Τη δεκαετία του 1950, ο αμερικανός στοχαστής Λιούις Μάμφορντ, είχε δώσει μια σειρά διαλέξεων που αφορούσαν την σχέση τέχνης και τεχνικής*. Εκεί, διαπίστωνε ότι:
«οι πρόσφατες γενεές έχουν πιθανόν υπερτιμήσει τα οφέλη της εγγραμματοσύνης, γιατί τα οφέλη αυτά δεν έρχονται αυτομάτως, και ενδέχεται να συνοδεύονται, αν χρησιμοποιηθούν ασύνετα, από μιαν απώλεια άμεσων εμπειριών και επαφών, απώλεια αίσθησης και ευαισθησίας, με αύξηση περηφάνιας και προκατάληψης. Δεν πρέπει, όμως, να υπερτιμούμε την αγραμματοσύνη· γιατί αυτή αλυσοδένει τον άνθρωπο στον κόσμο τού άμεσου παρόντος, είναι μια μορφή πολιτισμικού εγκλεισμού στην απομόνωση, μοιραία για την ανθρώπινη ανάπτυξη.»
Όταν έγγραφε εκείνες τις γραμμές, δεν ξέρω αν φανταζόταν ότι μετά από τουλάχιστον μισό αιώνα, η διάκριση μεταξύ «εγγραμματοσύνης» και «αγραμματοσύνης» θα ήταν το κύριο πεδίο κοινωνικής σύγκρουσης.
Ας μη γελιόμαστε βέβαια· στον πυρήνα των κοινωνικών διαφορών, τουλάχιστον στον σύγχρονο κόσμο, -μας αρέσει δεν μας αρέσει- βρίσκεται η οικονομική μας θέση. Όλες οι άλλες διαφοροποιήσεις όπως, φύλο, φυλή, εκπαίδευση, ακόμα και εμφάνιση είναι αποτέλεσμα, κυρίως, της πρώτης και κεφαλαιώδους αυτής διαφοράς, όπως αυτή την κληρονομούμε από τους γονείς μας.
Κι ενώ με αφορμή τη συζήτηση περί δικαιωματισμού, ο δημόσιος διάλογος έχει εστιάσει στις «εγγενείς» διακρίσεις όπως η φυλή και το φύλο, η «διάκριση» που κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί ότι εμφανίζεται ως κύριος παράγοντας σύγκρουσης, είναι η διάκριση που εξετάζει ο Μάμφορντ· η «εγγραμματοσύνη» εναντίων της «αγραμματοσύνης».
Όσοι παρακολούθησαν το τελευταίο διάστημα την περιπέτεια των Αμερικάνικων εκλογών και την ανάλυση των αποτελεσμάτων τους, θα διαπίστωσαν ότι η κριτική αφορούσε τον διχασμό της χώρας, μεταξύ των «βολεμένων» και των ανθρώπων «εκτός συστήματος». Πίσω όμως από την προφανή διάκριση μεταξύ της οικονομικής διαφοράς των δυο στρατοπέδων, αυτό που υπονοείται ότι τους χωρίζει, σε δεύτερο επίπεδο, δεν ήταν το χρώμα ή το φύλο αλλά ο τρόπος αντίληψης της πραγματικότητας, μιας αντίληψης που προκύπτει ακριβώς από την πρόσβαση τους στη (όποια) γνώση.
Τους τελευταίους μήνες ακούσαμε πολλά για τη διαφορά «νοοτροπίας» μεταξύ του αγρότη από την Αριζόνα και του καθηγητή από την Βοστόνη. Αυτή η διαφορά προκύπτει μεν από το οικονομικό τους χάσμα, αυτό όμως το χάσμα, υπονοείται ότι προέρχεται από το μορφωτικό τους χάσμα. Ακόμα και αν όλοι δέχονται ότι και αυτή η μορφωτική διαφορά, προέρχεται από έλλειψη ευκαιριών, το αποτέλεσμα είναι ότι το μορφωτικό χάσμα είναι η κυρίαρχη δύναμη πίσω από τις κοινωνικές αναταράξεις.
Φυσικά, αυτές οι φουρτούνες δεν είναι μόνο Αμερικάνικό φαινόμενο. Ίσως θα θυμάστε ότι όταν μας χτύπησε η οικονομική κρίση, η κατάντια της χώρας, καθώς φυσικά και η μετέπειτα λυσσαλέα αντίδραση της κοινωνίας, αποδόθηκε στους έλληνες που «δεν είχαν περάσει διαφωτισμό και δεν διέθεταν αστική κουλτούρα». Όπως φάνηκε βέβαια τα επόμενα χρόνια, διαφωτισμό και αστική κουλτούρα «φαίνεται να λείπει» επίσης από τους γάλλους εργάτες, τους ευρωπαίους αγρότες και γενικότερα όλες τις κοινωνικές ομάδες που πιέζονται και αντιδρούν.
Όπως πολύ καλά μας λέει ο Μάμφορντ όμως, η «ποσότητα» της γνώσης που λαμβάνει κανείς, δεν είναι απαραίτητα το κρίσιμο στοιχείο που θα βοηθήσει τις κοινωνίες να προχωρήσουν μονιασμένες.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η γενική επίκληση στην βιωματική εμπειρία του «απλού ανθρώπου της δουλειάς» δεν είναι επαρκές αναλυτικό εργαλείο για μια παγκόσμια κοινότητα με αλληλοσυνδεόμενες σχέσεις. Τα προβλήματα υπάρχουν αλλά οι λύσεις που προτείνονται απ’ αυτό το «στρατόπεδο» είναι συχνά παραπλανητικές. Αν οι άνθρωποι νιώθουν ότι η άδικη κατανομή των πόρων, η εκτεταμένη μετανάστευση, η έλλειψη ευκαιριών ή ότι άλλο, είναι προβλήματα, οφείλουμε να τα δούμε ως τέτοια. Αλλιώς θα έχει χώρο ο κάθε «μυαλοπώλης» να παίζει πάνω στην άρνηση των ελίτ να τα αναγνωρίσουν καθαυτά. Αν αφήσουμε τους ανθρώπους βορά σε αυτούς που προσφέρουν «εύκολες λύσεις» όντως τους κρατάμε, όπως λέει ο Μάμφορντ, αλυσοδεμένους στον κόσμο τού άμεσου παρόντος, σε μια μορφή πολιτισμικού εγκλεισμού στην απομόνωση, μοιραία για την ανθρώπινη ανάπτυξη.
Ούτε φυσικά τα πολύπλοκα σχήματα των «ειδημόνων» που εξηγούν την σύγχρονη ζωή ως ένα πεδίο που «δύσκολα αλλάζει» είναι επαρκής δικαιολογία για να παραπέμπονται τα προβλήματα στις καλένδες. Αν οι απλουστευτικές λύσεις των «αμόρφωτων» είναι απλά ανεφάρμοστες, η γενική επίκληση της «κατανόησης του δύσκολου πεδίου» από τους «μορφωμένων» είναι έωλη.
Πολύ συχνά, η όποια κοινωνική διαδρομή μας δεν επαρκεί ως αναλυτικό εργαλείο. Ούτε φυσικά αρκεί το διάβασμα και οι σπουδές. Όταν όλα τα παραπάνω δεν συνοδεύονται από κοινωνική συνείδηση, ενσυναίσθηση και πραγματικό αίσθημα ευθηνής απέναντι στον συνάνθρωπο δεν είναι παρά κούφια συσσώρευση εμπειριών.
*Lewis Mumford - Τέχνη και τεχνική, εκδώσεις «Νησίδες».