Η νέα σελίδα της αφρικανικής ιστορίας ξεκίνησε με το Συνέδριο του Βερολίνου το 1884 που αναπροσάρμοσε νομότυπα τα σύνορα των αφρικανικών κρατών που θα αποτελούσαν τις αποικίες των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών. Το καθεστώς καταπίεσης και το χάσμα μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων που προκάλεσαν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις οδήγησαν στη συγκρότηση αντιαποικιακών κινημάτων που στόχευαν στην εθνική ανεξαρτησία των κρατών τους. Ο Β’ Π.Π. υπήρξε καθοριστικός παράγοντας καθώς οι αποδυναμωμένες μητροπόλεις της Δύσης δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν την εξέλιξη της αποαποικιοποίησης και της εθνικής ανεξαρτησίας των αφρικανικών κρατών.
Η παγκοσμιοποίηση βρήκε τη Δύση αδιάφορη για την Αφρική εφόσον επικρατούσαν συνθήκες πολιτικής αβεβαιότητας, κατακερματισμένη οικονομία κι ανυπαρξία υποδομών. Αντιθέτως, η αναδυόμενη Κίνα δε μπορούσε να αγνοήσει την αφθονία φυσικών πόρων και τις ευκαιρίες για εκμετάλλευση ορυκτών κι ενέργειας για την αναπτυσσόμενη βιομηχανική της παραγωγή επαναφέροντας την αφρικανική ήπειρο στον χάρτη της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, η Αφρική ανήλθε στην κορυφή της οικονομικής ατζέντας του Πεκίνου. Αν και ο Δυτικός Κόσμος συχνά παρομοιάζει την υφιστάμενη παρουσία της Κίνας με τα απερχόμενα αποικιοκρατικά καθεστώτα, φαίνεται ότι η δράση της Κίνας δε περιορίζεται στην εξαγωγή φυσικών πόρων αλλά επεκτείνεται στο εμπόριο εν γένει, σε κατασκευαστικά έργα, έργα μεταφορών, παροχής τεχνολογίας, ταχυδρομικές υπηρεσίες, παροχή ιατρικού προσωπικού, υποτροφιών, κατασκευή σχολείων, πανεπιστημίων, νοσοκομείων κ.α.
Η έντονη δράση της ανατολικά της ηπείρου δικαιολογείται από την γεωστρατηγική της σημασία καθώς εκεί σχηματίζεται η οδός που συνδέει τον Ινδικό Ωκεανό με τον Κόλπο Άντεν, την Ερυθρά Θάλασσα, την Διώρυγα του Σουέζ καταλήγοντας στην Μεσόγειο.
Η σινοαφρικανική συνεργασία αποτελεί την πιο ισχυρή συμμαχία στην διεθνή σκηνή. Οι ιδεολογικοί τους δεσμοί εξελίχθηκαν σε στρατηγική συμμαχία με οικονομικά, πολιτικά κι αμυντικά συμφέροντα. H Κίνα αυξάνει σταθερά τα επενδυτικά της προγράμματα στην ήπειρο και μάλιστα στο China-Africa Cooperation Forum 2018 ανακοινώθηκε το πρόγραμμά της για επενδύσεις ύψους 60 δις δολλαρίων. Η Ουάσινγκτον επανειλημμένα έχει κατηγορήσει το Πεκίνο για την επιθετική πρακτική στην χορήγηση δανείων που υπονομεύουν την ανάπτυξη αλλά και για την εξαγωγή κινέζων εργατών στην ήπειρο εγείρωντας ανησυχίες για τη δημιουργία νεο-αποικιοκρατικών καθεστώτων.
Βασικά κίνητρα στον επενδυτικό της σχεδιασμό αποτελούν η ανάγκη για τη διασφάλιση μιας ακέραιης βάσης πλούσιας σε φυσικούς πόρους για να καλύψει τις ανάγκες της ταχύτατα αναπτυσσόμενης οικονομίας της, η αύξηση της πολιτικής της επιρροής παγκοσμίως και οι αναπτυξιακές ευκαιρίες των αναδυόμενων αφρικανικών οικονομιών που δεν συναντούν εμπόδια από απαιτήσεις για κάλυψη του περιβαλλοντικού κόστους ή διασφάλισης από τη διαφθορά. Ορισμένοι αναλυτές εκφράζουν την ανησυχία τους ως προς την ενίσχυση της κινεζικής επιρροής καθώς τα τεράστια ελλείμματα και χρέη των περισσότερων αφρικανικών κρατών, σε συνδυασμό με την αυταρχικότητα των καθεστώτων τους, καθιστούν την κινεζική εμπλοκή ως ενδεχόμενο όχημα διαφθοράς και άσκησης έμμεσης πολιτικής επιρροής. Υπάρχουν ανησυχίες ότι το Πεκίνο αποσκοπεί να εντάξει τις αφρικανικές χώρες μέσω της υπερχρέωσης τους στην κινέζικη σφαίρα επιρροής όμως το Πεκίνο τις αντικρούει υποστηρίζοντας ότι οι επενδύσεις αυτές είναι καθαρά αναπτυξιακού χαρακτήρα.
Πέρα από τη δράση και τα οφέλη της σε εμπορικό και πολιτικό επίπεδο επεκτάθηκε και σε στρατιωτικό όπως διαπιστώνεται από την εγκαθίδρυση της πρώτης υπερπόντιας στρατιωτικής βάσης της το 2017, στο Τζιμπουτί. Το Τζιμπουτί δεν αποτελεί τυχαία επιλογή αν αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα υπάρχουν στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Ισπανίας και τόσο η ηλεκτρονική όσο και η παραδοσιακή κατασκοπεία αποτελούν υποθέσεις ρουτίνας. Σε αυτό το στρατηγικό σημείο η Αφρική, με τη πρόφαση της ανθρωπιστικής βοήθειας και της διασφάλισης ειρήνης και σταθερότητας, εκμεταλλεύεται την οικονομική της επιρροή για την προώθηση συμφερόντων άμυνας κι ασφάλειας ανάγοντας παράλληλα την γεωπολιτική σε μια πολύ κερδοφόρα επιχείρηση.
Επιπρόσθετα, η παρουσίαση της «Λευκής Βίβλου» το 2015 για την στρατιωτική στρατηγική της Κίνας εστίασε στην εφαρμογή της πολιτικής και στρατιωτικής στρατηγικής της ενεργούς άμυνας επισημαίνοντας για πρώτη φορά ότι τα κινέζικα συμφέροντα στο εξωτερικό ανάγονται σε επίπεδο εθνικής άμυνας. Οι επενδύσεις στο Τζιμπουτί σε συνδυασμό με την «Λευκή Βίβλο» ομολογούν ότι τα εμπορικά σχέδια μέσω του νέου δρόμου του μεταξιού (BRI-Belt and Road Initiative) ανοίγουν το δρόμο για το Πολεμικό Ναυτικό του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού από τον Ινδικό Ωκεανό στην αφρικανική ήπειρο. Συνεπώς, δικαιολογείται η παρουσία στρατιωτικών επιχειρήσεων για τη προστασία οικονομικών συμφερόντων και για τη διατήρηση ανοικτών εμπορικών καναλιών. Στη Τανζανία δρομολογείται από το 2013 η επένδυση του μεγαλύτερου λιμανιού της περιοχής καθιστώντας το Βagamoyo νέα σημαντική οικονομική ζώνη. Tη στιγμή μάλιστα που οι ΗΠΑ προγραμματίζουν την μείωση στρατευμάτων στη περιοχή, η Kίνα δεσμεύεται να παρέχει επαρκή υποστήριξη για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και της πειρατείας.
Oι ανησυχίες για τον χαρακτήρα των καθεστώτων που ευνοούν την διαφθορά, την κακο-διαχείριση και τις αδιαφανείς συμφωνίες προκαλούν αμφιβολίες τόσο για την υλοποίηση και βιωσιμότητα των προγραμματισμένων επενδύσεων όσο και για την ικανότητα των αφρικανών ηγετών να διαχειριστούν τις επενδυτικές ευκαιρίες που τους παρέχει η Κίνα.
Συνοψίζοντας τη παρούσα συγκυρία υπό το πρίσμα της σινοαφρικανικής συμμαχίας, γίνεται αντιληπτό ότι η Κίνα εφαρμόζει ένα μοντέλο για την ενίσχυση της εξωτερικής της πολιτικής που συνδυάζει οικονομικά και αμυντικά μέσα. Οι στρατιωτικές βάσεις της στο Τζιμπουτί αποτελούν τη πρώτη μεγάλη πρόκληση της Κίνας έναντι στην στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ στον Ινδικό Ωκεανό κι όπως διαφαίνεται αυτή ήταν μόλις η αρχή καθώς προβλέπεται να επαληθεύσει τις ανησυχίες της Δύσης και να ανακτήσει τον έλεγχο κι άλλων σημαντικών λιμανιών της ζώνης αυτής. Ήδη, η Kίνα έχει καταφέρει να επεκτείνει την γεωπολιτική της επιρροή μέσω των πολιτικά εξαρτημένων σε αυτήν αφρικανικών κρατών που ακολουθούν τις επιδιώξεις της ως προς το θέμα της Ταϊβαν την οποία η Κίνα θεωρεί αποσχιθείσα επαρχία της. Ενώ το Πεκίνο απορρίπτει την αμερικανοκρατούμενη παγκόσμια τάξη που υπονομεύει την αναγέννησή της στη διεθνή σκηνή, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι κατά πόσο έχει ανάγκη η Κίνα την Αφρική. Ως αναπτυσσόμενη οικονομία την χρειάζεται για την ενέργεια, τους φυσικούς πόρους και την δράση της στην αγορά των αφρικανικών κρατών. Ως αναδυόμενη δύναμη την χρειάζεται για την πολιτική υποστήριξη αφρικανών ηγετών σαν προπύργιο έναντι στην Δύση.