Κάθε έτος αποτελεί έναν αλληλένδετο κύκλο, έναν ορίζοντα γεγονότων τυχαίων αλλά και «κατασκευασμένων» με στόχο να βοηθάει τους ανθρώπους να διατηρούν τις μνλημες και τις παραδόσεις τους αλλά και να ξεκουράζονται.
Στον «Περικλέους Επιτάφιο» του Θουκυδίδη αναφέρεται ότι στη Δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας «Μὲ συχνὲς θυσίες καὶ ἀγῶνες» οι πολίτες φρόντιζαν να μετριάζουν «τοὺς κόπους τῆς ἐργασίας καὶ νὰ ξεκουράζωμε τὸ πνεῦμα μας.»
Οι γιορτές, στις μέρες μας, είναι αυτές οι ασφαλιστικές δικλείδες απέναντι στο μόχθο της καθημερινότητας αλλά και τα νήματα που δένουν το σύγχρονο άνθρωπο με την παράδοσή του. Η καθιέρωσή τους ως σημείο ανάπαυλας και διασκέδασης χάνεται στα βάθη του χρόνου.
Οι γιορτές χωρίζονται στις δημόσιες και δηλώνουν εορταστικές περιόδους μέσα στο χρόνο στις οποίες συμμετέχει, σχεδόν το σύνολο μιας κοινωνίας και στις ατομικές, όπως για παράδειγμα τα γενέθλια του καθένα μας, ο εορτασμός της επετείου της γέννησης μας μέσα στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον μας.
Στο σημερινό μας άρθρο, θα αναφερθούμε σε μια δημόσια και μέχρι πριν μερικά χρόνια δημοφιλή γιορτή, που οι ρίζες της διανύουν πολλά χωροχρονικά χιλιόμετρα στο παρελθόν, τις Απόκριες.
Αποκριές ονομάζονται οι τρεις τελευταίες εβδομάδες πριν τη Μεγάλη Σαρακοστή. Ταυτίζονται με την περίοδο του Τριωδίου, μια κινητή περίοδο στην Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση από την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου μέχρι την Κυριακή της Τυροφάγου ή Τυρινής.
Η λέξη Αποκριά προέρχεται από την λέξη ἀποκρέα / ἀπόκρεως (ἀπό + κρέως < κρέας) που σημαίνει αποχή από το κρέας. Ανάλογη είναι και η λατινική λέξη Καρναβάλι (Carneval, Carnevale, από τις λέξεις Carne=κρέας και Vale=περνάει).
Η πρώτη εβδομάδα των Αποκριών που τελειώνει την Κυριακή του Ασώτου, λέγεται και Προφωνή, επειδή παλιά προφωνούσαν, δηλαδή διαλαλούσαν, ότι άρχιζαν οι Απόκριες.
Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται Κρεατινή ή της Κρεοφάγου, επειδή έτρωγαν κρέας και δεν νήστευαν ούτε την Τετάρτη ή την Παρασκευή.Η εβδομάδα αυτή γιορτάζεται με γλέντια και φαγοπότια χωρίς κανένα θρησκευτικό περιορισμό. Μάλιστα εκείνη την εβδομάδα εορτάζεται και η Τσικνοπέμπτη.
Η Κυριακή της δεύτερης εβδομάδας, η Κυριακή της Απόκρεω -και συνεκδοχικά ολόκληρη η περίοδος από την είσοδο του Τριωδίου μέχρι την Καθαρά Δευτέρα- ονομάστηκε έτσι, επειδή συνηθίζεται οι Χριστιανοί να μην τρώνε κρέας, δηλαδή «να απέχουν από το κρέας».
Η τρίτη εβδομάδα λέγεται Τυρινή ή της Τυροφάγου, επειδή έτρωγαν γαλακτοκομικά προϊόντα σαν μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κρεοφαγίας και νηστείας, για να προετοιμαστούν σιγά - σιγά για τη νηστεία της Σαρακοστής.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο σπουδαίος λαογράφος Γιώργος Μέγας στο βιβλίο του «Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας»:
«Κατά την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς μαζεύονται οι συγγενείς στο σπίτι του γεροντότερου τα φαγητά που τοποθετούνται στο τραπέζι είναι μακαρόνια, αυγά, τυρόπιτες, γαλατόπιτες και ένα είδος σούπας το τυροζούμι. Αυτό ειδικά φτιάχνεται τη μέρα εκείνη από άγρια χόρτα».
Όπως εξάλλου εξηγεί στο έργο του η όλη τελετουργία των Αποκριών είναι αρχαιότερη και από τον Διόνυσο. Ουσιαστικά πρόκειται για μια τελετουργική πράξη της θρησκείας των πρωτόγονων γεωργών που με μαγικά προσπαθούσαν να πετύχουν γονιμότητα της γης και καλή σοδειά.
Από τον Διόνυσο και τον Πάνα ως τα Λουπερκάλια
Η περίοδος των Αποκριών χρονικά συμπίπτει με τη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων της ελληνικής αρχαιότητας που ήταν αφιερωμένες στο μυθικό θεό Διόνυσο, θεό του κρασιού και του γλεντιού.
Τα Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια ήταν αθηναϊκή γιορτή προς τιμήν του Διονύσου του Ελευθερέα. Θεσμοθετήθηκαν από τον Πεισίστρατο. Ήταν μία πολυήμερη, ανοιξιάτικη γιορτή που διαρκούσε από τις 8 έως τις 13 του μηνός Ελαφηβολιώνος (Μάρτιος/Απρίλιος).
Σύμφωνα με τον πατέρα της ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαο Πολίτη, τα αποκριάτικα έθιμα έχουν τις ρίζες τους στα Λουπερκάλια των αρχαίων Ρωμαίων, που άρχιζαν στις 15 Φεβρουαρίου και γιόρταζαν τη γονιμότητα της γης και των ζώων κατά τη διάρκεια των οποίων, οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν, χόρευαν, τραγουδούσαν πίνοντας κρασί και το κέφι έφτανε στο κατακόρυφο.
Τα Λουπερκάλια ήταν μια από τις παλαιότερες ρωμαϊκές γιορτές που τελούνταν κάθε χρόνο προς τιμήν του Λούπερκους, πρώιμου θεού της γονιμότητας στη ρωμαϊκή μυθολογία. Τα Λουπερκάλια γιορτάζονταν σε πολλές πόλεις της Ιταλίας και της Γαλατίας.
Αναφέρεται ότι επρόκειτο αρχικά για ποιμενική γιορτή προς τιμήν του Θεού Λούπερκους (πρώιμη θεότητα της ρωμαϊκής μυθολογίας.)
Ο Λούπερκους ήταν ποιμενικός θεός προστάτης των βοσκών και των κοπαδιών από τα άγρια ζώα. Κάθε χρόνο στις 15 Φεβρουαρίου γίνονταν προς τιμήν του τα Λουπερκάλια (Lupercalia).
Ο Λούπερκους συνδεόταν με την ανατροφή και τον θηλασμό του Ρωμύλου από τη λύκαινα, γι΄ αυτό και τα Λουπερκάλια ήταν εορτή που αποσκοπούσε στην προστασία της γονιμότητας των γυναικών.
Στην ελληνική μυθολογία αρχικά ο Λούπερκους ταυτίζεται με τον Πάνα. Ο Πάνας είναι αρχαία ελληνική, ιδεατή, ανθρωπόμορφη και δευτερεύουσα θεότητα, που ήταν συνυφασμένη με την «πανίδα» της Φύσης, (άνθρωποι και ζώα) σε μια αμφίδρομη σχέση προστασίας, αλλά και προσωποποίηση της γενετικής δύναμης της ζωής.
Συνδυάζοντας τον ανθρώπινο και ζωικό παράγοντα, ο Πάν απεικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου, «Θεός τραγοπόδαρος», ως προστάτης των κτηνοτρόφων, κυνηγών αλλά και των αλιέων με μόνιμη διαμονή σε χώρους της φύσης (όρη, δάση, σπήλαια, κοιλάδες, ρεματιές κλπ).
Η λατρεία του έλαβε μέγιστη ανάπτυξη παράλληλα με εκείνη του Δία και των άλλων Ολύμπιων Θεών σε όλον τον ελλαδικό χώρο και πέραν αυτού.
Ο Παν ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και εραστής κάθε νέας ή νέου που πλησίαζε τον χώρο του, δηλαδή την Φύση.
Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων δεν άργησε να θεωρείται και ο ίδιος επιβήτορας ακόμη και αυτών.
Αγαπούσε τη φυσική υπαίθρια ζωή και περνούσε ώρες ατέλειωτες παίζοντας με τον ποιμενικό του αυλό, την σύριγγα.
Λέγεται μάλιστα ότι η Σύριγγα ήταν και αυτή Νύμφη η οποία, προκειμένου να τον αποφύγει, μεταμορφώθηκε σε καλαμιά.
Τότε ο Πάνας έκοψε απ΄ αυτή ανόμοια τεμάχια καλαμιού τα οποία και ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του.
Οι ερωτικές περιπέτειες που είχε με τις διάφορες Νύμφες είναι πολλές, σημαντικότερη των οποίων φέρεται εκείνη της αποπλάνησης της Σελήνης (ιδεατή ερμηνεία της Νέας Σελήνης).
Χαρακτηριστικός, επίσης, σχετικά με το πρόσωπό του, είναι και ο θρύλος ότι στη Μάχη του Μαραθώνα βοήθησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών με δυνατές και τρομακτικές φωνές, επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του ”παν - παν - παν”, με συνέπεια οι Πέρσες, ακούγοντάς τον, να καταληφθούν από πανικό (λέξη που προέρχεται από το όνομα Παν).
Τα Λουπερκάλια πραγματοποιούνταν κάθε χρόνο στις 15 Φεβρουαρίου στο Λουπερκάλιο, τη σπηλιά στον Παλατίνο Λόφο που λέγεται ότι ανατράφηκαν τα αδέρφια Ρωμύλος και Ρέμος.
Στο ιερό θυσιάζονταν κριάρια και κατσίκια. Ένας από τους ιερείς βύθιζε ένα σπαθί στο αίμα των θυσιασμένων ζώων και το ακουμπούσε στο κεφάλι δυο ευγενών νέων, οι οποίοι μετά ξεσπούσαν σε γέλια, συμβολίζοντας έτσι τον εξαγνισμό των βοσκών.
Μετά τη θυσία, οργανωνόταν συνεστίαση όπου έρρεε άφθονος οίνος. Έπειτα, έπαιρναν τα δέρματα των ζώων που είχαν θυσιαστεί, τα φορούσαν ως ενδύματα που κάλυπταν το μισό τους σώμα και έτρεχαν ημίγυμνοι στην πόλη κρατώντας λουριά από το δέρμα των θυσιασμένων ζώων και χτυπούσαν στα χέρια όσους κατοίκους συναντούσαν, ιδίως γυναίκες, καθώς πίστευαν ότι ευνοούνταν στη γονιμότητα και στην ευτοκία.
Κύριοι άξονες της γιορτής, λοιπόν, ήταν η γονιμότητα και ο εξαγνισμός, februare στα λατινικά, εξ ου και το όνομα του μήνα κατά τον οποίο γινόταν η γιορτή (Φεβρουάριος).
Να τονίσουμε εδώ πως ο μήνας Φεβρουάριος πήρε τ’ όνομά του από το Θεό των Ρωμαίων Φέβρουο (Februs) που ήταν ο Θεός των Νεκρών και τη Φέβρουα ( Februa) τη Θεά που επόπτευε τους εξαγνισμούς.
Τα Λουπερκάλια έχασαν τον αρχικό ποιμενικό θρησκευτικό τους χαρακτήρα, όταν οι Ρωμαίοι δεν αποτελούσαν πλέον μια φυλή βοσκών, ωστόσο η γιορτή συνεχίστηκε εις ανάμνησιν των ιδρυτών της πόλης και αποτελούσε καθαρά λαϊκή διασκέδαση που ικανοποιούσε και τα δεισιδαιμονικά ένστικτα των πιστών της.
Ο ίδιος ο ύπατος Μάρκος Αντώνιος ήταν ένας από τους Λούπερκους και τριγύριζε ημίγυμνος στην πόλη με ένα στεφάνι στα μαλλιά, απευθυνόμενος στους πολίτες στη Ρωμαϊκή Αγορά.
Για κάποιο χρονικό διάστημα η γιορτή ξεχάστηκε, μέχρι την επαναφορά της από τον Αύγουστο, ο οποίος όμως, λόγω ακροτήτων που είχαν συμβεί στο παρελθόν κατά τη γιορτή, απαγόρευσε την συμμετοχή των εφήβων σε αυτήν και διέταξε τη συνοδεία της πομπής των Λουπέρκων από σώμα ιππέων.
Το πέρασμα στο Βυζάντιο
«Η Αποκριά όπως παντού, είναι και στην Ελλάδα περίοδος ευθυμίας και διασκεδάσεων. Πριν εισέλθη εις το πέλαγος της Μεγάλης Σαρακοστής ο χριστιανός, που θα νηστεύση και θα πενθήση επτά ολοκλήρους εβδομάδας, αισθάνεται την ανάγκην να διασκεδάση, να κάμη κάθε είδους τρέλλαν. Η αρχή μάλιστα του Τριωδίου, εις πολλά μέρη, αναγγέλλεται είτε με πυροβολισμούς είτε με τον δημόσιον κήρυκα είτε με τύμπανα.» Γεώργιος Μέγας.
Με το πέρασμα του χρόνου και καθώς η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, οι ευγενείς και οι ανώτεροι αξιωματούχοι έπαψαν να συμμετέχουν στους εορτασμούς, θεωρώντας πως ήταν μια γιορτή για τον όχλο.
‘Ηταν τον 5ο αιώνα όταν ο Πάπας Γελάσιος Α’ θέλησε να καταργήσει τους εορτασμούς και να τους αντικαταστήσει από την «Γιορτή του Καθαρισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου» (στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο εορτασμός της Υπαπαντής στις 2 Φεβρουαρίου).
Άλλοι αναλυτές πιστεύουν ότι η εκκλησία προσπάθησε να εξαλείψει τον εορτασμό των Λουπερκαλίων με αυτόν του Αγίου Βαλεντίνου (Saint Valentine’s day) στις 14 Φεβρουαρίου.
Η γιορτή με τον πανάρχαιο χαρακτήρα της πέρασε στο Βυζάντιο, αποτελώντας κομμάτι των εορταστικών δρώμενων του Βυζαντινού πολίτη και τονίζοντας τη σύνδεσή του με το παρελθόν.
Όπως αναφέρει ο σπουδαίος ιστορικός και βυζαντινολόγος Κωνσταντίνος Σάθας η εορτή της αποκριάς κατά τα χρόνια του Ιουστινιανού (6ος αιώνας) δήλωνε τη χρονική περίοδο των τελευταίων ημερών πριν από τη Σαρακοστή.
Ο έτερος σπουδαίος καθηγητής και βυζαντινολόγος, Φαίδων Κουκουλές, αναφέρει πως πλέον τον 8ο αιώνα οι διασκεδάσεις, τα τραγούδια, τα τραπεζώματα και η παιχνιδιάρικη διάθεση κατά τη διάρκεια των Αποκριών είχαν εδραιωθεί στο Βυζάντιο.
Οι εορτασμοί όμως συνεχίστηκαν, σε κάποιες περιπτώσεις αναλλοίωτοι στο πέρασμα του χρόνου και στην σημερινή εποχή.
Τα έθιμα από τις Διονυσιακές γιορτές μέχρι τα Λουπερκάλια και στη συνέχεια στο Βυζάντιο στις μέρες μας με μασκαρέματα, χορούς, μεγάλες φωτιές και αναπαραστάσεις φαλλού και συμβολίζουν την αναπαραγωγή και την ευτεκνία (χαρακτηριστικό είναι το Μπουράνι στον Τύρναβο).
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύεται ότι οι κραιπάλες της Αποκριάς εξαγνίζονται με τα Συμόγιορτα, ένα τριήμερο αφιερωμένο σε τρεις αγίους: τον Αϊ-Τρύφωνα την 1η, την Υπαπαντή στις 2 και του Αϊ-Συμιού (Αγίου Συμεών) στις 3 του μήνα.
Διονυσιακού χαρακτήρα, αρχαιοελληνικής προέλευσης, με παγανιστικές επιρροές, τις περισσότερες φορές έντονα σκωπτικά και με σατυρική διάθεση, τα αποκριάτικα έθιμα ανά την Ελλάδα, συνδέονται άλλοτε με την ιστορία και τους θρύλους της περιοχής και άλλοτε πάλι αποτελούν απλώς μια αφορμή διαφυγής από την καθημερινότητα.
Όποια και αν είναι η αλήθεια και παρά τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει η πανδημία στη ζωή μας ας αναφωνήσουμε όπως οι Βυζαντινοί στα αποκριάτικα τραπέζια τους: «Φάγατε; Φάγαμε! Ήπιατε; Ήπιαμε! Χορτάσατε; Χορτάσαμε! Πάντα χορτασμένοι να είστε! » Καλές Απόκριες!