Oταν ο Μαχάτμα Γκάντι ρωτήθηκε τι πιστεύει για τον δυτικό πολιτισμό, ο Ινδός ηγέτης αποκρίθηκε ότι κάτι τέτοιο «θα ήταν μια καλή ιδέα» (υπονοώντας ότι η Δύση δεν ήταν τόσο πεφωτισμένη όσο πιστεύει η ίδια).
Αλλά όπως ξεκαθαρίζει η Josephine Quinn, ιστορικός και αρχαιολόγος που διδάσκει στην Οξφόδρη, στο νέο της βιβλίο «How the World Made the West: A 4,000-Year History), ο δυτικός πολιτισμός ήταν πάντα μια κακή ιδέα, ή εν πάση περιπτώσει μια λανθασμένη ιδέα. Η κατάτμηση της ιστορίας σε ένα σύνολο διακριτών και ουσιαστικά αυτοτελών πολιτισμών είναι μια λανθασμένη αναζήτηση που έχει διαστρεβλώσει επικίνδυνα την κατανόησή μας για τον κόσμο, υποστηρίζει η κ. Quinn: «Δεν είναι οι λαοί που γράφουν την ιστορία, αλλά οι άνθρωποι και οι συνδέσεις που δημιουργούν μεταξύ τους».
Η κ. Quinn, δεν ξοδεύει 500 περίπου σελίδες για να καταρρίψει τα όσα γενιές και γενιές μαθητών έχουν μάθει να υπερηφανεύονται για τα ευρωπαϊκά επιτεύγματα. Αντιθέτως, κατεδαφίζει την έννοια που υποκρύπτει αυτό που αποκαλεί «πολιτισμική σκέψη». Το επιχείρημά της είναι απλό, πειστικό και αξίζει προσοχής.
Η ιδέα του πολιτισμού, επισημαίνει η κα Quinn, είναι σχετικά πρόσφατη. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά μόλις στα μέσα του 18ου αιώνα και δεν κατέκτησε τη φαντασία της Δύσης μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Σε εκείνη την ιμπεριαλιστική εποχή, οι ιστορικοί διαπίστωσαν ότι ο ελληνικός, ο ρωμαϊκός και ο χριστιανικός πολιτισμός αποτελούσαν εύπλαστα δομικά στοιχεία που μπορούσαν να στοιβαχτούν σε ένα μεγαλοπρεπές οικοδόμημα, το οποίο ονόμασαν «δυτικό» ή «ευρωπαϊκό» πολιτισμό. Σε αυτόν απέδωσαν ένα πλήθος κληρονομικών «κλασικών» αρετών: σθένος, ορθολογισμό, δικαιοσύνη, δημοκρατία και θάρρος για πειραματισμό και εξερεύνηση. Οι άλλοι πολιτισμοί, αντίθετα, θεωρούνταν κατώτεροι.
Δεν χρειάζεται μεγάλη ανάλυση από την κα Quinn για να απομυθοποίησει την ανοησία αυτής της προσέγγισης. Για παράδειγμα, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, Βρετανός φιλόσοφος και πολιτικός του 19ου αιώνα, που ισχυριζόταν ότι η μάχη του Μαραθώνα, η πρώτη εισβολή της Περσίας στην Ελλάδα το 490 π.Χ., ήταν πιο σημαντική για την αγγλική ιστορία από τον θρίαμβο του Γουλιέλμου του Κατακτητή στο Χέιστινγκς το 1066. Χωρίς τη νίκη των Αθηναίων, σύμφωνα με τον συλλογισμό του, ο μαγικός σπόρος του ελληνικού πολιτισμού ίσως να μην είχε ποτέ εξελιχθεί στον δυτικό πολιτισμό. Ή για παράδειγμα το βιβλίο «Η Σύγκρουση των πολιτισμών» (1996) του Σάμιουελ Χάντινγκτον, ενός Αμερικανού ιστορικού, ο οποίος δήλωσε ότι είναι αδύνατο να κατανοήσουμε την ιστορία χωρίς να κατατάξουμε την ανθρωπότητα σε αμοιβαία εχθρικούς πολιτισμούς μεταξύ των οποίων, «κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ανθρώπινης ύπαρξης», η επαφή μεταξύ τους ήταν «διακοπτόμενη ή και ανύπαρκτη».
Δεν υπάρχει καμία αλήθεια στην παραπάνω υπόθεση. Η ζωηρή, επιστημονική περιπλάνηση της κ. Quinn στο τόξο της ευρωπαϊκής ιστορίας δείχνει ότι, κάθε άλλο παρά σπάνια δεν υπήρξε η επαφή μεταξύ πολιτισμών, συχνά σε εκπληκτικά μεγάλες αποστάσεις, αλλά αποτελούσε δε τον κύριο μοχλό της ανθρώπινης προόδου σε κάθε εποχή. Οι περισσότερες κοινωνίες, αντί να είναι ακανθώδεις και εσωστρεφείς, αποδείχθηκαν δεκτικές σε ιδέες, μόδες και τεχνολογίες από τους γείτονές τους.
Η Αρχαία Ελλάδα, για παράδειγμα, ήταν λιγότερο τόπος προέλευσης παρά μετάδοσης από τους γειτονικούς πολιτισμούς της Αιγύπτου, των Σουμερίων, της Ασσυρίας και των Φοινίκων, με τους οποίους οι Ελληνες είχαν αναμειχθεί και ανταλλάξει ιδέες. Και αντί να είναι το λίκνο της δημοκρατίας, η Αθήνα «καθυστέρησε» να φτάσει σε μια μορφή διακυβέρνησης που φαίνεται να δοκιμάστηκε για πρώτη φορά στη Λιβύη αλλά και στα νησιά Σάμος και Χίος. Οι Πέρσες, που επί αιώνες θεωρούνται οι πολικοί αντίπαλοι των Ελλήνων, επέβαλαν στην πραγματικότητα τη δημοκρατία στις ελληνικές πόλεις που κυβερνούσαν, γεγονός που υποδηλώνει «σημαντική περσική πίστη στη λαϊκή υποστήριξη της δικής τους ηγεμονίας», σημειώνει η κ. Quinn.
Αυτή η εξιστόρηση της ιστορίας της Δύσης κεντρίζει με την εστίασή της στο απροσδόκητο και στα διάκενα μεταξύ βασιλείων και εποχών και όχι στα μεγάλα, συμπαγή κομμάτια της ιστορίας. Αλλά είναι επίσης ένα αξιοθαύμαστο έργο φιλολογίας. Οι 100 και πλέον σελίδες υποσημειώσεων της κ. Quinn αποκαλύπτουν ότι βασίστηκε όχι μόνο σε ένα ευρύ φάσμα πρωτογενών πηγών, αλλά και σε επιστημονικές μελέτες μέχρι και για την κλιματική αλλαγή και σε πολύ πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες.
Ακόμη και οι έμπειροι λάτρεις της ιστορίας θα βρουν πολλά νέα και συναρπαστικά στοιχεία. Το ”Πώς ο κόσμος έκανε τη Δύση” εντάσσεται σε έναν αυξανόμενο υπο-κανόνα έργων που εξερευνούν το ευρύ φάσμα της ιστορίας χρησιμοποιώντας νέα διανοητικά πλαίσια, όπως το “Sapiens” (2011) του Yuval Noah Harari, το “The Silk Roads” (2015) του Peter Frankopan και το “Fall of Civilisations”, ένα επερχόμενο βιβλίο του Paul Cooper, ενός Βρετανού δημοσιογράφου, βασισμένο στο δημοφιλές podcast του. Όποιος πίστευε ότι η ιστορία είναι πασέ, δεν θα μπορούσε να κάνει μεγαλύτερο λάθος.
Πηγή: Economist