Από το κατώφλι της κόλασης στην πύλη της ζωής

Στις 14 Αυγούστου 1974 ξεκίνησε η δεύτερη επιχείρηση των Τούρκων (Αττίλας II) - Μια αληθινή ιστορία.
Open Image Modal
Τύμβος Μακεδονίτισσας: Τάφοι νεκρών στρατιωτών (AP Photo/Petros Karadjias)
via Associated Press/(AP Photo/Petros Karadjias)

Πήρε άδεια για μια ώρα για να συναντήσει τη γυναίκα του και το παιδί τους, λίγο πριν οι τελευταίοι φύγουν για τα βουνά του Τροόδους, όπου δεν θα μπορούσαν να φθάσουν οι Τούρκοι στρατιώτες. Αγκαλιασμένοι τη περισσότερη ώρα, αφού δεν ήταν σίγουροι, αν και πότε θα ξανασυναντηθούν. Ευτυχώς που ο μόλις δυο χρόνων γιός τους έπαιζε με τα αυτοκινητάκια της οικογένειας που τους φιλοξένησε για δυο μέρες, πριν βρουν ασφαλέστερο καταφύγιο στα βουνά. Είχε μάλλον ξεπεράσει τη λαχτάρα από τη φυγή τους - με τις πιτζάμες που φορούσαν - όταν τους ξύπνησαν οι βομβαρδισμοί των Τουρκικών αεροπλάνων και οι σφαίρες των αλεξιπτωτιστών που έπεφταν εκεί κοντά στο πατρικό τους.Γύρισε στο φυλάκιο συγκλονισμένος. Αντί να παίρνει το απολυτήριο του από το στρατό και να αρχίζει μια φυσιολογική ζωή με τη γυναίκα του και το γιό τους, βρισκόταν με ένα ντουφέκι απέναντι στους πάνοπλους αντιπάλους.

Στις 10 Αυγούστου, ο δεκανέας του φυλακίου στην οδό Ιούς, του έδωσε εντολή να ετοιμαστεί να φύγει. Σε λίγο έμπαινε σε ένα τζιπ για το άγνωστο. Δεν φοβόταν πια πως θα τον εκτελέσουν οι πραξικοπηματίες. Ίσως κατάλαβαν πως ο εχθρός ήταν άλλος. Ούτε ο Μακάριος, ούτε οι αριστεροί. Τον αποβίβασαν στον Άγιο Δομέτιο, αρκετά κοντά στο στρατόπεδο της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛ.ΔΥ.Κ.). Ο Έλληνας ανθυπασπιστής τον έστειλε αμέσως σε ένα φυλάκιο κρυμμένο μέσα σε ένα ανάχωμα και πίσω από πρόχειρους αμμόσακους. Μια τρύπα στη μέση για να «πολεμήσει τους εχθρούς». 

Οι Τούρκοι επιτίθονταν  με σφοδρότητα για να διαλύσουν πρωταρχικά την ΕΛ.ΔΥ.Κ. Γάζωναν τα πάντα. Αυτός μόλις και μετά βίας μπορούσε να ρίξει καμιά σφαίρα. Στην τρίτη προσπάθεια το πανάρχαιο Μ1 έπαθε αφλογιστία. Οι βόμβες από τα τούρκικα μαχητικά και τα βλήματα του πυροβολικού έπεφταν τριγύρω. Οι σφαίρες διέσχιζαν με βουητό τον αέρα. Κάποια στιγμή ένοιωσε κάτι να του καίει τον ώμο. Μια σφαίρα του είχε σχίσει το πουκάμισο και το δέρμα, που κοκκίνησε και  πρήστηκε. Από τη «βάση» της διμοιρίας - την αυλή ενός συνηθισμένου σπιτιού - ακούγονταν οι φωνές του ανθυπασπιστή: «Κρατείστε τις θέσεις σας. Οι ήρωες πολεμάνε σαν Έλληνες». Αν ο φόβος και η δίψα δεν είχαν εισχωρήσει βαθιά μέσα του, θα μπορούσε ακόμα και να γελάσει με την τραγελαφική τους κατάσταση και τα λόγια του διμοιρίτη. Δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό. Έσκυψε μέσα στο φυλάκιο και περίμενε. Δυο ολόκληρα εικοσιτετράωρα! Το παγούρι με το νερό λιγόστευε επικίνδυνα. Μια γουλιά κάθε φορά.

Η μέρα ήταν πιο υποφερτή. Μέσα από την τρύπα, απ’ όπου πιθανά θα ερχόταν το τελευταίο γι’ αυτόν βόλι, έβλεπε τουλάχιστον αν οι Τούρκοι προσπαθούσαν να πλησιάσουν. Όταν όμως έπεφτε το σκοτάδι, ο ρυθμός της καρδιάς γινόταν διπλάσιος. Οι σκέψεις για τα τελευταία λεπτά της ζωής του, το μαχαίρι του εχθρού που θα του έκοβε το λαιμό, το αίμα που θα έβαφε κατακόκκινη τη φωτογραφία με τη γυναίκα του και το γιό τους - που βρισκόταν πάντα στην αριστερή τσέπη του πουκάμισου του - δεν έφευγαν απ’ το μυαλό του.  

Το πρωί της 15ης Αυγούστου κατάλαβε πως τα γυαλιά του ήταν σπασμένα μέσα στο χώμα του φυλακίου. Έβλεπε πια μόνο στα δέκα μέτρα. Δεν τα χρειαζόταν έτσι και αλλιώς. Για να επιτεθεί στους Τούρκους; Ήταν εκατοντάδες, σκορπισμένοι παντού, καλυμμένοι πίσω από τα θωρακισμένα τους άρματα. Οι φωνές του ανθυπασπιστή σιγά-σιγά σώπασαν.  

Στις 16 Αυγούστου άκουγε μόνο τα Τούρκικα αεροσκάφη, τα πυροβόλα και τους όλμους στα δυτικά της θέσης, όπου η διμοιρία τους ήταν ανίκανη να κάνει κάτι. Νωρίς το απόγευμα άρχισε να επικρατεί μια ύπουλη ησυχία. Ο ανθυπασπιστής του ζήτησε να γυρίσει στη “βάση”, ογδόντα μέτρα από το φυλάκιο. Ένας νεαρός στρατιώτης, με σχισμένο το κεφάλι και αίματα σε όλο του το κορμί, ήταν ξαπλωμένος στην αυλή, νεκρός. Μπήκε στο άδειο σπίτι και αφού πρώτα ήπιε μπόλικο νερό, πήρε ένα σεντόνι και τον σκέπασε. Το νεκρό παιδί δεν ενδιαφερόταν πια  αν οι μύγες είχαν τρυπώσει στη μύτη του και όπου αλλού μυρίζονταν αίμα. Τον φορτώσανε σε ένα αγροτικό όχημα, μαζί με ένα τραυματία - με κομμένη τη δεξιά του παλάμη, τυλιγμένη σε γάζες - για να τους μεταφέρουν στο νοσοκομείο.

«Πρέπει να προλάβουμε αυτόν τουλάχιστον», φώναζε ο λοχαγός.

«Μας πρόδωσαν. Μας πρόδωσε η Χούντα. Δεν απέμεινε τίποτα από την ΕΛ.ΔΥ.Κ. Χάθηκαν τα παλληκάρια», συνέχισε να ουρλιάζει.

«Ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ήταν οι τελευταίες λέξεις του υπαξιωματικού, πριν χαθεί με το αγροτικό στη στροφή του δρόμου, με ένα νεκρό και ένα στρατιώτη που μόλις ανέπνεε. Τους συνόδεψε ένα δεκαεννιάχρονο παιδί που ήταν ανάμεσα στους τυχερούς. Δεν ανήκε στους ήρωες!   

Χάος και απελπισία. Κάθισε μόνος του στην αυλή για να σκεφθεί. Δίπλα στα αίματα των νεαρών στρατιωτών, που οι αερολόγοι πολιτικοί θα έλεγαν αργότερα πως «θυσιάστηκαν υπέρ πίστεως και πατρίδος». Αφού πέρασε το πρώτο σοκ, έπιασε τον εαυτό του να δακρύζει. Σκεφτόταν τη μάνα του νεκρού παιδιού. «Πώς θα πάει για αναγνώριση; Πώς θα τον θάψει; Πώς θα ζήσει μετά;».

Κατάλαβε ότι δεν μπορεί να μείνει εκεί. Συνειδητοποίησε ότι κάπου εκεί κοντά ήταν το σπίτι μιας ξαδέλφης του. Έβαλε στον ώμο το άχρηστο όπλο – αυτό με το οποίο θα υπεράσπιζε την πατρίδα και τον εαυτό του - και ξεκίνησε. Αργά, κουρασμένος και απελπισμένος. Στο μυαλό του είχε κρυφτεί  το παραμορφωμένο πρόσωπο του νεκρού στρατιώτη.

Βρήκε το σπίτι που έψαχνε. Κλειστό και εγκαταλειμμένο. Άνοιξε τη βρύση της αυλής και ήπιε νερό, πολύ νερό. Κάθισε σε μια καρέκλα κάτω από τη συκιά, όπου τόσες φορές είχε πιεί καφέ με τη ξαδέλφη του. Δεν του έμενε τίποτε άλλο από το να γυρίσει στο φυλάκιο της Ιούς. Θα του έπαιρνε πάνω από μια ώρα. Δεν βιαζόμουν. Δεν άκουγε πια πυροβολισμούς, ούτε όλμους. Μόνο μια παράξενη ησυχία. Άδειοι οι δρόμοι. Οι περισσότεροι άνθρωποι έφυγαν απ’ τη πρωτεύουσα. Άλλοι κρύφτηκαν βαθιά στα σπίτια τους. Όσο πιο βαθιά μπορούσαν. Για να μη τους βρουν ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Τούρκοι, ούτε ο Θεός!

Βγήκε στη λεωφόρο. Περνούσε έξω από μια πολυκατοικία - από τις λιγοστές εκείνης της εποχής - όταν από ένα αυτοκίνητο εμφανίστηκε μια παρέα από Ρώσους.

«Αυτοί μας έλειπαν», σκέφθηκε.

«What are you doing here with a gun?», τον ρωτούν ευγενικά. Άρχισε να τους εξηγεί από που έρχεται, όταν του πρότειναν να ανέβει μαζί τους στο διαμέρισμα να ξεκουραστεί πριν συνεχίσει τη μοναχική του πορεία. Πρέπει να είχε τα χάλια του. Ανέβηκε φανερά κουρασμένος. Ένα σύγχρονο διαμέρισμα με ολοκαίνουργια έπιπλα, τεράστια κουζίνα και τρία υπνοδωμάτια.

«Το πρώτο που χρειάζεσαι είναι ένα ντους», του λέει η νεαρή κυρία της παρέας. Κατάλαβε ότι βρωμούσε. Του έδωσε καθαρή πετσέτα και του έδειξε την μπανιέρα. Πήρε το όπλο μαζί του. Ήταν άχρηστο, αλλά έπρεπε να το επιστρέψει στο λόχο που ανήκε. 

Όταν κάθισε στην πολυθρόνα, αντιλήφθηκε πως ετοίμασαν μικρά σάντουιτς που του θύμιζαν τα καναπεδάκια που έφτιαχνε η γυναίκα του, όταν γιορτάζανε τα Χριστούγεννα στην Πράγα. Δίπλα η βότκα και το ουίσκι.

«Σε περιμένουν στο φυλάκιο;», τον ρωτούν.

«Όχι ακριβώς».

«Τότε θα φας κάτι και θα πιείς ένα ποτό μαζί μας».

Κανένας δεν ήξερε αν υπάρχει ή αν πέθανε. Κανένας δεν θα τον έψαχνε εκείνο το βράδυ. Οι στρατηγοί είχαν άλλα να σκεφθούν - αν μπορούσαν καν να σκέπτονται. Μονάχα οι δικοί του θα αγωνιούσαν, αλλά απόψε δεν υπήρχε περίπτωση να επικοινωνήσει με κάποιον. Δεν υπήρχαν κινητά, ούτε τάμπλετ. Το ημερολόγιο έδειχνε 1974.

Δέχτηκε την πρόσκληση τους. Μισο-καταλάβαινε τα ρωσικά, ήταν πια βέβαιος ότι προσπαθούσαν να του εκφράσουν τη συμπαράσταση  τους για όσα είχε μόλις ζήσει και να του προσφέρουν λίγη ανθρώπινη ζεστασιά. Γιατί από ζέστη τίποτε άλλο. Αύγουστος μήνας στο νησί της Αφροδίτης!

«Βότκα», απαντά στη ερώτηση τι θα πιεί.

Με το δεύτερο ποτήρι κατάλαβε πως υπάρχει και ένα παράλληλο σύμπαν, διαφορετικό από αυτό που έζησε τους τελευταίους δώδεκα μήνες και κυρίως τις τελευταίες λίγες μέρες. Ένα παράλληλο σύμπαν με ανθρώπους που εργάζονται, απολαμβάνουν τη ζωή και το ποτό τους, βιώνουν την κάθε μέρα, την κάθε στιγμή. Δεν το μετάνιωσε ποτέ που έμεινε εκεί. Αντίθετα, όταν το μυαλό του τον  οδηγεί στις αναμνήσεις εκείνων των ημερών, πίνει απ’ το ποτάμι της λήθης - όποτε σκέφτεται τους νεκρούς φαντάρους και τους υπερασπιστές του Μακάριου, που άφησαν τα κορμιά τους στο Λόφο του Προεδρικού - και απ’ το ποτάμι της μνημοσύνης, όταν σκέφτεται το χαμόγελο της οικοδέσποινας εκείνης της βραδιάς.

Θα πρέπει να είχαν πιεί γύρω στα πέντε ποτηράκια βότκα ο καθένας, όταν κατάλαβε ότι πλησιάζουν μεσάνυκτα. Σηκώθηκε, τους ζήτησε συγνώμη, πήρε το Μ1 και τράβηξε για την εξώπορτα. Η Σβετλάνα πετάχτηκε απ’ την πολυθρόνα της, του άρπαξε το όπλο και τον τράβηξε προς ένα υπνοδωμάτιο. Ξαφνιάστηκε, αλλά δεν έφερε αντίσταση.

«Δεν έχει νόημα να τρέχεις μέσα στους δρόμους τα μεσάνυχτα. Κανένας δεν σε ψάχνει. Ξεκουράσου και γυρνάς αύριο το πρωί».

Δεν μπορούσε να σκεφτεί καλά. Η χαλάρωση από τη βότκα τον είχε αποκάμει. Το κορίτσι του έβαλε το όπλο δίπλα απ’ το κρεβάτι - για να μη νομίσει ότι θα του το κλέψουν - τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τον καληνύχτισε. Πρόσεξε πως στο ύψος τον περνούσε μερικούς πόντους.

Κοιμήθηκε σε κρεβάτι ύστερα από ένα μήνα. Ο νυκτερινός αέρας από το ορθάνοικτο παράθυρο του χάιδευε το πρόσωπο, σαν μια μαγική γητεύτρα, ενώ στο κεφάλι δεν υπήρχε πια το ενοχλητικό κράνος να του βαραίνει το μυαλό. Ούτε τα βαριά άρβυλα με τις βρώμικες και ιδρωμένες κάλτσες. Τα περισσότερα βράδια μετά την εισβολή, τη λίγη ώρα που ξεκουράζονταν στα στενά σοκάκια - κάθετα στην Ιούς – είχε σαν προσκέφαλο μία τετράγωνη πέτρα από ψαμμίτη. Είχε πέσει από ένα παλιό σπίτι για να γίνει η μοναδική του συντροφιά εκείνες τις νύχτες.

Η βότκα και η εξάντληση βοήθησαν να μη ξυπνήσει ούτε μια φορά. Να μη δει εφιάλτες. Να μη σκέφτεται τα παιδιά που ήταν σε νεκρικούς θαλάμους περιμένοντας αναγνώριση και ενταφιασμό. Το φιλί της Σβετλάνας του μαλάκωσε τον πόνο της ψυχής και του θύμισε πως τον περιμένουν καλύτερες στιγμές. Στιγμές αγάπης και έρωτα, μακριά από όπλα, θανάτους, διάτρητα κεφάλια και κομμένες παλάμες. Μακριά από την αβάσταχτη βαρύτητα του ανθρώπινου είναι.

Το άλλο πρωί η παρέα από τη μακρινή Ρωσία τον περίμενε στη κουζίνα. Του είχαν ετοιμάσει πρωινό και καφέ. Φιλικοί, όπως την προηγούμενη βραδιά, αλλά αμήχανοι, καθώς σηκώθηκαν να τον αποχαιρετίσουν. Τον αγκάλιασαν, τον φίλησαν σταυρωτά τρεις φορές, όπως στην πατρίδα τους, ενώ ο Βάνιας επέμενε να τον πάει με το αυτοκίνητο του στο φυλάκιο.

«Είναι Σάββατο», του λέει. «Δεν δουλεύουμε».

Τους ευχαρίστησε εγκάρδια και μπήκε με το Βάνια στο ασανσέρ.

Αισθάνθηκε πως επιστρέφει από το κατώφλι της κόλασης, όπου βρισκόταν πριν λίγες ώρες, στην πύλη της ζωής.