Στα φρικτά ερείπια των πεσμένων δίδυμων πύργων στο σημείο μηδέν πριν από 20 χρόνια, έφτασε η ώρα μηδέν, μια ευκαιρία να ξεκινήσουν όλα από την αρχή.
Τα παγκόσμια ζητήματα και οι ισορροπίες αναδιατάχθηκαν απότομα εκείνο το πρωί με τον γαλάζιο ουρανό, την μαύρη τέφρα, τη φωτιά και το θάνατο.
Στο Ιράν, τα συνθήματα για «θάνατο στην Αμερική» έδωσαν γρήγορα τη θέση τους σε αγρυπνίες με κεριά στην μνήμη των νεκρών Αμερικανών. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν πήρε θέση με ουσιαστική βοήθεια καθώς οι ΗΠΑ προετοιμάζονταν να ξεκινήσουν πόλεμο σε μια περιοχή ρωσικής επιρροής.
Ο Λίβυος Μουαμάρ Καντάφι, ένας δολοφόνος δικτάτορας, μίλησε για το «ανθρώπινο καθήκον» να είναι με τους Αμερικανούς μετά από «αυτά τα τρομακτικά και φοβερά γεγονότα, τα οποία αναμένεται να αφυπνίσουν την ανθρώπινη συνείδηση», όπως δήλωνε.
Από τις πρώτες σοκαριστικές στιγμές, οι μακροχρόνιοι σύμμαχοι της Αμερικής ενώθηκαν με μακροχρόνιους εχθρούς σε εκείνη τη μοναδικά καθοριστική στιγμή. Κανένα έθνος με ισχυρή θέση στο παγκόσμιο στερέωμα δεν επευφημούσε τους τρομοκράτες που υπόσχονταν να κατατροπώσουν τον καπιταλισμό και τη δημοκρατία. Πόσο σπάνιο είναι αυτό;
Πολύ σπάνιο για να διαρκέσει, όπως αποδείχθηκε.
Οι πολιτισμοί έχουν τις αλληγορίες τους για την αναγέννηση σε περιόδους καταστροφής. Ενα παγκόσμιο κλισέ είναι αυτό του Φοίνικα, ένα μαγικό και υπέροχο πουλί, που αναδύεται από τη στάχτη. Στο κολασμένο τοπίο της Γερμανίας στο τέλος του Β ’Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν η ιδέα του Hour Zero (ώρα μηδέν), που πρόσφερε την ευκαιρία να ξεκινήσουν όλα από την αρχή.
Για τις ΗΠΑ, η ώρα μηδέν της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, σήμαινε μια ευκαιρία να αναδιαμορφώσει τη θέση της στον μετα-ψυχροπολεμικό κόσμο από μια υψηλή σκοπιά επιρροής και καλής θέλησης καθώς εισερχόταν στη νέα χιλιετία. Αυτό ερχόταν λίγο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, που άφησε την Αμερική τόσο με την ηθική εξουσία όσο και με την οικονομική και στρατιωτική δύναμη να είναι αναμφισβήτητα η μόνη υπερδύναμη.
Αυτά τα πλεονεκτήματα σύντομα χάθηκαν. Αντί για μια νέα τάξη πραγμάτων, η 11η Σεπτεμβρίου τροφοδότησε 20 χρόνια πολέμου στο εξωτερικό. Στις ΗΠΑ, έδωσε έδαφος στον θυμωμένο, θλιμμένο, αυτοαποκαλούμενο πατριώτη και αύξησε την επιτήρηση και την καχυποψία στο όνομα της κοινής άμυνας.
Ανοιξε μια εποχή σεβασμού για τις ένοπλες δυνάμεις καθώς οι βουλευτές οπισθοχώρησαν από την εποπτεία και άφησαν τους προέδρους της χώρας να δώσουν το προβάδισμα στον στρατό έναντι της επιβολής του νόμου στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Και πυροδότησε ένα αντι-μεταναστευτικό συναίσθημα, κυρίως κατά μουσουλμανικών χωρών, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα.
Ενας αναγκαίος πόλεμος - στα μάτια του περισσότερου κόσμου - στο Αφγανιστάν ακολουθήθηκε δύο χρόνια αργότερα από έναν πόλεμο επιλογής, καθώς οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Ιράκ με ψευδείς ισχυρισμούς ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν έκρυβε όπλα μαζικής καταστροφής. Ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους χαρακτήρισε το Ιράν, το Ιράκ και τη Βόρεια Κορέα «άξονα του κακού».
Ετσι άνοιξε το βαθύ, θανατηφόρο ναρκοπέδιο των «αιώνιων πολέμων». Υπήρξαν σπασμοί σε όλη τη Μέση Ανατολή ενώ η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είχε μια ριζική αλλαγή στις προσεγγίσεις της, από τον Μπους στον Ομπάμα και στον Τραμπ. Αυτό έφερε την εξασθένηση της εμπιστοσύνης στην ηγεσία και την αξιοπιστία της Αμερικής.
Αλλα μέρη του κόσμου δεν έμειναν ανεπηρέαστα. Τα ακροδεξιά λαϊκιστικά κινήματα αναρριχήθηκαν στην Ευρώπη. Η Βρετανία ψήφισε υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Και η Κίνα άρχισε να ανεβαίνει σταθερά στην παγκόσμια σκάλα.
Ο νυν Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν προσπαθεί να αποκαταστήσει την χαμένη εμπιστοσύνη, με την εντύπωση ενός πιο σταθερού χεριού από τις ΗΠΑ, αλλά δεν υπάρχει εύκολος δρόμος. Τερματίζει τον πόλεμο, αλλά τι ακολουθεί;
Στο Αφγανιστάν, τον Αύγουστο, οι Ταλιμπάν κατέλαβαν τον έλεγχο με τρομακτική ταχύτητα. Η αφγανική κυβέρνηση και οι δυνάμεις ασφαλείας, που οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους είχαν ξοδέψει δύο δεκαετίες και αμέτρητα χρήματα προσπαθώντας να τους ανοικοδομήσουν, κατέρρευσαν.
Κανένα σταθερό χέρι δεν ήταν εμφανές από την πλευρά των ΗΠΑ στη βιαστική, ανοργάνωτη εκκένωση των Αφγανών που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να φύγουν από τη χώρα τις πρώτες εβδομάδες της επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία.
Οι σύμμαχοι, των οποίων τα στρατεύματα πολέμησαν και πέθαναν στον πόλεμο του Αφγανιστάν, εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους για τη διαχείριση του Μπάιντεν στην αποχώρηση των ΗΠΑ, βάσει συμφωνίας που είχε συνάψει ο προκάτοχός του, Ντόναλντ Τραμπ, με τους Ταλιμπάν.
Η «πατρίδα»
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου προκάλεσαν έναν χείμαρρο οργής.
Σοκαρισμένο από την επίθεση, ένα μέρος της αμερικανικής κοινωνίας αγκάλιασε τη δυαδική προοπτική «εμείς εναντίον αυτών» που διατυπώθηκε από τον Μπους - «Είτε είσαι μαζί μας, είτε είσαι με τους τρομοκράτες» - και δεν το εγκατέλειψε ποτέ.
Αυτό γινόταν αντιληπτό στα τραγούδια της χώρας, στις συζητήσεις στο ραδιόφωνο και κατά τη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών, που πρόσφεραν το βάλσαμο της κραυγής για εκδίκηση.
Οι Αμερικανοί έβαλαν σημαίες στις αυλές τους, στο πίσω μέρος των φορτηγών και όπου αλλού μπορούσαν. Ο φραξιονισμός εντάθηκε στο εσωτερικό της Αμερικής, στις αντιπαραθέσεις των σχολικών συμβουλίων, στις αναρτήσεις στο Facebook και στην εθνική πολιτική, σε σημείο που οι αντίθετες απόψεις αντιμετωπίστηκαν ως προπαγάνδα από θανάσιμους εχθρούς.
Η έννοια του εχθρού εξελίχθηκε επίσης. Εχθρός ήταν πλέον όχι μόνο ο τρομοκράτης αλλά και ο μετανάστης. Μάλιστα, τρομοκράτης θεωρείτο τώρα και ο μετανάστης που προσπαθεί να περάσει τα σύνορα.
Ο υπό απειλή πατριώτης έγινε προσωπική και πολιτική ταυτότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ο Τραμπ το χρησιμοποίησε για να κερδίσει την προεδρία.
«Εμείς ή αυτοί»
Την εβδομάδα μετά τις επιθέσεις, ο Μπους ζήτησε από τους Αμερικανούς να γνωρίζουν ότι «το Ισλάμ είναι ειρήνη» και ότι οι επιθέσεις ήταν διαστρέβλωση αυτής της θρησκείας. Είπε στη χώρα ότι «οι Αμερικανοί μουσουλμάνοι είμαστε εμείς, όχι αυτοί», ακόμη και όταν τα τζαμιά τέθηκαν υπό παρακολούθηση και οι Αραβες που πήγαιναν στις ΗΠΑ για να πάνε τα παιδιά τους στη Ντίσνεϊλαντ ή στο σχολείο κινδύνευαν να κρατηθούν για ανάκριση.
Για τον Τραμπ, αντίθετα, τα πάντα αφορούσαν πάντα αυτούς - τους ξένους.
Για τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ ο προκάτοχός του, Μπαράκ Ομπάμα, ήταν ένας ξένος. Στις προεκλογικές εκστρατείες και κατά την διακυβέρνηση του Τραμπ, οι μουσουλμάνοι και οι μετανάστες ήταν ξένοι. Ο «ιός της Κίνας» (σ.σ. ο κορονοϊός) ήταν επίσης ένας ξένος εισβολέας.
Στην Ευρώπη, αντίστοιχα, οι θανατηφόρες επιθέσεις ισλαμιστών εξτρεμιστών, όπως ο βομβαρδισμός του τρένου της Μαδρίτης το 2004 που σκότωσε σχεδόν 200 ανθρώπους και η επίθεση στο σύστημα μεταφορών του Λονδίνου το 2005, με περισσότερους από 50 νεκρούς, σκλήρυνε τη στάση των χωρών.
Μέχρι το 2015, καθώς το Ισλαμικό Κράτος είχε καταλάβει ευρείες περιοχές του Ιράκ και προχωρούσε βαθιά στη Συρία, ο αριθμός των προσφύγων είχε αυξηθεί δραματικά, με περισσότερους από 1 εκατομμύριο μετανάστες, κυρίως από τη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ, να εισέρχονται στην Ευρώπη μόνο εκείνο το έτος.
Η χρονιά συνοδεύτηκε από επιθέσεις στη Γαλλία, στο προσωπικό του περιοδικού Charlie Hebdo τον Ιανουάριο μετά τη δημοσίευση γελοιογραφιών του Προφήτη Μωάμεθ, στο θέατρο Μπατακλάν και σε άλλες τοποθεσίες του Παρισιού τον Νοέμβριο, ενισχύοντας τον τρόμο που είχε κυριεύσει τότε την Γηραιά Ηπειρο.
Τα ακροδεξιά κόμματα, που ήδη κέρδιζαν έδαφος, μπόρεσαν να επωφεληθούν από αυτούς τους φόβους για να εδραιωθούν ως μέρος του ευρωπαϊκού κατεστημένου. Μέχρι σήμερα εξακολουθούν να εκπροσωπούνται σε πολλά ευρωπαϊκά κοινοβούλια, παρόλο που η ροή των μεταναστών έχει επιβραδυνθεί πάρα πολύ και οι περισσότερες ανησυχίες αποδείχθηκαν αβάσιμες.
Το «ξήλωμα»
Δεκάδες χώρες προσχώρησαν ή ενέκριναν τον συνασπισμό του ΝΑΤΟ που μαχόταν στο Αφγανιστάν. Η Ρωσία δέχτηκε για πρώτη φορά τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ στην Κεντρική Ασία και παρείχε υλικοτεχνική υποστήριξη. Ποτέ στο παρελθόν το ΝΑΤΟ δεν είχε επικαλεστεί το άρθρο 5 του καταστατικού του, σύμφωνα με το οποίο η επίθεση εναντίον ενός μέλους είναι επίθεση εναντίον όλων των μελών του.
Αλλά το 2003, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία ήταν σχεδόν μόνες τους στον επικείμενο πόλεμο κατά του Ιράκ. Αυτή τη φορά, εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πραγματοποίησαν πορεία διαμαρτυρίας ενόψει της εισβολής. Η παγκόσμια γνώμη για τις Ηνωμένες Πολιτείες έγινε έντονα αρνητική.
Τον Ιούνιο του 2003, αφού η εισβολή ανέτρεψε γρήγορα τον Σαντάμ και διέλυσε τον ιρακινό στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας, μια δημοσκόπηση της Pew Research διαπίστωσε μια διευρυνόμενη ρήξη μεταξύ Αμερικανών και Δυτικοευρωπαίων. Οι περισσότεροι Νοτιοκορεάτες, οι μισοί Βραζιλιάνοι και πολύ περισσότεροι άνθρωποι εκτός του ισλαμικού κόσμου συμφωνούσαν μαζί τους σε αυτό το αντιαμερικανικό ρεύμα.
Και αυτό συνέβαινε όταν ο πόλεμος πήγαινε ακόμη καλά, προτού ο κόσμος δει τις σκληρές εικόνες και μάθει ό,τι ξέρει τώρα για τις πρακτικές και τα βασανιστήρια της CIA, τις συνθήκες κράτησης στο Γκουαντάναμο χωρίς κατηγορίες ή δίκες - και πριν από την άνοδο του βίαιου Ισλαμικού Κράτους.
Οι επιτυχίες
Εδώ και δύο δεκαετίες, οι Αμερικανοί πρόεδροι κατάφεραν σημαντικά επιτεύγματα σε θέματα ασφαλείας και, μέχρι στιγμής, το έδαφος των ΗΠΑ δεν έχει αντιμετωπίσει επιθέσεις της διεθνούς τρομοκρατίας του μεγέθους της 11 Σεπτεμβρίου.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, δυνάμεις με επικεφαλής τις ΗΠΑ εξουδετέρωσαν την Αλ Κάιντα, που έχει να κάνει μεγάλη επίθεση εναντίον της Δύσης από το 2005. Η εισβολή στο ιράκ απάλλαξε την χώρα και την περιοχή από τον δολοφονικό δικτάτορα Σαντάμ.
Ωστόσο, στρατηγικά, η απομάκρυνσή του πέτυχε ακριβώς αυτό που οι Αραβες ηγέτες προειδοποίησαν τον Μπους ότι θα συμβεί: Ενίσχυσε τον κύριο αντίπαλο του Σαντάμ, το Ιράν, που απειλεί τα συμφέροντα και τους συνεργάτες των ΗΠΑ.
Θανατηφόρο χάος ακολούθησε άμεσα στο Ιράκ. Η κυβέρνηση Μπους, στη βιασύνη της να φτιάξει ένα καινούργιο έθνος, απέτυχε στην διατήρηση της τάξης και άφησε τους ακραίους Ισλαμιστές και τους αντιπάλους παραστρατιωτικούς να μάχονται για την κυριαρχία στο κενό ασφαλείας.
Η ανατροπή του Σαντάμ, από τη μία ενέπνευσε και από την άλλη περιόρισε την λαϊκή υποστήριξη στις εξεγέρσεις της Αραβικής Ανοιξης, λίγα χρόνια αργότερα. Διότι αν οι ΗΠΑ έδειξαν στους λαούς της Μέσης Ανατολής ότι οι δικτάτορες μπορούν να πέσουν, η εξέγερση έδειξε ότι αυτό που ακολουθεί μπορεί να μην είναι η αναγέννηση.
Απολυταρχικά καθεστώτα στη Μ. Ανατολή χρησιμοποίησαν την μετά Σαντάμ εποχή ως επιχείρημα για την επιβίωσή τους.
Οι πόλεμοι των ΗΠΑ στο ιράκ και στο Αφγανιστάν στοίχισαν τη ζωή περισσότερων από 7.000 στρατιωτών των ΗΠΑ, περισσότερων από 1.000 των συμμαχικών δυνάμεων, πολλών δεκάδων χιλιάδων μελών των Αφγανικών και Ιρακινώ δυνάμεων ασφαλείας και εκατοντάδων χιλιάδων αμάχων, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Brown. Το οικονομικό κόστος, στο οποίο περιλαμβάνεται και η βοήθεια προς τους ανάπηρους βετεράνους, αναμένεται να ξεπεράσει τα 6 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Για τις ΗΠΑ, οι προεδρίες που ακολούθησαν τους πολέμους Μπους, χαρακτηρίζονται από μία προσπάθεια - όχι πάντα συνεπή, ούτε πάντα πετυχημένη - να αποσυρθεί ο στρατός από τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασλία.
Η ιδέα της Αμερικανικής υποχώρησης έχει επιτρέψει στην Ρωσία και την Κίνα να αυξήσουν την επιρροή τους στις περιοχές και έχει αφήσει τους συμμάχους των ΗΠΑ να αγωνίζονται να αντιληφθούν την θέση της Ουάσιγκτον στον κόσμο. Η άποψη ότι οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου θα δημιουργούσαν ενότητα διαρκείας εναντίον της τρομοκρατίας, συγκρούστηκε με την άνοδο του εθνικισμού και έναν Αμερικανό πρόεδρο, τον Τραμπ, ο οποίος μίλησε άσχημα για τους συμμάχους του ΝΑΤΟ που το 2001 συντάχθηκαν με τις ΗΠΑ.
Ακόμα και πριν τον Τραμπ, ο Ομπάμα εξέπληξε συμμάχους και εχθρούς όταν απομακρύνθηκε ξαφνικά από τον ρόλο των ΗΠΑ ως παγκόσμιου αστυφύλακα. Ο Ομπάμα ετοιμάστηκε και μετά ακύρωσε μία επίθεση εναντίον του Σύρου προέδρου Μπασάρ Ασαντ, που χρησιμοποιούσε χημικά εναντίον του λαού του.
«Τρομερά πράγματα συμβαίνουν παντού στον κόσμο και είναι πέραν των δυνάμεών μας να διορθώσουμε όλα τα λάθη» είχε δηλώσει ο Ομπάμα στις 11 Σεπτεμβρίου 2013.
Η - όχι και τόσο - Νέα Τάξη
Οι συνέπειες της 11ης Σεπτεμβρίου εξαπλώνονται με προφανείς και ιδιαίτερους τρόπους.
Η δημόσια, καθημερινή ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, παρακολουθείται από κάμερες ασφαλείας, ενώ άλλα εργαλεία παρακολούθησης ελέγχουν ιδιωτικές επικοινωνίες.
Η στρατικοποίηση είναι πιο προφανής σήμερα, από τις μεγάλες μέχρι τις μικρές πόλεις, που πλέον διαθέτουν στρατιωτικά οχήματα και όπλα που φαίνονται εντελώς δυσανάλογα σε σχέση με οποιαδήποτε τρομοκρατική απειλή. Τα κυβερνητικά κτίρια έχουν γίνει φρούρια και τα αεροδρόμια λαβύρινθοι ασφαλείας.
Ωστόσο, η τεράστια επίδραση των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου στη νέα τάξη των παγκόσμιων πραγμάτων, ανατράπηκε από εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις, την παγκόσμια οικονομική κρίση και, τώρα, την θανατηφόρα πανδημία.
Το ξύπνημα της ανθρώπινης συνείδησης που προέβλεψε ο Καντάφι, δεν επέζησε. Ούτε ο Καντάφι επέζησε.
Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν είναι νεκρός εδώ και δέκα χρόνια. Ο Σαντάμ κρεμάστηκε το 2006. Οι παντοτινοί πόλεμοι - όπως αυτός στο Αφγανιστάν, ο μεγαλύτερος σε διάρκεια στην ιστορία των ΗΠΑ - είτε τελείωσαν, είτε τελειώνουν. Οι μέρες που η Ρωσία ενεργοποιούσε στρατηγικά τις ΗΠΑ και η Κίνα δεν την εμπόδιζε, έχουν επίσης τελειώσει.
Μόνον ο Φοίνικας επιζεί.