Η ίδρυση το 1919 της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) υλοποίησε την ιδέα ενός παγκόσμιου οργανισμού για την διαφύλαξη της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Τόσο η ΚτΕ, όσο και ο διάδοχος και ομοειδής Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), ο οποίος συστάθηκε το 1945, υπήρξαν τα θεσμικά απότοκα δύο παραγόντων. Πρώτον, του επακόλουθου προβληματισμού, μετά τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, σχετικά με την αποτελεσματικότητα των παραδοσιακών μηχανισμών για την διατήρηση της διεθνούς τάξης, όπως η ισορροπία δυνάμεων. Δεύτερον, της ενεργότερης συμμετοχής των Ηνωμένων Πολιτειών στο διεθνές σύστημα και της αμερικανικής πεποίθησης ότι η εξάπλωση του φιλελευθερισμού, ως κατευθυντήρια ιδέα συγκρότησης του διεθνούς συστήματος, θα λειτουργήσει ευεργετικά προς την επίτευξη της διεθνούς τάξης.
O ιδεαλιστικός οραματισμός της ΚτΕ, τραυματίστηκε από τα πεπραγμένα της μεσοπολεμικής περιόδου και κυρίως το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ιδεολογικός και στρατηγικός δυϊσμός του μεταπολεμικού κόσμου, μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού με πρωτοστατούσες χώρες τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Σοβιετική Ένωση, απέκλειε την πιθανότητα καθεστωτικής ομοιογενείας στο διεθνές σύστημα. Εντούτοις, τα αιτήματα, για περιορισμό της διεθνούς αναρχίας, αποχή των κρατών από την χρήση βίας ως μέσο επίλυσης των διεθνών διαφορών και γενικά ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών, εξακολουθούσαν να υφίστανται, όπως αποτυπώθηκαν στον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ.
Η έννοια της συλλογικής ασφάλειας, δηλαδή η κοινή δράση των κρατών για την αποκατάσταση της διεθνούς τάξης, αποτέλεσε κανονιστική μεριμνά του ΟΗΕ προσαρμοσμένη στην φύση του διεθνούς συστήματος και την μεταπολεμική κατανομή ισχύος. Ο θεσμός της συλλογικής ασφάλειας συνιστά, μαζί με το δικαίωμα άμυνας κάθε κράτους έναντι κάθε επίθεσης, τις μόνες περιπτώσεις νομιμοποιημένης χρήσης βίας στο διεθνές σύστημα. H αχίλλειος πτέρνα της συλλογικής ασφάλειας, ως θεσμικής λειτουργίας του ΟΗΕ, έγκειται ότι προϋποθέτει την συναίνεση των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, δίχως να μπορεί να την επιβάλλει. Εν ολίγοις, χρειάζεται τις ικανότητες των μεγάλων δυνάμεων για να λειτουργεί αποτελεσματικά και τις αρμονικές μεταξύ τους σχέσεις ώστε να συναινέσουν για κοινή δράση. Η μεν ιστορική εμπειρία καταδεικνύει το σπάνιο της σύμπραξης, η δε θεωρητική αναζήτηση μπορεί να θέτει ερωτήματα όπως: τί ακριβώς θα γινόταν αν άρχιζαν να ομονοούν συχνότερα; Θα ήταν σίγουρα και σε κάθε περίπτωση επ’ ωφελεία της διεθνούς κοινότητας;
Βέβαια, πρέπει να επισημάνουμε ότι η συμβολή του ΟΗΕ, πέραν του πρόδηλου ρόλου του ως πλαισίου άσκησης διμερούς και πολυμερούς διπλωματίας, είναι πολλή σημαντική για μια σειρά ζητημάτων όπως: οι αποστολές διατήρησης της ειρήνης, ο μετριασμός των ανθρωπιστικών καταστροφών λόγω πολεμικών συρράξεων, η παροχή ενός νομιμοποιημένου πλαισίου για την επιβολή κυρώσεων και ο καίριος ρόλος του στην κωδικοποίηση του διεθνούς δικαίου, λειτουργώντας εν γένει ως παράγοντας διεθνούς νομιμοποίησης.
Κατά την 73η συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε: «Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, η κυβέρνησή μου έχει επιτύχει περισσότερα από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση στην ιστορία της χώρας μας» και πρόσθεσε πως: «οι ΗΠΑ είναι ισχυρότερες, πλουσιότερες και ασφαλέστερες». Οι συγκεκριμένες δηλώσεις προκάλεσαν γέλια, ωστόσο γέλασε και ο ίδιος, σχολιάζοντας πως: «δεν περίμενα αυτήν την αντίδραση, αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα». Συμπλήρωσε, λέγοντας ότι: «Η Αμερική κυβερνάται από τους Αμερικανούς. Απορρίπτουμε την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης και αγκαλιάζουμε το δόγμα του πατριωτισμού».
Στον αντίποδα, ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν καυτηρίασε τον απομονωτισμό, τον εθνικισμό και «τον νόμο του ισχυρότερου». Επίσης στηλίτευσε, εμμέσως, την αποχή ή απόσυρση των ΗΠΑ από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, την UNESCO, την συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και από την συνθήκη για την κλιματική αλλαγή. Στην ομιλία του ο Μακρόν υπερασπίστηκε τα οικουμενικά δικαιώματα του ανθρώπου, χτυπώντας κατ’ επανάληψη το χέρι του στο βήμα, αποσπώντας θερμό χειροκρότημα.
Προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουμε τις δύο ομιλίες στον χώρο και το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν, μπορούμε να συνάγουμε πως βρίσκονται στα δύο άκρα του φάσματος. Ο Γάλλος Πρόεδρος ήταν απολύτως σύμφωνος με το γράμμα, το πνεύμα, καθώς και την πολυμέρεια που ο Οργανισμός πρεσβεύει στις διεθνείς σχέσεις. Αντιθέτως, ο Αμερικανός ομόλογός του έθεσε αμιγώς κρατοκεντρικά προτάγματα, ασχέτως σε ποιό βαθμό αυτά εξυπηρετούν, με τον καλύτερο τρόπο, τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Και τα δύο κράτη αποτελούν μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας με σημαντική, αλλά διαφορετικού βαθμού, επιρροή στο διεθνές σύστημα. Για την Γαλλία, η οποία είναι μία δεύτερης κατηγορίας μεγάλη δύναμη, ο ΟΗΕ και ιδιαιτέρως η θέση της στο Συμβούλιο Ασφαλείας, συνιστά μέσο επαύξησης της ισχύος της, ενώ για τις ΗΠΑ, οι οποίες είναι το ισχυρότερο κράτος του διεθνούς συστήματος, ο Οργανισμός συνιστά, σε ορισμένες περιπτώσεις, εμπόδιο των επιδιώξεών της.
Η διαφορετική απόκριση των παρευρισκόμενων στις δύο ομιλίες έχει μία σχετική αξία. Τα γέλια, σε ορισμένα σημεία της ομιλίας του Ντόναλντ Τραμπ, δεν ξέρουμε αν αφορούσαν τα λεγόμενά του αυτά καθ’ αυτά ή συνιστούσαν πλέον αμφισβήτηση της ηγεμονικής θέσης των Ηνωμένων Πολιτειών, είτε και τα δύο. Παρά την κατανόηση που έδειξε, το πώς θα τα ερμηνεύσει ο Αμερικανός Πρόεδρος συνιστά ένα ζήτημα. Το ιστορικά αξιοσημείωτο συνίσταται ότι η χώρα που πρωτοστάτησε στην επέκταση του φαινομένου της «παγκοσμιοποίησης», τώρα στρέφεται εναντίον της. Η Γαλλία είναι λογικό να επιζητά περισσότερη πολυμέρεια από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης, διότι η πολυμέρεια και η κανονιστική προσέγγιση του Γάλλου Προέδρου συνάδει με την τωρινή θέση της χώρας του στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος. Αν τα λεγόμενα του ανωτάτου Γάλλου πολιτειακού παράγοντα ισχύουν στην ονομαστική τους αξία και δεν αποτυπώνει απλώς την γαλλική επιθυμία για πιο ισόρροπες σχέσεις μεταξύ των ισχυρότερων κρατών, ας συναινέσει το Παρίσι στην αύξηση του αριθμού των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Κατεβαίνοντας την κλίμακα της ισχύος, ως αναλυτικού εργαλείου ερμηνείας των ομιλιών κατά την 73η συνέλευση του ΟΗΕ, ακούσαμε με ενδιαφέρον αλλά και απορία τον Τουρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν να δηλώνει πως «Είμαστε υπέρ της επίλυσης των προβλημάτων μας μέσω της διεξαγωγής εποικοδομητικού διαλόγου επί ίσοις όροις». Ο επικεφαλής του τουρκικού κράτους αξιώνει, τώρα που οι επενέργειες των αμερικανικών κυρώσεων στραγγαλίζουν την τουρκική οικονομία, ισόρροπο διάλογο και τήρηση των οικονομικών συμφωνιών. Βέβαια, η στάση της χώρας του και του ιδίου προσωπικά, όταν διαπραγματεύεται με λιγότερο ισχυρά κράτη, πόρρω απέχει από τις προαναφερθείσες παροτρύνσεις για διακρατική ισοτιμία. Τουναντίον, είθισται η υπόμνηση της τουρκικής ισχύος να εμφιλοχωρεί ήδη από το προ-διαπραγματευτικό στάδιο.
Τέλος, παρακολουθώντας τον Έλληνα Πρωθυπουργό, ανέμενε κάποιος απο την ομιλία του να κατασταλάζει περισσότερη σοφία, ως συσσωρευμένη βιωματική γνώση μετά από τέσσερα χρόνια στον πρωθυπουργικό θώκο και την διαχείριση μίας όντως δύσκολης κατάστασης. Παρά ταύτα, περιορίστηκε στην αποτίμηση των πεπραγμένων και των δυσχερειών που πέρασε η χώρα, στοχεύοντας μάλλον στο εσωτερικό ακροατήριο, και αναλώθηκε σε ευχολογικές διαπιστώσεις σχετικά τις τρέχουσες αναγκαιότητες του διεθνούς συστήματος. Φυσικά, η απουσία αναφορών για τον ανοίκειο ιμπεριαλιστικό εχθρό συνιστά σαφή διαφοροποίηση, εν σχέσει με την μαρξιστική-λενινιστική του προπαιδεία, η οποία «διεσώθη» με την φραστική καταδίκη των εθνικιστικών δυνάμεων.
Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποτελούσε ανέκαθεν προνομιακό βήμα για τα λιγότερο ισχυρά κράτη, αποτυπώνοντας αντιπροσωπευτικότερα τους προβληματισμούς της διεθνούς κοινότητας, αλλά παράλληλα συνιστά και πεδίο ανταγωνισμού των ισχυρότερων. Για τα ζητήματα που άπτονται της διεθνούς ασφάλειας, τα Ηνωμένα Έθνη έχουν ορίσει, ως το καθ’ ύλην αρμόδιο όργανο, το Συμβούλιο Ασφαλείας, και συνεπώς η συμβολή του Οργανισμού στην διεθνή ειρήνη εξαρτάται κυρίως από την συναίνεση μεταξύ των μονίμων μελών του. Ο ΟΗΕ, παρά τους καταστατικούς του περιορισμούς και την αποτύπωση της εκάστοτε κατανομής ισχύος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, αποτελεί την κορωνίδα της διεθνούς οργάνωσης αμβλύνοντας, ως έναν βαθμό, την διεθνή αναρχία.