Γενικά μιλώντας, οι άνθρωποι στον πλανήτη μας ζουν περισσότερο σε σχέση με το παρελθόν: Το 1950 η μέση διάρκεια ζωής στον κόσμο ήταν μόλις 46 έτη- και το 2015 είχε ξεπεράσει τα 71.
Όπως σημειώνεται σε ανάλυση στο BBC από τη Χάνα Ρίτσι, του Oxford Martin School και του OurWorldinData.org, σε κάποιες χώρες η πρόοδος δεν ήταν ομαλή- και οι ασθένειες, οι επιδημίες και τα απρόσμενα γεγονότα υπενθυμίζουν πως η μακροζωία δεν είναι κάτι εγγυημένο. Παράλληλα, οι θάνατοι που απασχολούν περισσότερο την επικαιρότητα- πόλεμοι, φυσικές καταστροφές, τρομοκρατία κ.α- αποτελούν κάτω από το 0,5% του συνόλου. Ωστόσο, ανά τον κόσμο πολλοί συνεχίζουν να πεθαίνουν σε νεαρή ηλικία, και μάλιστα από αίτια που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.
Εκτιμώμενη διάρκεια ζωής ανά περιοχή του πλανήτη
- Βόρεια Αμερική: 79,5
- Ευρώπη: 77,7
- Νότια Αμερική: 75,1
- Ασία: 72,4
- Βόρεια Αφρική: 71,7
- Κόσμος: 71,4
- Υποσαχάρια Αφρική: 59,3
Τα αίτια των θανάτων
Περίπου 56 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πέθαναν το 2017- 10 εκατομμύρια περισσότεροι από ό,τι το 1990, καθώς ο πληθυσμός παγκοσμίως έχει αυξηθεί και ο κόσμος ζει περισσότερο κατά μέσο όρο. Πάνω από το 70% πεθαίνουν από μη μεταδοτικές, χρόνιες παθήσεις. Η πιο κοινή κατηγορία εξ αυτών είναι οι καρδιοπάθειες, που ευθύνονται για έναν στους τρεις θανάτους – διπλάσιους από τον καρκίνο, που έρχεται δεύτερος και ευθύνεται για έναν στους έξι θανάτους. Ακολουθούν άλλες μη μεταδοτικές παθήσεις όπως ο διαβήτης, ασθένειες του αναπνευστικού και άνοια. Αναλυτικότερα, το 2016, η κατάταξη των θανάτων είχε ως εξής:
- Καρδιοπάθειες: 32,3%
- Καρκίνοι: 16,3%
- Ασθένειες του αναπνευστικού: 6,5%
- Διαβήτης: 5,8%
- Λοιμώξεις κατώτερου αναπνευστικού: 4,4%
- Άνοια: 4,4%
- Θάνατοι νεογνών: 3,2%
- Διαρροϊκές ασθένειες: 3%
- Τροχαία: 2,5%
- Ασθένειες του συκωτιού: 2,3%
Εντύπωση προκαλεί ο αριθμός των ανθρώπων που εξακολουθούν να πεθαίνουν από αίτια που θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί. Περίπου 1,6 εκατομμύρια πέθαναν από ασθένειες που σχετίζονταν με διάρροια το 2017- σε κάποιες χώρες πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους «φονιάδες». Υπήρξαν επίσης 1,8 εκατομμύρια θάνατοι νεογνών (θάνατος βρέφους μέσα στις πρώτες 28 ημέρες).
Η συχνότητα αυτών των θανάτων ποικίλλει: Στην Ιαπωνία κάτω από 1 στα 1.000 μωρά πεθαίνουν τις πρώτες 28 ημέρες της ζωής τους, τη στιγμή που στις φτωχότερες χώρες του κόσμου η αναλογία είναι περίπου 1 στα 20. Τα τροχαία είναι πολύ ψηλά τόσο στις πλούσιες όσο και στις φτωχές χώρες, με 1,2 εκατ. νεκρούς το 2017. Αν και πολλές από τις πλουσιότερες χώρες έχουν παρατηρήσει σημαντικές μειώσεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σε παγκόσμιο επίπεδο ο αριθμός παραμένει περίπου ίδιος. Ακόμη, είναι σχεδόν διπλάσιοι αυτοί που αυτοκτονούν από αυτούς που δολοφονούνται.
Το 1990, ένας στους τρεις θανάτους οφειλόταν σε ασθένειες που μπορούσαν να μεταδοθούν, και το 2017 ο αριθμός αυτός είχε πέσει- ένας τους τρεις. Τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε μολυσματικές ασθένειες: Σημειώνεται πως, μέχρι και τον 19ο αιώνα, ένα στα τρία παιδιά στον κόσμο πέθαινε πριν την ηλικία των πέντε ετών. Τα ποσοστά θνησιμότητας αυτά έχουν πέσει πάρα πολύ εξαιτίας των εμβολίων και των βελτιώσεων στην υγιεινή, τη διατροφή, την υγεία και την πρόσβαση στο καθαρό νερό. Οι θάνατοι παιδιών στις πλούσιες χώρες είναι πλέον σχετικά σπάνιοι. Γενικότερα μιλώντας, η μείωση της θνησιμότητας παιδιών παγκοσμίως θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της σύγχρονης ιατρικής- και αυτό σημαίνει πως το μεγαλύτερο «βάρος» έχει μετατοπιστεί στις μη μεταδοτικές παθήσεις σε ηλικιωμένους, με πολλές χώρες να προβληματίζονται για την πίεση που αυτό ασκεί στα συστήματα υγείας, καθώς οι άνθρωποι γερνούν και έχουν ασθένειες που διαρκούν περισσότερα χρόνια.
Ωστόσο, απρόσμενα γεγονότα μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα- χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κρίση του HIV/AIDS τη δεκαετία του 1980, η οποία επηρέασε όλο τον κόσμο, αλλά περισσότερο έπληξε την υποσαχάρια Αφρική: Μετά από δεκαετίες σταθερής βελτίωσης, η μέση διάρκεια ζωής μειώθηκε αισθητά σε πολλές χώρες της περιοχής. Ένας συνδυασμός θεραπειών και εκπαίδευσης ως προς την πρόληψη είχε ως αποτέλεσμα τον υποδιπλασιασμό των θανάτων από AIDS την τελευταία δεκαετία και μόνο – από δύο εκατομμύρια ετησίως στο ένα εκατομμύριο. Ως εκ τούτου, η μέση διάρκεια ζωής έχει αρχίσει να ανακάμπτει σε αυτές τις χώρες, αλλά μόλις τώρα επιστρέφει σε επίπεδα προ κρίσης.
Γενικότερα μιλώντας, η εικόνα είναι θετική: Ζούμε περισσότερο, ενώ λιγότεροι – ειδικά παιδιά- πεθαίνουν από αίτια που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Αλλά είναι επίσης αλήθεια πως υπάρχει πολύς δρόμος ακόμα, όπως υπογραμμίζεται στο δημοσίευμα.