Σε προηγούμενη παρέμβαση υπογραμμίστηκε ότι στο πλαίσιο μιας πολιτισμένης δημόσιας συζήτησης για τα ζητήματα κρατικής κυριαρχίας και εθνικής ασφάλειας επιτάσσεται αφενός να επικεντρωνόμαστε στα κύρια και πρωταρχικά και αφετέρου αποφεύγοντας επικοινωνιακά τεχνάσματα να προτάσσονται τεκμηριωμένα επιχειρήματα.
Δεν γίνεται να παρακάμπτονται κύρια ζητήματα της εθνικής στρατηγικής, εκ των οποίων τρία πρωταρχικά είναι τα εξής:
1ον) Ποια είναι τα ιεραρχημένα εθνικά συμφέροντα, πως ορίζονται οι απειλές και πως εκπληρώνονται στο σύνολό τους οι αλληλένδετοι σκοποί της εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής,
2ον) τι ισχύει για τον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο (ΕΑΧ) και πως συναρτάται με την ασφάλεια της Ελλάδας, την γεωπολιτική σημασία της Κύπρου και την Ελληνοτουρκική αντιπαράθεση,
3ον) ποια η πραγματική σημασία για το Ελληνικό και το Κυπριακό κράτος του γεγονότος ότι είναι ισότιμα μέλη της ΕΕ.
Ολοφάνερα η κρίση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις το 2020 έθεσε σε δοκιμασία τις θέσεις και τις απόψεις δύο αντίθετων πόλων. Δική μας εκτίμηση είναι ότι οι εκατέρωθεν θέσεις των τελευταίων δεκαετιών θα πρέπει να αποκρυσταλλωθούν και να αναμετρηθούν δημόσια γιατί αφορούν άμεσα και ζωτικά την συντρέχουσα και την επερχόμενη διαχείριση των σχέσεων με την Τουρκία, την Ευρώπη και τις μεγάλες δυνάμεις. Συντομογραφικά διαχρονικά οι καταγεγραμμένες θέσεις των δύο πόλων είναι οι εξής:
Πρώτος πόλος. Εθνική αποτρεπτική στρατηγική: Περιγράφεται και ερμηνεύεται στην βάση πάγιων τυπολογιών της στρατηγικής ανάλυσης και συνδέεται πρωταρχικά και κύρια με την απόκτηση συντελεστών ισχύος και τον βέλτιστο συνδυασμό τους για την εκπλήρωση των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων (πίνακας εδώ). Η υπεράσπιση της κρατικής κυριαρχίας που προβλέπουν οι Συνθήκες και το εν γένει διεθνές δίκαιο / διεθνής τάξη είναι υπέρτατο εθνικό συμφέρον και έσχατη λογική. Η υπεράσπιση ακόμη και μιας ίντσας της κρατικής κυριαρχίας είναι ή πρέπει να είναι αποδεκτή στάση από όλους τους πολίτες. Κυπριακή Δημοκρατία: Για τον ΕΑΧ προτάσσεται η ανάγκη προέκτασης και σύζευξης της Ελλαδικής άμυνας με την Κύπρο τόσο επειδή η εγγύηση της ασφάλειας των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Κύπρου είναι ζήτημα αξιοπιστίας του Ελληνικού κράτους όσο και επειδή νομικά η Ελλάδα είναι εγγυήτρια δύναμη. Επιπλέον, δεν ισχύει το γνωστό «κείται μακράν» που στις μέρες μας ενισχύθηκε με το «είναι άλλο κράτος» γιατί είναι από ανεύθυνο μέχρι επικίνδυνο να υποστηριχθεί πως εάν κινδυνέψουν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες η Ελλάδα δεν θα εμπλακεί. Αναπόδραστα θα εμπλακεί σε πόλεμο και το ζητούμενο είναι να αποτραπεί κάτι τέτοιο. Στις αποφάσεις κάθε αποτρεπτικής στρατηγικής, επίσης, συνεκτιμώνται δεόντως κριτήρια που αφορούν γεωπολιτικούς και στρατηγικούς παράγοντες. Ευρώπη: Για την συμμετοχή της Ελλάδας και της Κύπρου στην ΕΕ δεν ισχύει ότι «ανήκουμε στην Δύση και στην Ευρώπη». Αυτό που ισχύει και ενέχει βαθύτατες θετικές προεκτάσεις είναι ότι είμαστε κυρίαρχα και ισότιμα ενταγμένοι στους δυτικούς θεσμούς και συμμαχίες και όσον αφορά τα μείζονα ζητήματα υψηλής πολιτικής διαθέτουμε δικαίωμα αρνησικυρίας.
Δεύτερος πόλος. Εθνική στρατηγική: Στον αντίθετο πόλο προσχωρεί ένα μεγάλος αριθμός πολιτικών προσώπων και φορέων τίτλων που αντιπαθούν την έννοια εθνική στρατηγική ενώ άτομα διεθνικών δεξαμενών σκέψης που διαχρονικά διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις του κράτους καταγεγραμμένα έφτασαν στο σημείο να χαρακτηρίσουν την έννοια αποτροπή ως περίπου μεταμφίεση πολεμοχαρών και εθνικιστικών προθέσεων. Στον πόλο αυτό πάντως όσοι σπάνια αναφέρουν την λέξη στρατηγική θεωρούν τους κατευνασμούς της δεκαετίας του 1990 σε συνδυασμό με το «ευρωπαϊκό χαρτί» ενθάρρυνσης στενότερων σχέσεων Τουρκίας-ΕΕ ως είδος «εξισορρόπησης». Εθνικό συμφέρον: Ακόμη πιο σημαντικό άτομα προερχόμενα από τα ίδια ιδιωτικά πεδία ταυτόχρονα και φορείς τίτλων που αντιπροσώπευσαν μάλιστα την Ελλάδα σε μεγάλες ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις, έγραψαν ότι η έννοια «εθνικό συμφέρον» βασικά ανύπαρκτη και «ιδιοτροπία κάποιων Ελλήνων». Συνεπαγόμενα η πρόταξη των εθνικών συμφερόντων στις καθημερινές διεθνείς συναλλαγές και στην Ευρώπη είναι περίπου απρεπής ή και «αντί-ευρωπαϊκή στάση». Δική μας εκτίμηση είναι ότι σε αυτό ακριβώς οφείλεται και η διολίσθηση στην αποδοχή των μνημονίων την τελευταία δεκαετία από διαδοχικούς κατόχους της εξουσίας και χωρίς βασικά διαπραγματεύσεις.
Κυπριακό: Χαρακτηριστικό των φορέων τέτοιων ή παραπλήσιων θέσεων, επίσης, είναι η συνηγορία –και ενίοτε θερμή και ενεργή στήριξη– του σχεδίου Αναν, κορυφαίος «εκπρόσωπος» των οποίων έγραψε ότι αποτελεί «Ελληνική πρωτοπορία εισόδου στην μεταεθνική εποχή». Μεταψυχροπολεμικά στον πόλο αυτό συνωστίζονται άτομα από όλο το μετά-εμφυλιακό ιδεολογικό φάσμα. Ενίοτε πολλοί δεν κρύβουν πως θεωρούν την έννοια έθνος ως παρωχημένη ή και ανύπαρκτη. Έτσι λογικά υποστηρίζουν ότι το κράτος που προέκυψε μετά την δολοφονία του Καποδίστρια θεωρείται κατασκευαστής «λαού» που έτυχε να ονομάζονται Έλληνες. Στις εσχατιές αυτού του πόλου κυριαρχεί η άποψη ότι στον επερχόμενο παγκοσμιοποιημένο πλανήτη οι πολιτικές παραδόσεις και οι εθνικές ταυτότητες είναι αχρείαστες ενώ ακόμη και άτομα που κατάλαβαν υψηλές θέσεις ευθύνης έγραψαν ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης το κράτος και η κρατική κυριαρχία είναι περίπου παρωχημένα. Συνεπαγόμενα, εθνική αποτρεπτική στρατηγική, ΕΑΧ με Κύπρο, ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ δεν υποστηρίζονται.
Τα πιο πάνω είναι μια σύντομη περιγραφική παράθεση των κύριων χαρακτηριστικών των δύο πόλων. Υπευθυνότητα και σοβαρότητα απαιτεί αφενός να τα γνωρίζουμε όταν συζητάμε και αφετέρου όταν διεξάγεται δημόσιος διάλογος και είμαστε καταγεγραμμένοι να αποδεχόμαστε ότι αυτές ήταν στο παρελθόν οι θέσεις μας και να εξηγούμε εάν τις διατηρούμε ή τις αλλάξαμε. Έτσι μόνο είναι ο δημόσιος διάλογος ειλικρινής, τίμιος και παραγωγικός.
Αναμφίβολα, το εκκρεμές των θέσεων και των απόψεων όπως ταλαντεύονται δημιουργούν αναρίθμητες ενδιάμεσες αποχρώσεις. Όπως αναφέρεται και σε άλλο σημείο δεν χρειάζονται καν επώνυμες αναφορές –δεν είναι δύσκολο να γίνουν, υπογραμμίζεται– γιατί σκοπός δεν είναι η αντιπαράθεση αλλά ο αναπροσανατολισμός και η επικράτηση πολιτικού και στρατηγικού ορθολογισμού. Εν τέλει, όπως εξελίσσεται η μεταψυχροπολεμική εποχή τα ζητήματα αυτά αφορούν πρωτίστως το κοινωνικό σύνολο. Το εάν θα είμαστε ανεξάρτητο και ακέραιο κράτος δεν είναι ιδιωτική υπόθεση αλλά υπόθεση του κράτους, της κοινωνίας και των πολιτών οι οποίοι έχουν συμφέρον να τα συζητούν όλα και πολιτισμένα. Με τρόπο επίσης που είναι στερημένος εμφύλιων διαθέσεων, χωρίς υποκρισίες και όποτε χρειάζεται ταπεινά και μεγαλόψυχα.
Σε ένα δημοκρατικό και πολιτισμένο κράτος είναι σημαντικό να γίνεται από όλους αποδεκτό πως πρέπει να υπάρχει «αναλυτική μνήμη» (scripta manent έλεγαν οι Ρωμαίοι). Διευκολύνει την αυτοκριτική όταν οι θέσεις αποδεικνύονται πολύ λανθασμένες και βαθύτατων προεκτάσεων για την ασφάλεια του κράτους, την ακεραιότητα της Επικράτειας και την εθνική ανεξαρτησία που αποτελεί θέσφατο και έσχατη λογική επειδή ενσαρκώνει την ελευθερία της κοινωνίας.
Ταυτόχρονα, στο ίδιο πλαίσιο, αναζητώντας και συζητώντας τις παρελθούσες και τωρινές θέσεις περί την εξωτερική πολιτική η παραδοχή λάθους είναι τιμητική ενώ η επιβεβαίωση της ορθότητας των θέσεων κάποιου απαιτεί ταπεινότητα και μεγαλοψυχία. Αυτό κατά την δική μας άποψη σημαίνει πολιτικός πολιτισμός.
Όπως ήδη υπαινιχθήκαμε όταν το εκκρεμές ταλαντεύεται μεταξύ των δύο προαναφερθέντων πόλων φυσικό και λογικό είναι να υπάρχουν πλήθος ενδιάμεσων θέσεων και απόψεων. Μείζονος σημασίας είναι όμως προς ποιο από τους δύο πόλους προσανατολίζονται αυτές οι θέσεις και απόψεις. Αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα που χρήζει να ξανασκεφτούν οι Έλληνες πέραν ιδεολογικών και κομματικών στεγανών: Σε ένα δημοκρατικό και πολιτισμένο κράτος το ζητούμενο είναι να σταθεροποιείται ο σωστός στρατηγικός προσανατολισμός και να καταλήγει σε πολιτικά και στρατηγικά ορθολογιστικές αποφάσεις που εκπληρώνουν τα ιεραρχημένα εθνικά συμφέροντα.
Ένα κύριο ζήτημα και επειδή οι ενδιάμεσες θέσεις και απόψεις είναι οι περισσότερες, είναι το προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα των αποφάσεων όσον αφορά την κρατική κυριαρχία. Αυτό το ζήτημα αποκτά μεγάλη και επείγουσα σημασία επειδή όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα το 2020 η αποτροπή ολοφάνερα απέτυχε με αποτέλεσμα να φτάσουμε στα πρόθυρα πολεμικής σύρραξης. Τα μεγάλα ερωτήματα είναι:
α) πως αποκαθίσταται η αξιοπιστία της Ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής χωρίς να παραχωρηθεί ούτε ίντσα κρατική κυριαρχία και χωρίς κατευνασμό που πάντα είναι αυτοκτονικός και καταστροφικός,
β) πως προχωράμε τάχιστα εφαρμόζοντας 100 % το δίκαιο της θάλασσας αρχίζοντας μονομερώς με την Αιγιαλίτιδα ζώνη και σε όλα τα πεδία επίσης 100% με την Κυπριακή Δημοκρατία και
γ) πως (άμεσα) επουλώνεται η Αχίλλειος πτέρνα που θέτει σε κίνδυνο τον Κυπριακό Ελληνισμό και παγιδεύει το Ελληνικό κράτος θανάσιμα.
Η Τουρκία είναι πλέον ένα ασυγκράτητα αναθεωρητικό και επιθετικό κράτος απέναντι στο οποίο είναι θανάσιμα αναγκαίο να ορθωθεί μια αποτελεσματική και ορθολογιστική εθνική στρατηγική άξια ενός κυρίαρχου κράτους οι πολίτες του οποίου είναι φορείς παραδόσεων γιγάντων της πολιτικής σκέψης όπως ο Θουκυδίδης και ο Αριστοτέλης. Εξ ου και η εκάστοτε κυβέρνηση τωρινή ή μελλοντική κάνει μεγάλο σφάλμα και οι συνέπειες θα είναι βαθύτατων προεκτάσεων για τους ίδιους και το κράτος εάν επαναληφθούν λάθη και ανατεθούν ευθύνες σε άτομα καταγεγραμμένα ως διαχρονικά αδιόρθωτοι φορείς απόλυτα λανθασμένων θέσεων, απόψεων, θεωρημάτων και ιδεολογημάτων με αποτέλεσμα να έχουμε ξανά τραγικά λανθασμένους προσανατολισμούς και λανθασμένες αποφάσεις.
Για ένα παραγωγικό και δημοκρατικό δημόσιο διάλογο το διαδίκτυο διευκολύνει την αναζήτηση των αιτίων των παθολογιών της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες. Συνεχίζουν κάποιοι να υποστηρίζουν ότι εισήλθαμε σε εξομοιωτική και εξισωτική παγκοσμιοποίηση ή κάποιου είδους μετά-εθνική εποχή που καθιστά την κρατική κυριαρχία περίπου αχρείαστη; Μήπως ισχύει το ακριβώς το αντίθετο και απαιτείται να το συζητήσουμε εξαντλητικά;
Τελείωσαν οι πόλεμοι (όπως πομπωδώς συχνά γραφόταν ακόμη και την επομένη της κρίσης των Ιμίων) ή ακριβώς το αντίθετο και μάλιστα σε βαθμό αβάστακτο και θανατηφόρο για τους αιθεροβάμονες ή τους απρόσεκτους; Γιατί αν ισχύει το τελευταίο απαιτείται ενδυνάμωση του κράτους, του εθνικού πολιτισμού, της συνοχής της κοινωνίας και καλλιέργεια των πολιτικών παραδόσεων οι οποίες όσον αφορά την Ελληνικότητα διαχρονικά ενσαρκώνει τις υψηλές αρχές της δημοκρατίας και της ελευθερίας!
Στον ολοένα και πιο συγκρουσιακό 21ο αιώνα είναι ή δεν είναι για τα φιλειρηνικά και αμυνόμενα κράτη ζήτημα ζωής και θανάτου η απόκτηση επαρκούς αποτρεπτικής ισχύος κατά κάθε απειλής και ιδιαίτερα κατά της απέραντης και επιθετικής τουρκικής απειλής; Γιατί ως προς αυτό το ζήτημα στην επί δεκαετίες δημόσια και πολιτική συζήτηση στον πρώτο προαναφερθέντα πόλο υποστηριζόταν πως γι’ αυτούς τους λόγους η αποτρεπτική στρατηγική και εσωτερική/εξωτερική εξισορρόπηση σημαίνει ότι «το κυριότερο νόμισμα στην διεθνή πολιτική είναι η ισχύς» (Waltz). Η αντίθετη άποψη που ακούμε και σήμερα και απαιτείται να ξανασκεφτούν όσοι την λένε ότι αποτελεί «εξισορρόπηση» και οι αισθητικές σχέσεις, οι χοροί, οι εναγκαλισμοί ή τα παρακάλια του «πολιτικού και στρατηγικού νάνου και νομικού γίγαντα» που λέγεται ΕΕ; Εάν έτσι είναι, εάν δηλαδή η ΕΕ είναι νομικός γίγαντας πόσο Ελλάδα και Κύπρος το εκμεταλλεύτηκαν ως ισότιμα και κυρίαρχα κράτη-μέλη; Συναφές επίσης μιας και μιλάμε για τους φορείς θέσεων στους δύο πόλους ποιοι και τι έγραψαν για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και ποιοι και με τι αιτιολόγηση την υποστήριξαν ή την αντέκρουσαν σθεναρά.
Σημειώνεται ότι οι δυνατότητες ενός μικρού κράτους μέλους της ΕΕ να αποκομίσει θεμιτά και νόμιμα οφέλη εκ του γεγονότος ότι το ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο είναι ο άξονας της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης η περίπτωση της Συνόδου Κορυφής στις 2 Οκτωβρίου 2020 όταν συζητήθηκαν οι Τουρκικές προκλήσεις είναι χαρακτηριστική. Ανεξάρτητα του γεγονότος ότι η ΕΕ ως θεσμός δεν έχει περιθώρια να προχωρήσει πέραν, στην καλύτερη περίπτωση, από οικονομικές κυρώσεις –και με δεδομένο ότι η Ελλάδα συμφώνησε ήδη να διεξάγει συνομιλίες– κράτη διαφορετικού μεγέθους και διαφορετικής ισχύος συζητούσαν την προειδοποίηση της μικρής και ανίσχυρης Κυπριακής Δημοκρατίας να θέσει βέτο επί ζητημάτων μεγάλου ενδιαφέροντος για μερικά ισχυρά κράτη. Επειδή το νομικό και οικονομικό κεκτημένο είναι από καιρό σημαντικό για την διαιώνιση της ΕΕ ή την ομαλή μεταρρύθμισή της, η Ελλάδα και η Κύπρος θα μπορούσαν να λειτουργούν πιο συχνά ανάλογα και αντίστοιχα με κύρια αξίωση την υιοθέτηση Κοινοτικής θέσης στο Κυπριακό ζήτημα που θα υποστηρίζει την εφαρμογή της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας επί ολόκληρης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Παρενθετικά και επειδή ένα ζήτημα και βιβλία που συζητήθηκαν τότε δημόσια δεν είναι προσωπικό ζήτημα, υπενθυμίζω ότι αρχές της δεκαετίες του 1990 αναγκάστηκα να κυκλοφορήσω βιβλίο για να αντικρούσω αντίστοιχο βιβλίο της «δεξαμενής σκέψης» παραγωγής «προτάσεων πολιτικής» που μεταξύ πολλών άλλων που προκαλούν επιστημονική ανατριχίλα ισχυριζόταν πως η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορούσε! να υποβάλει αίτηση ένταξης. Ουκ ολίγοι εναντιώνονταν έντονα στις παράλληλες παρεμβάσεις για την τριπλή στρατηγική, δηλαδή α) ισχυρή εθνική αποτρεπτική στρατηγική στο κεντρικό μέτωπο συν εφαρμογή του διεθνούς δικαίου της θάλασσας versus κατευνασμός, β) τον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο και γ) την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
Πολύ σοβαρά λοιπόν λέμε ότι το τεράστιο πλεονέκτημα ένταξης σε ένα διεθνή θεσμό (με κάθε κριτήριο διακυβερνητικό) όπως η ΕΕ δεν έτυχε και δεν τυγχάνει πλήρους εκμετάλλευσης επειδή ιδεολογικά κολλήματα θεωρούν τις συναλλαγές στην βάση των εθνικών συμφερόντων εμπόδιο στην κατά πολλές λανθασμένες εκτιμήσεις του παρελθόντος επερχόμενη ένωση της Ευρώπης (βλ. έκθεση εμπειρογνωμόνων για την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα). Πολλοί ιδεολογικά κινούμενοι πίστευαν ότι σε μια δεκαετία περίπου θα είχαμε ευρωπαϊκή κοινωνία, πανευρωπαϊκό κοινωνικοπολιτικό σύστημα και πανευρωπαϊκή υπερεθνική εξουσία. Για όσους δεν το γνωρίζουν και επειδή scripta manent γύρω από αυτά τα ζητήματα κατά την διάρκεια της Μεταψυχροπολεμικής εποχής δημοσιεύτηκαν χιλιάδες σελίδες και έγιναν ομηρικές «επιστημονικές και πολιτικές διενέξεις».
Καταλήγουμε με αυτό το ζήτημα λέγοντας ότι ούτε πριν τρεις δεκαετίες ούτε για πολλούς και σήμερα έγινε κατανοητό ότι υποστηρίχθηκε η ένταξη της ΚΔ στην τότε ΕΟΚ ούτως ώστε σε συνδυασμό με τον ΕΑΧ να αποτελέσει διπλωματική και νομική εξισορρόπηση. Ένταξη τονίζουμε της Κυπριακής Δημοκρατίας, και όχι της Τουρκίας που κάποιοι αλλόκοτα θεωρούσαν ή και θεωρούν εξισορροπητική πολιτική. Εκτιμάται δε ότι δεν μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση εάν δεν υπάρχει συμφωνία ότι για αντικειμενικούς λόγους και στο ορατό μέλλον η Τουρκία δεν μπορεί να εν ενταχθεί στην ΕΕ και ότι η υποβολή αίτησης ήταν να αποκομίζει οφέλη αλλά και για να εξυπηρετήσει στρατηγικές του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον. Αναλύοντας λανθασμένα τους προσανατολισμούς της ΕΕ η Ελλάδα κυριολεκτικά «έβαλε όλα τα αυγά της στο πανέρι» αυτό της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, σε συνδυασμό πάντα με κατευναστικές στάσεις με φιλίες και χορευτικές επιδόσεις που όλοι γνωρίζουμε και εξ αντικειμένου όλοι απαιτείται να κατανοήσουμε ότι ήταν μεγάλο και ιστορικό διπλωματικό λάθος. Εν τέλει, τουλάχιστον, θα μπορούσε να είναι θολή και ρητορική συνηγορία που θα συνοδευόταν από αξίωση αλλαγής της Τουρκικής πολιτικής αρχίζοντας με τερματισμό των παράνομων τετελεσμένων στην Κύπρο.
Η σωστή κατά την εκτίμησή μας Ελληνική θέση είναι αυτή που άρχισε ο Ανδρέας Παπανδρέου μόλις ανέλαβε την εξουσία όσον αφορά την στρατικοποίηση των νησιών και τις σχέσεις Τουρκίας-Ευρώπης. Μεταγενέστερα όταν επανήλθε στην εξουσία με τον Γεράσιμο Αρσένη υπουργό άμυνας και με ΑΓΕΕΘΑ τον ναύαρχο Λυμπέρη εκκίνησαν τον ΕΑΧ με την Κυπριακή Δημοκρατία. Παρενθετικά λέμε κανείς είναι θεμιτά ελεύθερος για κριτική σε περιπτώσεις μεταστροφών όπως το Νταβός ή άλλες αποφάσεις ή στάσεις του Ανδρέα Παπανδρέου. Τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησής του, όμως, και στην συνέχεια την δεκαετία του 1990, το Ελληνικό κράτος κινήθηκε ορθολογιστικά. Κατ’ αρχάς, προσερχόμενος τότε στις Βρυξέλλες δήλωσε κάτι που όλος ο πλανήτης υιοθετεί αλλά όχι η Ελλάδα (πχ «Μαδρίτη») και η Κύπρος (πχ «διαπραγματευτικό κεκτημένο»): Δεν δεσμεύεται από πολιτικές υποσχέσεις ή πολιτικές συμφωνίες προκατόχων του εάν η Ελληνική κοινωνία και η κυβέρνηση αποφασίσει αλλαγή πολιτικής. Έτσι, παρά την πολιτική υπόσχεση του προκάτοχού του πρωθυπουργού πως εάν η Ελλάδα ενταχθεί στην τότε ΕΟΚ ως μέλος δεν θα συνδέει τις σχέσεις της μες την υποψηφιότητα της Τουρκίας ο Ανδρέας με έμφαση τους υπογράμμισε ότι έγιναν εκλογές και άλλαξε κυβέρνηση. Ανάλογη στάση υιοθέτησε στο ζήτημα της άμυνας των νησιών. Σε θέση που διατύπωσε όπου ο υποφαινόμενος ήταν παρών ως μέλος διπλωματικής υπηρεσίας έκανε σαφές ότι:
α) τα νησιά απειλούνται από την στρατιά του Αιγαίου
β) η εμβέλεια των σκαφών του (τότε) μεγαλύτερου αποβατικού Τουρκικού στόλου δεν φτάνει μέχρι την Λιβύη ή την Τυνησία αλλά μόνο μέχρι τα Ελληνικά νησιά και
γ) ως εκ τούτου, νομικά σύμφωνα με τον Χάρτη του ΟΗΕ το δικαίωμα άμυνας δεν αμφισβητείται. Η συζήτηση τελείωσε, «τόσο απλά».
Καλά κάνουμε όμως να γράψουμε μερικές ακόμη γραμμές για ένα πολύ σημαντικό και ξανά επίκαιρο ζήτημα, τις αιτιολογήσεις ένταξης της ΚΔ στην τότε ΕΟΚ. Θα προσθέταμε ότι σήμερα είναι πιο επίκαιρες από τότε και κάποιες αποφάσεις της Λευκωσίας το υποδηλώνουν. Εμείς υποστηρίζαμε στο προαναφερθέν βιβλίο-απάντηση αλλά και σε αναρίθμητες προγενέστερες παρεμβάσεις ότι:
α) «η ΕΟΚ δεν έχει δυνατότητα άρνησης της αίτησης ένταξης»,
β) «η ΕΟΚ δεν έχει την δυνατότητα να αρνηθεί την ένταξη επειδή η Κύπρος πληροί όλες τις προϋποθέσεις και
γ) η ένταξη (όπως και έγινε με σχετική μάλιστα αναφορά στην πράξη προσχώρησης) θα γίνει ανεξαρτήτως λύσης του Κυπριακού.
Όπως πάντα οι ειδοποιοί διαφορές εμπεριέχουν την ουσία και εδώ το ζήτημα τότε και στις μέρες μας είναι
α) δεν «ανήκουμε αλλά συμμετέχουμε ισότιμα στην ΕΕ και στην Ατλαντική Συμμαχία» και
β) ως διακρατικό / διακυβερνητικό σύστημα που είναι η ΕΕ όλα γίνονται με διασυνδέσεις συμφερόντων. Γιατί, δυστυχώς, και στην ΕΕ κατευνάζαμε επειδή κυριαρχούσαν φαντασιώσεις για επερχόμενη ένωση.
Συναφώς, ένα κεντρικό επιχείρημα που ήδη υπαινιχθήκαμε και που θα έλεγε οποιοσδήποτε γνωρίζει το Αλφαβητάριο της Ευρωπαϊκής πολιτικής ήταν (ειπώθηκε ξανά και ξανά την δεκαετία του 1990 και έκτοτε και αυτό ισχύει ολοένα και περισσότερο) ήταν ότι «Η ΕΟΚ και μετέπειτα ΕΕ είναι ένας νομικός γίγαντας και ένας πολιτικός και στρατηγικός νάνος». Ένα δηλαδή σύστημα που εκκολάφθηκε –όπως είναι το πόρισμα εκτενέστερων αγγλικών βιβλίων– μέσα σε ένα «Αμερικανικό στρατηγικό θερμοκήπιο».
Επειδή στην συντρέχουσα συγκυρία τα ζητήματα αυτά είναι μείζονος σημασίας –τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Κύπρο ως ισότιμα μέλη της ΕΕ– ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να αναζητήσει εκατοντάδες ή και χιλιάδες παρεμβάσεις προερχόμενες από τους εκατέρωθεν αντίθετους πόλους που αναφέρθηκαν στην αρχή. Για να διαπιστώσει τι έγραφε ο καθείς και πόσο σημαντικά και επίκαιρα είναι τα τότε επιχειρήματα, ούτως ώστε σήμερα να συζητήσουμε παραγωγικά για το δέον γενέσθαι όσον αφορά την απέραντη τουρκική απειλή που βρίσκεται σε μια νέα αναθεωρητική αφετηρία.