Ετυμολογικά η λέξη δυσανεξία προέρχεται από πρόθημα δυς και το ρήμα ανέχομαι και περιγράφει την έλλειψη ανοχής προς μια κατάσταση. Στην ιατρική, η διατροφική δυσανεξία συνίσταται στην δυστροπία του οργανισμού από την κατάποση ορισμένων ειδών τροφής. Δανειζόμαστε λοιπόν έναν κατά βάση ιατρικό όρο, για να απεικονίσουμε τη διαδικασία προσαρμογής του κυρίαρχου εγχώριου συστήματος διαμόρφωσης και άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, ως προς τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων κατά το τελευταίο διάστημα.
Είναι γεγονός ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση των τουρκικών ενεργειών στον Έβρο και το Αιγαίο κατά το τρέχον έτος, οφειλόταν στην υιοθέτηση αποτρεπτικών στρατηγικών, στην πρόθεση της Άγκυρας να χρησιμοποιήσει δυστυχισμένους ανθρώπους για την επίτευξη στόχων της εξωτερικής της πολιτικής. Στην παρούσα συγκυρία, στην ανατολική Μεσόγειο παρατηρείται περαιτέρω ανάταξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη βάση μίας στρατηγικής προσέγγισης, η οποία εμπεριέχει και την υπόμνηση χρήσης στρατιωτικών (αντι)μέτρων, όσον αφορά τον έλεγχο των τουρκικών αξιώσεων. Διαφαίνεται πως εγκαταλείπεται σταδιακά η αδιέξοδη «στρατηγική» των τελευταίων δεκαετιών, η οποία αναπαρήγαγε ατελέσφορα και ζημιογόνα ρητορικά σχήματα και διπλωματικές πρακτικές.
Η προσαρμογή είναι έκδηλη έστω κι αν γίνονται δύο βήματα εμπρός κι ένα πίσω, απόρροια της δυσανεξίας ορισμένων στην στρατηγική ορθότητα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα το εγχώριο πολιτικό σύστημα, αντλούσε «στρατηγική» σκέψη, από πηγές που δύσκολα τις προσδιορίζεις ως αρτεσιανές. Βέβαια ο Ταγίπ Ερντογάν, ως ο σημαντικότερος αναμορφωτής της ελληνικής στρατηγικής, θα κάμψει τις αντιρρήσεις και των πλέον δυσανεκτικών.
Η διαρκώς κλιμακούμενη στρατικοποίηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ήταν αναμενόμενο να παρωθήσει την αντίστοιχη ελληνική στη υιοθέτηση διευρυμένων πολιτικών που δεν αποκλείουν και την χρήση στρατιωτικών μέσων. Παράλληλα, και στο διπλωματικό πεδίο εγκαταλείφθηκε το «δόγμα της ακινησίας», για να μην εκνευριστεί ο ευερέθιστος γείτονας, όπως καταμαρτυρά η πρόσφατη σύναψη -μερικής- οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο. Η εντεινόμενη τουρκική επιθετικότητα, περιορίζει την διαμορφωτική επιρροή, ως προς την ελληνική εξωτερική πολιτική, θέσεων και δράσεων οι οποίες συνιστούσαν να συμμεριστούμε την αυτοκατανόηση της Άγκυρας.
Το επόμενο βήμα στρατηγικού εξορθολογισμού θα (ελπίζω να) είναι η διαχείριση του γαλλογερμανικού ανταγωνισμού στο μεσογειακό χώρο. Για τους γνωρίζοντες πράγματα και καταστάσεις, οι εν λόγω αποκλίσεις μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού ανάγονται από την εποχή που η Γαλλία προσπάθησε να δημιουργήσει την Μεσογειακή Ένωση. Η αξίωση της Γερμανίας να διευρύνει τα ερείσματά της στη Μεσόγειο - δεν νομίζω να θεωρεί κάποιος πως η γερμανική διαμεσολαβητική πρωτοβουλία εμφορείται μόνο από φιλειρηνικά κίνητρα- θίγει τα γαλλικά συμφέροντα. Σχηματικά, το τελευταίο πράγμα που επιθυμεί η γαλλική διπλωματία είναι η ενίσχυση της Γερμανίας και στη Μεσόγειο.
Η γερμανική εξωτερική πολιτική επιδιώκει την αποφυγή μιας ελληνοτουρκικής κλιμάκωσης, η οποία θα δώσει το πρόσχημα στη Γαλλία να δράσει στην ανατολική Μεσόγειο. Οι συγκλίσεις Βερολίνου και Άγκυρας στον οικονομικό και γεωπολιτικό τομέα υπαγορεύουν στη γερμανική διπλωματία την αποφυγή μιας, οδυνηρής για την Τουρκία, γαλλικής παρέμβασης. Υπό αυτό το πρίσμα γίνεται κατανοητή και η απολύτως ισορροπημένη στάση της Γερμανίας στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, παρ’ όλο που η Τουρκία παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και απειλεί με στρατιωτικά μέσα, ενώ η Ελλάδα λειτουργεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και είναι εταίρος στην ΕΕ.
Η Αθήνα οφείλει να είναι πολλή προσεκτική ως προς τη διαμεσολαβητική πρωτοβουλία του Βερολίνου και σίγουρα να μην θυσιάσει την γαλλική επιθυμία για έλεγχο της αναθεωρητικής Τουρκίας για μία πρόσκαιρη και εργαλειακή αποκλιμάκωση το επόμενο διάστημα. Το Βερολίνο επιδιώκει την αποκλιμάκωση της έντασης για την αποφυγή κυρώσεων εναντίον της Άγκυρας, στα πλαίσια της ΕΕ, και την αποτροπή της περαιτέρω ενίσχυσης του γαλλικού παράγοντα στη Μεσόγειο.
Ας μη λησμονούμε τέλος ότι, η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής αφορά αποκλειστικά τα κράτη –μέλη της ΕΕ, δίχως -ευτυχώς- να εμπλέκει τα λοιπά ευρωπαϊκά όργανα, δίνοντας την δυνατότητα σε όποιο κράτος επιθυμεί και δύναται να συνδράμει σε άλλο κράτος –μέλος, σε περίπτωση που δεχθεί επίθεση από τρίτο κράτος. Είθε, η Ελλάδα να συνεχίσει την προσαρμογή στα πραγματικά κι όχι στα επιθυμητά διεθνοπολιτικά δεδομένα του χώρου και του χρόνου. Είμαστε δέσμιοι της γεωγραφίας, αναφωνούν πολλοί, ας μη γίνουμε και δεσμώτες του τουρκικού ηγεμονισμού, ανταπαντούν άλλοι.