Από την ιρανική απειλή μαζικών αντιποίνων στην ευέλικτη ανταπόδοση

Η Τεχεράνη επιχειρεί να προσεγγίσει το μεσανατολικό και να αναβαθμίσει τη θέση της μέσω μιας περισσότερο έξυπνης στρατηγικής.
Open Image Modal
Veronaa via Getty Images

Η αντίδραση της Τεχεράνης, μετά το πρόσφατο χτύπημα του Ισραήλ στο ιρανικό προξενείο της Δαμασκού το οποίο είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 11 Ιρανών και μεταξύ αυτών ορισμένων υψηλών αξιωματούχων των Φρουρών της Επανάστασης, είναι απολύτως δηλωτική της αλλαγής στρατηγικών δεδομένων στη Μέση Ανατολή κατά τα τελευταία έτη. Υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι εκατέρωθεν στρατηγικοί στόχοι παραμένουν σταθεροί, αλλά οι τακτικές έχουν μεταλλαχθεί, κυρίως επειδή τα δεδομένα των πλανητικών ισορροπιών δεν είναι πλέον ίδια.

Αρχικά, είναι αξιοσημείωτο ότι το Ιράν άσκησε δριμεία επίθεση εναντίον του Πρωθυπουργού του Ισραήλ Μπένζαμιν Νετανιάχου. Οι εποχές του αντισημιτισμού, κατά τις οποίες «έφταιγε συνολικά το έθνος του Ισραήλ» και «όλοι οι Εβραίοι έπρεπε να εξαφανιστούν από προσώπου γης», φαίνεται ότι έχουν περάσει ανεπιστρεπτί όχι ως προς την ουσία, αλλά όσον αφορά το σκέλος της δημόσιας ρητορικής των Ιρανών. Η Τεχεράνη επιχειρεί να προσεγγίσει το μεσανατολικό και να αναβαθμίσει τη θέση της μέσω μιας περισσότερο έξυπνης στρατηγικής, η οποία θα μεταβάλλει σταδιακά την ισορροπία ισχύος υπέρ της αποφεύγοντας ενδιαμέσως τις εξάρσεις και κερδίζοντας χρόνο. Προφανώς η ρητορική των εντάσεων παραμένει, καθώς αυτή νομιμοποιεί εσωτερικά το καθεστώς, ενώ είναι επίσης σαφές ότι η ιρανική παρουσία στη Συρία ή στην Υεμένη μπορεί να μην είναι καταφανής, αλλά υφίσταται διακριτικά και παράγει σημαντικά στρατηγικά αποτελέσματα.

Εξάλλου, η ουσιαστική επιχειρησιακή απουσία των Η.Π.Α. από την περιοχή έχει συντείνει στην πεποίθηση του Ιράν ότι ο πόλεμος φθοράς εναντίον των συμφερόντων της δύσης και κατατριβής των προπυργίων της είναι απολύτως εφικτό να καταλήξει σε σαφώς αποτυπωμένα κέρδη. Με άλλα λόγια, η Τεχεράνη θεωρεί ότι μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες άνισης ανάπτυξης προς όφελός της, καθότι οι ιστορικοί μηχανισμοί εξισορρόπησης έχουν υποχωρήσει. Το Ιράκ έχει καταρρεύσει, τα κράτη του Κόλπου φαίνονται ισχνά δίχως τη δυτική συνδρομή, η Σαουδική Αραβία είναι «συνεννοήσιμη», η Τουρκία διαθέτει τη δική της ατζέντα η οποία δεν ταυτίζεται απαραιτήτως και σε όλα τα πεδία με την αμερικανική. Παρενθετικά, αξίζει να υπομνηθεί ότι στην περίπτωση της Βαγδάτης αποδεικνύεται, με αφορμή τα επίχειρα της αμερικανικής εισβολής του 2003, ότι η ανολοκλήρωτη στρατηγική είναι σαφώς χειρότερη από τη λανθασμένη στρατηγική.

Μετά το πλήγμα στο ιρανικό προξενείο της Δαμασκού, η Τεχεράνη αναφέρθηκε σε «απαντητικό πλήγμα ίδιας έκτασης και ίδιου μεγέθους». Τα άλλοτε μαζικά αντίποινα, που «θα εξαφάνιζαν το Ισραήλ», δίνουν τη θέση τους σε μια ευέλικτη στρατηγική ανταποδοτικών πληγμάτων, καθώς το Ιράν εκτιμά ότι η συγκυρία της μεταλλαγής της ισορροπίας ισχύος το ευνοεί και δεν επιθυμεί να προκαλέσει τη συσπείρωση των αντιπάλων του. Απαντά δυναμικά, αλλά προσπαθεί να μην υπερβαίνει τα εσκαμμένα επί του επιχειρησιακού σκέλους, καθόσον γνωρίζει πλέον ότι δεν μπορεί να υφίσταται στρατιωτική νίκη χωρίς διεθνή νομιμοποίηση, θεωρώντας ότι ο χρόνος κυλά υπέρ του.

Από την άλλη πλευρά, το Ισραήλ επιχειρεί να κλείσει μέτωπα, δυνητικά σημεία ανάφλεξης, τα οποία θα μπορούσαν να απειλήσουν ευθέως την ισραηλινή εθνική ασφάλεια όταν η ισορροπία δυνάμεων και οι εκτιμήσεις περί του προαναφερθέντος ζητούμενου της νομιμοποίησης επιτρέψουν στο Ιράν να εκτυλίξει δυναμικά τη στρατηγική του. Είναι σαφές ότι το Ισραήλ εκτιμά ως απειλή το Ιράν και θεωρεί ως μη εποικοδομητική την αμερικανική επιχειρησιακή – αν και όχι διπλωματική – αδράνεια. Ως εκ τούτου, επιχειρεί να κινητοποιήσει τους αναγκαίους εξισορροπητικούς μηχανισμούς, αλλά είναι επίσης βέβαιο ότι ένα κράτος με τη στρατηγική κουλτούρα και τις στρατιωτικές δυνατότητες του Ισραήλ θα πράξει όσα περισσότερα μπορεί και κρίνει με ή χωρίς τη βοήθεια τρίτων κρατών, συμμαχικών ή απλά ευθυγραμμισμένων με τα συμφέροντά του.