Τα περιστατικά αποπλανήσεων ανηλίκων που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για το σημερινό σύστημα αξιών της αποκαλούμενης σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, όπως, επίσης, ερωτήματα για τη δομή και λειτουργία των εκπαιδευτικών θεσμών της, αλλά και ερωτήματα για την ίδια την κοινωνική συνοχή των μελών της. Πέραν, λοιπόν, της εγκληματολογικής διάστασης του φαινομένου, υφίσταται και μία ιδιαιτέρως σύνθετη κοινωνιολογική διάσταση της αποτρόπαιας αυτής συμπεριφοράς που καταλύει βασικές αρχές και αξίες της εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, πολύ δε περισσότερο προσβάλλει βάναυσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στιγματίζει ανεξίτηλα τη ζωή ενός παιδιού, πριν ακόμη αυτό ενταχθεί, ως ενεργό μέλος, στην κοινωνία.
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και μετά, η ελληνική κοινωνία διακρίνονταν, σε σύγκριση με άλλες κοινωνίες του δυτικού κόσμου, για τους ισχυρούς της δεσμούς με ένα σύστημα παραδοσιακών αρχών και αξιών, που αποτελούσαν ανέκαθεν τις βασικές συνιστώσες της κοινωνικοποίησης των μελών της. Είναι γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία έχει υποστεί τις καταλυτικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και η συνολική της μορφή έχει αλλάξει άρδην από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας.
Αντίθετα με την εν πολλοίς επικρατούσα άποψη ότι το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης επηρέασε κατά κύριο λόγο τις παραγωγικές διαδικασίες της οικονομίας μιας χώρας, η βαθύτερη και εντονότερη διάσταση του συνδέεται αναπόσπαστα με το ηθικό και αξιακό σύστημα του ανθρώπου. Οι επιδράσεις της παγκοσμιοποίησης, υπήρξαν πολύ περισσότερο δραστικές σε παραδοσιακές κοινωνίες όπως για παράδειγμα η ελληνική κοινωνία, όπου παραδοσιακά πρότυπα συμπεριφοράς αμφισβητούνται, ηθικές αξίες υποτιμούνται και νέα ήθη προβάλλονται στην εξέλιξη της αποκαλούμενης σύγχρονης κοινωνίας. Στην δημιουργία, βεβαίως, αυτής της νέας κοινωνικής πραγματικότητας, συνέβαλε αποφασιστικά και συνάμα εδραίωσε τη λειτουργία της, η εκρηκτική ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και επικοινωνιών, οι οποίες, μεταξύ άλλων, επέφεραν και το οριστικό τέλος της προστασίας της ιδιωτικής ζωής.
Πώς, για παράδειγμα, θα μπορούσε να εξηγηθεί ηθικά και αξιακά το γεγονός ότι μία αποπλάνηση ανηλίκου και μάλιστα με διάρκεια χρόνου, να είναι σε γνώση ενός μεγάλου μέρους μιας ολόκληρης σχολικής κοινότητας, χωρίς να υπάρχουν αντιδράσεις σε ατομικό, συλλογικό ή θεσμικό επίπεδο; Μήπως το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας είναι εδώ και πολύ καιρό παρωχημένο και είναι πλέον αδήριτη η ανάγκη για τον εκσυγχρονισμό του, μέσα σε ένα νέο πλαίσιο προβολής και προστασίας των ανθρώπινων αξιών;
Πώς, επίσης, θα μπορούσε να εξηγηθεί το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία, Δανία, κ. ά) λειτουργούν νομίμως δεκάδες οργανώσεις παιδοφίλων, τα μέλη των οποίων αναφανδόν προβάλλουν τους αρρωστημένους σκοπούς των οργανώσεων τους υπό το πνεύμα της δήθεν άδολης αγάπης για την προστασία των παιδιών; Ποιο είναι το επίπεδο και η ποιότητα του ηθικού και νομικού πολιτισμού που διέπει τις χώρες που επιτρέπουν την λειτουργία τέτοιων οργανώσεων; Και πως, εν τέλει, αντιδρούν οι διεθνείς οργανισμοί που, ειρήσθω εν παρόδω, λειτουργούν με τις αδρές οικονομικές συνεισφορές των κρατών που προέρχονται από τους ίδιους τους φορολογούμενους πολίτες;
Η πορεία του δυτικού πολιτισμού πέρασε μέσα από έναν ολόκληρο Μεσαίωνα, μία Αναγέννηση και ένα Διαφωτισμό προκειμένου να εδραιώσει τη δημοκρατία υπό τη σημερινή της μορφή. Αναμφισβήτητα, το δημοκρατικό πολίτευμα παρέχει τη δυνατότητα της ελευθερίας σκέψης και έκφρασης των πολιτών, εντός όμως των ορίων που καθορίζονται από το σύνταγμα και τους νόμους κάθε κοινωνίας και αποσκοπούν στην προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Διότι όπως αναφέρει ο Ισοκράτης στον Αρεοπαγιτικό (7.20), το δημοκρατικό πολίτευμα δεν υφίσταται για να θεωρούν οι πολίτες την ασυδοσία ως δημοκρατία, την παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια ως ισονομία και την εξουσία του καθενός να κάνει ό,τι θέλει ως ευδαιμονία, αλλά, αντιθέτως, τέτοιες συμπεριφορές πρέπει να καταδικάζονται και να τιμωρούνται δεόντως για το καλό και την προστασία του κοινωνικού συνόλου.-
* Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ε.α. Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας. Υπηρέτησε στην έδρα της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας-Europol, στη Χάγη και διετέλεσε προϊστάμενος των Εθνικών Υπηρεσιών Interpol και Europol της Ελλάδας. Έχει διδάξει στις Ακαδημίες της Ελληνικής και Κυπριακής Αστυνομίας, καθώς και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας, του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων και ερευνητής του Ελληνικού Ινστιτούτου για τα Ηνωμένα Έθνη.