Το 2023, το διεθνές πολιτικό και οικονομικό σύστημα εισέρχεται στην κορύφωση ίσως μιας σημαντικής μεταβατικής περιόδου. Δυνάμεις σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο αμφισβητούν και αποστασιοποιούνται αισθητά από την ισχύουσα διεθνή τάξη πραγμάτων, αναπτύσσοντας πολιτικές με αναθεωρητικές στρατηγικές αγνοώντας επιδεικτικά τους διεθνείς κανόνες και συνθήκες.
To 2022, χρονιά-ορόσημο για την ευρωπαϊκή και διεθνή κοινότητα με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, δημιούργησε επιπρόσθετη αστάθεια στο ήδη αβέβαιο διεθνές και περιφερειακό γεωπολιτικό περιβάλλον, με μια νέα παγκόσμια τάξη να διαφαίνεται με την ανάδυση νέων πόλων ισχύος, δημιουργώντας ερωτηματικά ως προς τη μορφή που θα λάβει (διπολικό, πολυπολικό, κα).
Ο πόλεμος, που ακόμα μαίνεται στην Ουκρανία, με εκατοντάδες χιλιάδες απώλειες ανθρώπινων ζωών και εκατομμυρίων προσφύγων, έχει δημιουργήσει παγκόσμιες συνέπειες στην ενέργεια, στην επισιτιστική ασφάλεια και στη σταθερότητα στο γεωπολιτικό περιβάλλον, και μια νέα τάξη διαφαίνεται με την ανάδυση νέων πόλων ισχύος με άλλα χαρακτηριστικά από αυτά που γνωρίζαμε έως τώρα. Και το σημαντικότερο, χωρίς να μπορεί να προβλεφθεί πώς και πότε θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος.
Επιπλέον, η πανδημία COVID-19, οι συχνότερες και υψηλότερης έντασης φυσικές καταστροφές, οι συνεχείς μεταναστευτικές ροές και η εργαλειοποίηση αυτών, οι αναδυόμενες προκλήσεις ως αποτέλεσμα των τεχνολογικών εξελίξεων και η αυξανόμενη υβριδική απειλή από κράτη και μη κρατικούς δρώντες υπογραμμίζουν την ανάγκη για ενίσχυση της αμυντικής, οικονομικής και κοινωνικής θωράκισης της Ένωσης και των κρατών μελών της.
Οι νέες προκλήσεις για την Ε.Ε.
Σε αυτό το ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον, η ΕΕ βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με μια υπαρξιακή πρόκληση (raison d’être) καθώς δοκιμάζει τόσο την ανθεκτικότητα της, όσο και την εξελικτική διαδικασία της ολοκλήρωσης της.
Ευλόγως το ερώτημα που γεννάται είναι το εξής: εξακολουθεί να είναι ενεργό το όραμα της πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ ή έχει αρχίσει να υποχωρεί;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η οποία θεωρεί τον εαυτό της υπέρμαχο της πολυμέρειας, υποστηρικτή της διεθνούς αλληλεγγύης και αποτελεί τον πιο γενναιόδωρο δωρητή αναπτυξιακής βοήθειας μέσα από τον αυτοπροσδιορισμό της ως Παγκόσμιο Δρώντα (global actor), με τον πόλεμο στην Ουκρανία, δοκίμασε τα όρια και τις αντοχές της, αλλά και τις φιλοδοξίες της για να καταστεί μια ισχυρή δύναμη και στο πεδίο της σκληρής ισχύος.
Είναι κοινά αποδεκτό πως η ΕΕ αναγνωρίζεται ως:
(α) μια παγκόσμια εμπορική δύναμη ή ένας πάροχος αναπτυξιακής βοήθειας
(β) ένας πολιτικός παράγοντας και παράγοντας ασφάλειας που υποστηρίζει την περιφερειακή ασφάλεια μέσω οργανισμών, όπως η Αφρικανική Ένωση, κ.α., ή συμβάλλοντας σε επιχειρήσεις ασφαλείας στο εξωτερικό- και
(γ) ως «κανονιστική» δύναμη, υποστηρίζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία, την περιφερειακή ολοκλήρωση και τους πολυμερείς οργανισμούς.
Άλλωστε, η Εξωτερική της Δράση (External Action) έχει συσταθεί προκειμένου να ανταποκρίνεται, πέραν των βασικών τομέων που περιγράφονται στις Συνθήκες, σε ένα ευρύ φάσμα παγκόσμιων προκλήσεων, όπως είναι η κλιματική κρίση που έχει ανέβει στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας, η ψηφιακή ατζέντα ως μια ισχυρή συνιστώσα της οικονομίας και του γεωπολιτικού ανταγωνισμού, οι μεταναστευτικές πολιτικές της που διαμορφώνουν αναμφισβήτητα τον τρόπο με τον οποίο η ΕΕ εμπλέκεται και αντιμετωπίζει τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς και η παγκόσμια υγειονομική κρίση (Covid-19) που έφερε την υγεία στο προσκήνιο της διεθνούς συνεργασίας.
Όμως, ας μην ξεχνάμε πως η Ένωση την τελευταία δεκαετία βίωσε μεγάλες και διαδοχικές κρίσεις, από την κρίση στην ευρωζώνη, τη μεταναστευτική κρίση, το Brexit, την υγειονομική κρίση, την ενεργειακή κρίση με κορύφωση έναν πόλεμο στη γειτονιά της! Αυτές οι κρίσεις δημιούργησαν ισχυρές αναταράξεις στην ΕΕ, αλλά και διαφορετικές απόψεις για τον διεθνή ρόλο της και διλήμματα που προέκυψαν ως συνέπεια της εμπειρίας που βίωσαν άλλα κράτη και περιφέρειες από την ΕΕ μέσω των εξωτερικών πολιτικών της.
Στρατηγική αυτονομία ή ενισχυμένη διατλαντική συνεργασία;
Η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία ήταν πάντα μια άμορφη και ρητορική έννοια. Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ υπάρχει ένα φάσμα θέσεων, το οποίο κυμαίνεται από ευρωπαϊστές που υποστηρίζουν μια ΕΕ πιο ανεξάρτητη από τις Ηνωμένες Πολιτείες έως αφοσιωμένους ατλαντιστές. Οι υποστηρικτές της ιδέας αυτής έχουν τονίσει ότι με την ενίσχυση της ”στρατηγικής αυτονομίας” της, η Ένωση θα συμβάλει θετικά στην ευρωατλαντική ασφάλεια και θα συμπληρώσει τις προσπάθειες του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, αυτό το φιλόδοξο όραμα δεν έχει ακόμη μεταφραστεί πλήρως σε απτή συλλογική πολιτική βούληση και συγκεκριμένες δράσεις.
Η Στρατηγική Αυτονομία της Ένωσης, στη νεώτερη της μορφή, πρωτοεμφανίζεται στην Παγκόσμια Στρατηγική της ΕΕ το 2016, με ορισμένα κράτη μέλη να αντιμετωπίζουν επιφυλακτικά αυτήν την προοπτική. Άλλωστε, υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ ρητορικής και υλοποίησης της στρατηγικής αυτονομίας. Η πραγματική αυτονομία από τις Ηνωμένες Πολιτείες στον τομέα της άμυνας θα απαιτούσε σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών ή/και πολύ βαθύτερη ενσωμάτωση - μια στιγμή του ευρώ - στην άμυνα. Τα κράτη μέλη της ΕΕ δεν ήταν πρόθυμα να κάνουν αυτά τα βήματα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλαξε άρδην τις προτεραιότητες της ευρωπαϊκής πολιτικής, αφενός γιατί ενισχύθηκε η κεντρική θέση της πολιτικής ηγεσίας και της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, αποδυναμώνοντας τη θέση όσων υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη θα πρέπει να επιδιώξει να τα καταφέρει μόνη της και αφετέρου, ευρωπαϊκά κράτη αυξάνουν πλέον σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες- χαρακτηριστικό παράδειγμα η Γερμανία.
Σαφώς, αυτές οι εξελίξεις βασίζονται στο γεγονός πως η Ρωσία αποτελεί πλέον την πρωταρχική απειλή και το ΝΑΤΟ το πρωταρχικό πλαίσιο συλλογικού στρατιωτικού σχεδιασμού, κάτι που απομακρύνει την προοπτική της ουσιαστικής ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας. Ο πόλεμος προκάλεσε άνοδο των μετοχών του ΝΑΤΟ, κυρίως επειδή οι ευρωπαϊκές χώρες που απειλούνται περισσότερο από τη Ρωσία εμπιστεύονται περισσότερο τις Ηνωμένες Πολιτείες από ό,τι τον κύριο υπέρμαχο της στρατηγικής αυτονομίας, τη Γαλλία. Από το «κλινικά νεκρό ΝΑΤΟ» του Μακρόν το 2019, επανήλθαμε στο ΝΑΤΟ ως τον εγγυητή της ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Το βέβαιο είναι ότι οι ατελείωτες θεωρητικές συζητήσεις σχετικά με το αν η ”Στρατηγική Αυτονομία” είναι ή δεν είναι παρωχημένη δεν βοηθούν- αντίθετα, χρειάζονται πρακτικά βήματα για να προχωρήσει η ΕΕ πιο κοντά στο να γίνει ένας πιο αξιόπιστος και ισχυρότερος φορέας ασφάλειας και άμυνας.
Οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να έχουν επίγνωση των ορίων της αποτρεπτικής τους ικανότητας σε ένα σενάριο ένοπλης ειρήνης. Ωστόσο, η στρατηγική επιρροή δεν απορρέει αυτόματα από ισχυρά όπλα αλλά από τη βούληση για δράση. Πρόκειται για μια πολιτική επιλογή. Στο βαθμό που η στρατηγική αυτονομία σημαίνει την ανάπτυξη και τη χρησιμοποίηση ενός ανεξάρτητου ευρωπαϊκού στρατού ικανού να προβάλλει δυνάμεις σε χρόνο και απόσταση, φαίνεται ότι θα συνεχίσει να παραμένει ένα άπιαστο όνειρο. Η απόφαση να θυσιαστούν ανθρώπινες ζωές και πόροι, θα παραμείνει ευθύνη των κρατών μελών της Ένωσης.
Η ΕΕ, πέρα από τις εκκλήσεις του Ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ, Josep Borrell για τη χρήση της ”γλώσσας της ισχύος”, και της εποικοδομητικής διπλωματίας, γνωρίζει ότι η συμβολή της στην παγκόσμια ασφάλεια έχει οικοδομηθεί στην οικονομική και ρυθμιστική της ισχύ, στη δέσμευσή της για μια διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες, η οποία έχει από καιρό διαβρωθεί και τώρα απειλείται με διάλυσή της ανάλογα με την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία.
Επομένως, το θέμα της στρατηγικής ή όχι αυτονομίας που συνδέεται άρρηκτα με μια ολοκληρωμένη ενωσιακή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, αποτελεί ένα από τα σημαντικά διακυβεύματα της Ένωσης (αλλά τελικά, περισσότερο των ίδιων των κρατών μελών, και εντέλει των λαών της), που θα πρέπει να απαντήσει σύντομα καθώς οι ραγδαίες γεωπολιτικές εξελίξεις στην παγκόσμια σκακιέρα, αναδιαμορφώνουν το πεδίο της ισχύος των δυνάμεων με την ανάδυση νέων δρώντων και τη διαμόρφωση νέων ισορροπιών μεταξύ Δύσης -Ανατολής και Βορρά- Νότου.
Εν κατακλείδι, η Ένωση μοιραία καλείται μέσα από τις σύγχρονες παγκόσμιες προκλήσεις και απειλές να αποφασίσει για το ρόλο και τη θέση που θέλει να έχει στην παγκόσμια διακυβέρνηση.
Θα απαντήσει άραγε σε αυτή την ιστορική πρόκληση, ή όχι?
Δρ Ελευθερία Φτακλάκη
Διεθνολόγος, Πολιτικός Επιστήμων
Μετα-Διδακτορική ερευνήτρια (post doc fellow researcher)
Διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου