Ζούσαμε σε έναν αξιακό μινιμαλισμό λες και ο κοινωνικός και πολιτικός βιόκοσμος ήταν απλά ένας εσωτερικός χώρος που είχε ανάγκη από τη μετα-μοντέρνα αντίληψη για μίνιμαλ διακόσμηση (εδώ το πρόθεμα -μετα- έχει μηδενιστικά φορτία).
Αυτή η αντίληψη έβαλε τη σφραγίδα της και στη διακυβέρνηση μετατρέποντάς την σε έναν μηχανισμό μίνιμαλ εγρήγορσης και αναβλητικότητας.
Αναντίρρητα, πρέπει να επισημάνουμε ότι το τοπίο επιβάρυναν οι διαχρονικές κακοδαιμονίες της ελληνικής διοίκησης και διακυβέρνησης, οι οποίες ουδόλως σήμερα υποτιμώνται και μάλιστα συνεχίζουν να ακκίζονται πίσω από κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης και αλλαγής του status quo.
Η μετάβαση από μία αδρανή δημόσια διοίκηση και διακυβέρνηση σε ένα δυναμικό κράτος με έμφαση στους μετρήσιμους στόχους, την προσαρμοστικότητα στις ανάγκες, την αξιολόγηση και την αποτίμηση, δηλαδή μία άλλη φιλοσοφία διοίκησης, ήταν για χρόνια εγκατεστημένη ως ιδέα στο συλλογικό φαντασιακό των Ελλήνων (πολιτικών αλλά και πολιτών, δηλαδή της κοινωνίας στην ολότητά της).
Σήμερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φιλοδοξεί να ανασύρει αυτή την ιδέα από τα απολεσθέντα του φαντασιακού και να την εντάξει στην επαυξημένη πραγματικότητα, μέσα από τη διαδικασία του «επιτελικού κράτους».
Στην προσπάθειά του αυτή προτάσσει τη συνέργεια της συμβατικής πολιτικής με την τεχνοκρατία, ευελπιστώντας-στοχεύοντας σε ένα απρόσκοπτο και υπεραποδοτικό modus vivendi et operandi πολιτικών προσώπων και τεχνοκρατών.
Οι Πολιτικοί αξιοποιούνται κατ’ εντολή του ελληνικού λαού, αφού τους επέλεξε, με την ψήφο του, ως αντιπροσώπους του και οι τεχνοκράτες επιλέγονται ως εκείνα τα γρανάζια που ταιριάζουν καλύτερα στο μοντέλο λειτουργίας που έχει προτιμηθεί.
Η βοήθεια της τεχνοκρατίας, στη σημερινή συγκυρία, συνίσταται αφενός στην αξιοποίηση δεδομένων μεγάλου όγκου για τη λήψη σωστών, έγκυρων και έγκαιρων αποφάσεων και αφετέρου στο να επιλέξει μεθόδους και να κάνει ενέργειες, αυστηρά καθορισμένες και εκτελέσιμες σε πεπερασμένο χρόνο, που θα στοχεύσουν στην επίλυση μεγάλων προβλημάτων.
Με άλλα λόγια, με βάση τις απαραίτητες εκείνες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εντολές, να φτιάξει τον αλγόριθμο που θα προσφέρει βιώσιμες λύσεις στο λειτουργικό και δημοσιονομικο πρόβλημα, θα βγάλει το κράτος από την ατραπό που έχει οδηγηθεί στα χρόνια που αποσυντονίστηκε το εθνικό πηδάλιο και θα το επανα-ζυγοσταθμίσει, σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα.
Αλλά για να αλλάξει η φιλοσοφία διακυβέρνησης και να υλοποιηθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί, δεν επαρκεί μόνο η πολιτική ισχύς. Θα πρέπει συν τοις άλλοις, να αναδιοργανωθούν οι υφιστάμενοι θεσμοί και να ιδρυθούν νέοι, οι οποίοι θα εγγυώνται το θετικό αποτέλεσμα.
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν και θέλοντας να εξασφαλίσει καλές επιδόσεις, ο Πρωθυπουργός εγκαθιδρύει το δικό του μηχανισμό ελέγχου και αξιολόγησης.
Η κίνηση αυτή, πέρα από την ουσιαστική της διάσταση, εμπερικλείει και μία ακόμη, την επικοινωνιακή. Την πρόθεση, δηλαδή να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών και να πειστεί η κοινωνία ότι μέσα από το «μαζί», το σύστημα monitoring της κυβέρνησης, ο Πρωθυπουργός έχει την πλήρη εικόνα και τον έλεγχο του ξυλότυπου και της λειτουργίας του κράτους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ελληνική πραγματικότητα η παθολογία της μεταπολίτευσης και του ίδιου του ελληνικού κράτους ήταν ο κυβερνητισμός, ήτοι ένα πλασματικό υπουργικό συμβούλιο και ένας πρωθυπουργός primus solus και όχι primus inter pares.
Η απόδραση από αυτή τη στενωπό έχει γίνει αντιληπτή από την παρούσα κυβέρνηση που ενόσω ήταν στην αντιπολίτευση άκουσε «τη μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» και εμφανίστηκε προετοιμασμένη. Έτσι πρόλαβε-πέτυχε, στο σύντομο διάστημα της παρουσίας και δράσης της, να θέσει στο τραπέζι της διακυβέρνησης Στόχους, Στρατηγικές, Προτάσεις, Άμεσες Προτεραιότητες και Υλοποίηση Συμπεφωνημένων όπου υπήρχαν, προλαμβάνοντας πολλούς ειδικούς ή μη από το να σπεύσουν να καταθέσουν αντιπροτάσεις ή να ασκήσουν κριτική όπως παγίως γινόταν στο πλαίσιο της παρορμητικής αντίδρασης απέναντι σε κάθε νεοεκλεγείσα κυβέρνηση.
Αυτό που μένει είναι να μετρήσουμε την απόδοση και την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολιτική και τεχνοκρατία έχουν βουτήξει στα βαθιά και θα πρέπει άμεσα να αντιμετωπίσουν μείζονα θέματα όπως για παράδειγμα τη ΔΕΗ, να επιτύχουν ριζικές λύσεις στα μεγάλα έργα -που μπορεί εξαιτίας δικαστικών αντεκδικήσεων να καθυστερήσουν ή να έχουν αυξημένο κόστος υλοποίησης λόγω αιτημάτων αποζημιώσεων-αλλά και να υλοποιήσουν το στρατηγικό σχέδιο της εσωτερικής ασφάλειας.
Οφείλουμε, όμως, να επισημάνουμε, ότι στην προσπάθεια να πετύχουμε τον μετασχηματισμό του προβληματικού κράτους σε ένα κράτος συνδεδεμένο με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές δεν θα πρέπει να χάσουμε την ισορροπία στη μεταβαλλόμενη σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την τεχνοκρατία και να φτάσουμε στην προοδευτική ανοσοποίηση της πρώτης από από τη δεύτερη.
Εάν συμβεί αυτό, δηλαδή, αν από την εποχή του αξιακού μινιμαλισμού περάσουμε στο μαξιμαλισμό της τεχνοκρατίας, τότε θα κινδυνεύσουμε η διακυβέρνηση να λειτουργεί πλέον κυρίως βάσει των απαιτήσεων της τεχνολογίας και του οικονομισμού και σε πολύ μικρότερο βαθμό λαμβάνοντας υπόψη της τον ανθρώπινο παράγοντα.
Τότε, ίσως αυτό να είναι το γεγονός που εν μέρει θα αποϊδεολογικοποιήσει τη Νέα Δημοκρατία, αφού ουσιαστικά θα έχει αφαιρέσει το κοινωνικό περίβλημα της ιδεολογίας της και όχι όπως πολύ φοβούνται η αξιοποίηση ανθρώπων που δεν ζουν στο κομματικό ενδιαίτημα.
ΥΓ: Στο πλαίσιο του νέου επιτελικού κράτους ελπίζουμε ότι δεν θα διαλάθει της προσοχής των αρμοδίων το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (ΣΕΑ), το οποίο θα μπορεί, ως νέα θεσμική δομή, να λειτουργεί υπό τον Πρωθυπουργό. Ανασύρω από τα Συμπεράσματα του 7ου Προσυνεδρίου (04/12/2017), «Για ένα Νέο Πατριωτισμό», της ΝΔ τη σχετική παράγραφο: «1. Δημιουργούμε, στα πρότυπα άλλων κρατών όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και το Ισραήλ το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, ένα συλλογικό κυβερνητικό όργανο υψηλού επιπέδου για θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και διαχείρισης κρίσεων. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας θα λειτουργεί υπό τον Πρωθυπουργό και θα είναι επιφορτισμένο με την ανάλυση του διεθνούς περιβάλλοντος, τον εντοπισμό κινδύνων και απειλών για την εθνική και περιφερειακή ασφάλεια, την εισήγηση προτάσεων πολιτικής στα αρμόδια Υπουργεία και την υποστήριξη της Κυβέρνησης στη διαχείριση κρίσεων».