Η συνάντηση Κυριάκου Μητσοτάκη και Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο επισφράγισε την ανοδική πορεία των ελληνο-αμερικανικών διμερών σχέσεων, αλλά δεν δικαίωσε τις προσδοκίες της ελληνικής κυβέρνησης για προεδρική στήριξη στη διαμάχη με την Τουρκία για το μνημόνιο της Λιβύης.
Ένας απολογισμός της επίσκεψης του έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ παραπέμπει στην ανάλυση της ατζέντας και σε επισημάνσεις, που ερμηνεύουν τα σημεία των συνομιλιών.
Η ατζέντα του Ντόναλτ Τραμπ, επικεντρώθηκε στις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις, στo πλαίσιο της ανανεωμένης αμυντικής συμφωνίας, των εξοπλισμών, των ενεργειακών σχεδιασμών στην ανατολική Μεσόγειο, και των επενδύσεων. Οι ΗΠΑ θεωρούν την Ελλάδα σύμμαχός τους στην περιφέρεια και παρέχουν στήριξη στον αμυντικό και ενεργειακό τομέα για να μπορέσουν να ελέγξουν τις διεισδύσεις της Ρωσίας και της Κίνας. Οι αναφορές για την προοπτική αγοράς μαχητικών αεροσκαφών F-35, πρωτίστως αποτελούν επικερδής συμφωνία για την αμερικανική αμυντική βιομηχανία. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα με τη συμφωνία για την κατασκευή του EastMed της Αθήνας και τον αγωγό TAP, φέρει τα εχέγγυα για να μετατραπεί σε ενεργειακό κόμβο, με στόχο τη διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών της ΕΕ. Η Ουάσινγκτον επιδιώκει την μείωση της εξάρτησης της ΕΕ από το ρωσικό αέριο και αντιλαμβάνεται την Ελλάδα και ως χώρα εισαγωγής αμερικάνικου LNG (τερματικός σταθμός Αλεξανδρούπολη). Οι επενδύσεις αμερικάνικων εταιριών θεωρούνται μια ακόμα σημαντική παράμετρο για τους αμερικανούς, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ, αναγνώρισε ότι η Ελλάδα έχει παρουσιάσει σημαντική οικονομική βελτίωση.
Η ατζέντα του Κυριάκου Μητσοτάκη εστιάστηκε στην ανάδειξη της ελληνο-τουρκικής αντιπαράθεσης στη Λιβύης, που δεν αφορά τις ΗΠΑ και λιγότερο στις διαστάσεις της ελληνό- αμερικανική στρατηγική συνεργασίας. Το γεγονός ότι ο έλληνας πρωθυπουργός διέκοψε τον Ντόναλτ Τραμπ και αναφέρθηκε στη Τουρκία, τονίζοντας, πως η συμφωνία που υπεγράφη με τη Λιβύη «παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας», αποτελεί μια δυναμική επικοινωνιακή παρέμβαση με ισχυρούς συμβολισμούς, μόνο για το ελληνικό ακροατήριο. Ωστόσο, η ουσία είναι ότι η ελληνική πλευρα, δεν κατάφερε να αποσπάσει αυτό που ήθελε, δηλαδή την αμερικανική στήριξη στην ελληνό-τουρκική αντιπαράθεση.
Η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Λευκό Οίκο δεν διαφοροποιείται από τις προηγούμενες των ελλήνων ηγετών και παραπέμπει στα ακόλουθα συμπεράσματα:
(α) Η παραδοσιακή αντιμετώπιση δεν έχει αλλάξει, η εκάστοτε κυβέρνηση αναφέρεται σε επιτυχία της επίσκεψης και η αντιπολίτευση τη χαρακτηρίζει φιάσκο. Ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν αποτέλεσε εξαίρεση του κανόνα, καθώς ακολούθησε ένα προσωποκεντρικό μοντέλο διπλωματίας, επισκεπτόμενος παράλληλα, ομογένεια, κογκρέσο. Φορείς, που εμφανίζονται ότι επηρεάζουν την άσκηση της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής. Λανθασμένη αντίληψη καθώς αυτή διαμορφώνεται αποκλειστικά από τον εκάστοτε ένοικο του Λευκού Οίκου.
(β) Η ελληνική ατζέντα έπρεπε να επικεντρωθεί στις ελληνό-αμερικανικές σχέσεις. Τους αμερικανούς δεν τους ενδιαφέρει η ελληνό-τουρκική αντιπαράθεση, αποτελεί θέμα των διμερών σχέσεων Τουρκίας – Ελλάδας. Η Τουρκία παραμένει σημαντική χώρα για τις ΗΠΑ και η προσέγγισή τους δεν αλλάζει, παρά τις τουρκικές προκλήσεις σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο.
(γ) Η θέση της Ελλάδας στο ευρύτερο γεωπολιτικό σκηνικό, πρέπει να τονίζεται με σαφής όρους και έννοιες, ώστε να γίνονται συγκεκριμένα και ιδιαίτερα ευκρινή τα ελληνικά συμφέροντα.
(δ) Η επόμενη μέρα της συνάντησης Μητσοτάκη – Τραμπ πρέπει να αντιμετωπιστεί με συγκρατημένη αισιοδοξία από την κυβέρνηση. Το καλό κλίμα που επικράτησε στο Λευκό Οίκο και η επικοινωνιακή άνεση του έλληνα πρωθυπουργού, δεν αλλάζει την αμερικάνικη αντιμετώπιση προς την Τουρκία.
(ε) Οι κομματικές έριδες για το αποτέλεσμα της επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, αναδεικνύουν για ακόμη μια φορά το έλλειμμα κοινής εθνικής στρατηγικής και ομοψυχίας.
(ζ) Η επίσκεψη θεωρείται επιτυχημένη στο πλαίσιο των διμερών σχέσεων ΗΠΑ – Ελλάδας και αυτό δεν μπορεί να υποβαθμιστεί.