο και ιδιωτικούς πόρους, στο πλαίσιο μιας καθημαγμένης εθνικής οικονομίας;
Σε πρόσφατο άρθρο που δημοσίευσε το «Έθνος» (1/8/2019),[5] πέντε συνάδελφοι που δραστηριοποιούνται σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια προσπάθησαν να αναλύσουν τι διαφορετικό ισχύει στην Ευρώπη ως προς το πανεπιστημιακό άσυλο. Οι διαφορές που περισπούδαστα ανέδειξαν είναι οι εξής: η φύλαξη από ιδιωτικές εταιρείες σεκιούριτι και πανεπιστημιακούς φύλακες, το κλείσιμο των κτιρίων τα βράδια, οι φοιτητικές ταυτότητες και οι κάρτες εισόδου σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Διερωτάμαι λοιπόν κι εγώ με τη σειρά μου: πρώτον, ποιος είπε ότι όλα αυτά δεν ισχύουν στα ελληνικά πανεπιστήμια; Το ΑΠΘ αναθέτει εδώ και πολλά χρόνια τη φύλαξη των χώρων του σε ιδιώτες παροχής υπηρεσιών φύλαξης. Όλα τα κτήρια της πανεπιστημιούπολης κλειδώνουν το βράδυ και στις επίσημες αργίες με πρόσβαση μόνο κατόπιν επίδειξης ταυτότητας και για συγκεκριμένους λόγους. Στη φοιτητική λέσχη, σε χώρους εργαστηρίων και ερευνητικών κέντρων η πρόσβαση απαιτεί ταυτοποίηση του προσώπου και ελέγχεται. Δεύτερον, πόσο σχέση έχουν όλα αυτά με το πανεπιστημιακό άσυλο;
Μα το Άσυλο δεν έχει οδηγήσει στη γενίκευση της ανομίας και στην επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης και ασφάλειας στις πανεπιστημιουπόλεις;
… για να καταλήξουμε λοιπόν στην κορωνίδα της βαθυστόχαστης κυβερνητικής (και όχι μόνο) προπαγάνδας. Εδώ θα χρειαστεί λίγο μεγαλύτερη προσοχή. Αν οι υποστηρικτές της θεσμικής κατάργησης του ασύλου, αναφέρονται στην εγκληματικότητα και την παραβατικότητα του κοινού ποινικού δικαίου, τους έχω νέα που δεν θα τους αρέσουν:
Η διακίνηση ναρκωτικών, οι θάνατοι από χρήση ουσιών και η δράση ομάδων που δημιουργούν συνθήκες ανασφάλειας για τους πολίτες στην πλατεία Κάνιγγος, μπροστά από τις πύλες του Υπουργείου Ανάπτυξης, είναι υπερπολλαπλάσια και σε 24ωρη βάση. Ποιο «άσυλο» απαγορεύει την αντιμετώπιση του προβλήματος;
Επίσημες μελέτες αναδεικνύουν το τεράστιο ζήτημα της χρήσης ουσιών στον Ελληνικό Στρατό και η Διεύθυνση Υγειονομικού του Γενικού Επιτελείου εξέδωσε το 2014 εγχειρίδιο για την αντιμετώπιση των ουσιοεξαρτήσεων. Υπάρχει «στρατιωτικό άσυλο» και το αγνοώ;
Το παραεμπόριο στην πλατεία Αριστοτέλους και το trafficking στη Γιαννιτσών στη Θεσσαλονίκη προσλαμβάνει πλέον δυσυπολόγιστες διαστάσεις. Υπάρχει κάποια θεσμοθετημένη ασυλία που προστατεύει τους τελεστές αυτών των εγκλημάτων;
Σημαίνουν όλα αυτά ότι βολεύομαι ως πανεπιστημιακός με την έστω μικρότερης εμβέλειας διακίνηση ναρκωτικών στα πανεπιστήμια. Όχι βέβαια! Υποστηρίζω όμως το αυτονόητο: η καταπολέμηση της εγκληματικότητας στις πανεπιστημιουπόλεις δεν περνά μέσα από την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου! Άλλωστε, το τελευταίο εξάμηνο η Ελληνική Αστυνομία ανταποκρίνεται (επιτέλους) στις εκκλήσεις της Συγκλήτου του ΑΠΘ και παρεμβαίνει στην Πανεπιστημιούπολη, δεδομένου του ασύλου. Μήπως αυτό οδήγησε στην οριστική εκδίωξη του ναρκεμπορίου;
Υπάρχει και μια δεύτερη διάσταση του επιχειρήματος περί «εγκληματικότητας», αυτή που αναφέρεται στην αντιμετώπιση κινητοποιήσεων και πρωτοβουλιών διαμαρτυρίας των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας. Καταρχάς να σημειώσω ότι με βρίσκουν απολύτως αντίθετο οι περιπτώσεις όπου πραγματικές ή «τυπικές» πλειοψηφίες θεωρούν πως μπορούν να αρνηθούν τη δραστηριοποίηση των άλλων, ή ότι μπορούν να ακυρώσουν θεσμικά προβλεπόμενες δημοκρατικές διεργασίες και διοικητικές λειτουργίες. Για παράδειγμα, θεωρώ απαράδεκτο να διακόπτεται διαδικασία συζήτησης με υποψηφίους (αντι-) Πρυτάνεις, να αρπάζουν κάλπες, να αρνούνται το δικαίωμα σε εκδηλώσεις ομάδων με διαφορετική ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα, να καταστρέφεται δημόσια περιουσία κλπ. Είμαι όμως πεπεισμένος ότι αυτά τα ζητήματα δεν μπορούν να λυθούν με αστυνομική παρέμβαση. Όχι μόνο στο πανεπιστήμιο, αλλά ούτε και έξω από αυτά. Τα φαινόμενα αυτά πρέπει να τα αντιμετωπίσει και να τα απαλείψει η ίδια η πανεπιστημιακή κοινότητα με τα όργανα και τις συλλογικότητές της, στη βάση του κοινού τόπου ακριβώς της υπεράσπισης του πανεπιστημιακού ασύλου. Ενός θεσμού που, ακόμη κι αν προέκυψε από ιστορικές διεργασίες και πολιτικούς αγώνες όπου πρωτοστάτησαν συγκεκριμένες πολιτικές υποστάσεις, δεν μπορεί να έχει «ιδεολογικούς πάτρωνες» ή «ιδιοκτήτες». Στην περίπτωση δε που η κατάσταση ξεφεύγει και η εκτροπή τέτοιων φαινομένων οδηγεί σε προσβολή της ατομικής και της συλλογικής ασφάλειας, η παρέμβαση των επίσημων οργάνων μιας λειτουργούσας δημοκρατίας – εισαγγελία και αστυνομία – είναι επιβεβλημένη.
Συμπερασματικά, σήμερα το πανεπιστημιακό άσυλο είναι απαραίτητο και στοιχείο αξιοποίησης. Την ίδια στιγμή χρειάζεται να το υπερασπιστούμε απέναντι στους κάθε λογής εχθρούς του. Ακόμη κι αν ολιγωρήσαμε, αν παρασυρθήκαμε, ή αν είναι δύσκολο κι επίπονο. Ακόμη κι αν η νέα Κυβέρνηση θεωρεί ότι μπορεί να το αναιρέσει με επιφανειακές νομοθετικές παρεμβάσεις, ή ακόμη κι αν πιστεύει ότι μπορεί να τις αξιοποιήσει επικοινωνιακά προς τέρψη των συγγενών της κύκλων. Οφείλουμε να το υπερασπιστούμε – του αξίζει και μας αξίζει.
Ο Γρηγόρης Ζαρωτιάδης είναι Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, Πρόεδρος της Ένωσης των Οικονομικών Πανεπιστημίων της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης και της Παρευξείνιας Ζώνης (ASECU), Πρόεδρος του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών «Δημήτρης Μπάτσης», Συμμετέχων στην Πρωτοβουλία Μελών της Ακαδημαϊκής Κοινότητας για την Υπεράσπιση του Ασύλου.
[2] Μην βιαστεί κανείς να προβεί στο λάθος να θεωρήσει ότι αυτό είναι ανίσχυρο. Για παράδειγμα, οι κανόνες του συνταγματικού δικαίου διαμορφώθηκαν ως άγραφοι και ειδικότερα στην Αγγλία παρέμειναν τέτοιοι στο σύνολο τους.