Έπειτα από σχεδόν δέκα χρόνια λιτότητας και προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής τα στοιχεία για την ελληνική οικονομία δεν μπορούν ακόμα να στηρίξουν την άποψη ότι η οικονομία έχει εισέλθει σε μια τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης. Το 2020 αποτελεί έτος υψηλής αβεβαιότητας και πολλαπλών εξωτερικών και εσωτερικών προκλήσεων για την ελληνική οικονομία. Ελλοχεύει ο κίνδυνος του παρατεταμένος εγκλωβισμού σε ισχνούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ο προβληματισμός γίνεται ακόμα μεγαλύτερος αν στις μελλοντικές εξελίξεις προσθέσουμε και το ενδεχόμενο μιας δυσμενούς διεθνούς συγκυρίας. Όλα τα παραπάνω επιβάλλουν την έναρξη μιας ρεαλιστικής συζήτησης με οικονομικό ορθολογισμό. Ανεξάρτητα από την πολιτική προσέγγιση των οικονομικών εξελίξεων θεωρώ ότι οι προσπάθειες ωραιοποίησης των καταστάσεων και αποφυγής ανάδειξης των προβλημάτων στην σωστή τους διάσταση προσέφεραν την κάκιστη υπηρεσία κατά την περίοδο των μνημονίων και αποτελούν την μεγάλη απειλή για την μετά μνημόνιο περίοδο.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης όχι μόνο για την επαναφορά στην κανονικότητα αλλά και για την αποφυγή διόγκωσης του χρέους. Σ’ αυτό το τελευταίο σημείο έχω να κάνω δύο παρατηρήσεις:
Η πρώτη έχει να κάνει με το γεγονός ότι το όσο το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους είναι μεγαλύτερο του ρυθμού ανάπτυξης τότε το χρέος αυξάνεται.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι τα spreads απεικονίζουν το μέρος του χρέους που διαπραγματεύεται και αυτό είναι ένα ποσοστό όχι μεγαλύτερο από το 10% του ελληνικού χρέους. Επιπλέον μετά το PSI υπάρχει μια τεράστια διαφορά μεταξύ της καθαρής παρούσας αξίας του ελληνικού χρέους και της τρέχουσας αξίας του χρέους. Η διαφορά ανέρχεται περίπου στο 50% για το σύνολο του χρέους. Οι μεγάλες διαφορές μεταξύ ονομαστικής αξίας και καθαρής παρούσας αξίας χρέους συντηρούν τις κερδοσκοπικές πιέσεις. Η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου ισορροπίας που θα διαμορφωνόταν αν δεν υπήρχε η διαφορά μεταξύ τρέχουσας και παρούσας αξίας και του επιτοκίου που απολαμβάνει η χώρα λόγω του μέρους του χρέους που τυγχάνει μιας ιδιαίτερης διαχείριση, του μέρους της ‘παραχώρησης’. Αυτή η ανισορροπία μπορεί να συντηρηθεί βραχυχρόνια όχι όμως σε μακροχρόνιο διάστημα.
Τα τελευταία χρόνια οι κυριότεροι παράγοντες που συνέβαλαν στη σταθεροποίηση της οικονομίας και στην ισχνή ανάπτυξη ήταν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και κυρίως η ιδιωτική κατανάλωση η οποία άλλωστε αποτελούσε και τον προσδιοριστικό παράγοντα της ανάπτυξης και την πρό 2009 περίοδο. Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης υποστηρίχθηκε κυρίως από την αύξηση των εισοδημάτων ως αποτέλεσμα της αύξησης της απασχόλησης. Αν πάμε ένα βήμα πιο κάτω την ανάλυση των οικονομικών μεγεθών θα διαπιστώσουμε ότι τόσο η άνοδος των εξαγωγών όσο και η σύνθεση της προτιθέμενης αξίας δεν αντανακλούν κάποιον ουσιαστικό παραγωγικό μετασχηματισμό και την ανάδειξη νέων συγκριτικών πλεονεκτημάτων.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ αναγνωρίζεται ότι το μέγεθος που σηκώνει όλο το βάρος των θετικών προσδοκιών για το ΑΕΠ είναι οι επενδύσεις. Εξάλλου και η κυβέρνηση έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι το ύψος του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου είναι το κύριο μέσο πολιτικής με το οποίο επιδιώκει να έχει σημαντικά αυξητικά αποτελέσματα στην απασχόληση και στο ΑΕΠ. Και αποτελεί μια λογική επιλογή δεδομένων των πολύ στενών δημοσιονομικών περιθωρίων που υπάρχουν στον προϋπολογισμό για φορολογικές ελαφρύνσεις και άρα αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και της κατανάλωσης και της δημόσιας κατανάλωσης και δημόσιας επένδυσης. Ωστόσο τα δεδομένα από την εξέλιξη των επενδύσεων των προηγούμενων ετών επιβάλλουν μια προσεκτικότερη ανάλυση. Η αποτυχία αύξησης των επενδύσεων γίνεται εμφανής αν συγκριθεί το πραγματικό αποτέλεσμα με τους στόχους που τίθενται κάθε έτος στον κρατικό προϋπολογισμό. Παραδειγματικά αναφέρω ότι το 2018 ο στόχος που είχε τεθεί (Εισηγητική Έκθεση για τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2018, σ. 28) ήταν ποσοστιαία αύξηση κατά 11,4% του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου. Το αποτέλεσμα ήταν μείωση 12,2%.
Βλέπουμε λοιπόν ότι παρά τις περί αντιθέτου δηλώσεις ο καθοριστικός παράγοντας για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ εξακολουθεί να κινείται σε χαμηλά επίπεδα. Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά από σχεδόν δέκα χρόνια προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής το ποσοστό του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου ως προς το ΑΕΠ βρίσκεται στο 11,07% (2018) όταν το 2008 ανήρχετο στα 58 δις περίπου ή στο 25% του ΑΕΠ. Aρα το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει σχετίζεται με την αναγνώριση και την καταγραφή των προσδιοριστικών παραγόντων ενίσχυσης των επενδύσεων εγχωρίων αλλά και των ξένων άμεσων επενδύσεων.
Αναμφισβήτητα ένας προσδιοριστικός παράγοντας είναι οι μεταρρυθμίσεις και η διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας. Όλοι γνωρίζουμε από ένα παράδειγμα γραφειοκρατικής παρακώλυσης των επενδύσεων. Τελευταία όμως όλοι γνωρίζουμε και από ένα παράδειγμα όπου αυτή η Κυβέρνηση παρείχε κίνητρα και έδωσε τις άδειες αλλά τελικά οι επενδύσεις δεν έγιναν. Το γεγονός ότι εμφανίζονται αρνητικά επιτόκια και ουσιαστικά η παγίδα ρευστότητας έχει επισκιάσει την ευρωπαϊκή οικονομία με τον αποπληθωρισμό δείχνει ότι το πρόβλημα είναι εξαιρετικά πιο περίπλοκο. Θεωρώ ότι οι πολιτικές της μεταρρύθμισης των θεσμών και οι μίκρο-οικονομικές πολιτικές έχουν εξαντλήσει την δυναμική τους. Επίσης η νομισματική πολιτική μετά την άσκηση της ποσοτικής χαλάρωσης βρίσκεται στα όρια της. Αρα οι λύσεις πρέπει να αναζητηθούν στην πλευρά της ζήτησης. Οι επενδύσεις ως μέγεθος αφορούν την προσφορά αλλά και την ζήτηση. Η δημοσιονομική πολιτική καθίσταται αναγκαία για να απορροφηθεί η υπερβάλλουσα αποταμίευση ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της απομόχλευσης του ιδιωτικού τομέα. Περισσότερο θα λέγαμε, ότι η άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, θα μπορούσε να βοηθήσει στην δημιουργία επενδυτικού κλίματος μια και οι δαπάνες θα τονώσουν την ζήτηση και την απασχόληση.
Είναι γεγονός ότι τα υπεράριθμα οικονομικά υποδείγματα και οι πολλές απόψεις μας έχουν λίγο μπερδέψει. Υπάρχει όμως κάτι που παραγνωρίζουμε και λέγεται οικονομική ιστορία η οποία βρίθει παραδειγμάτων οικονομικών κρίσεων διότι οι κρίσεις είναι σύμφυτες με τον καπιταλισμό. Δεν υπήρξε ποτέ περίπτωση χώρας στην οικονομική ιστορία που εξήλθε από την κρίση χωρίς ένα μεγάλο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
Βέβαια δεδομένων των εξελίξεων με το ελληνικό χρέος οι προτάσεις δημοσιονομικής επέκτασης είναι δύσκολες στην εφαρμογή τους. Ωστόσο ορισμένες προτάσεις υπάρχουν για την αποδέσμευση πόρων για την ενίσχυση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και για την ανάκτηση βαθμών ελευθερίας στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής. Για παράδειγμα θα μπορούσαν να εξαιρεθούν οι δαπάνες για επενδύσεις από τον υπολογισμό του ελλείμματος. Θα μπορούσε επίσης να αφαιρεθεί το τμήμα των δημοσίων δαπανών που κατευθύνεται σε επενδύσεις με υψηλό δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή. Ήδη κατά την διαδικασία κατάρτισης των προϋπολογισμό του 2020 πέντε χώρες της ΟΝΕ μεταξύ αυτών η Γαλλία και η Ιταλία παραβιάζουν τον δημοσιονομικό στόχο. Η Γαλλία παρουσιάζει για το 2020 ενισχυμένο διαρθρωτικό έλλειμμα και αύξηση των δημοσίων δαπανών και η Ιταλία στον υπολογισμό του διαρθρωτικού ελλείμματος εξαιρεί τις επιπτώσεις του οικονομικού κύκλου και τα εφάπαξ μέτρα. Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι ο στρατηγικός στόχος αναθεώρησης του δημοσιονομικού πλεονάσματος αποτελεί την μοναδική ρεαλιστική πρόταση για την ανάπτυξη.