Αυστηρά μέτρα αντιπαρακολούθησης έπαιρνε ο 33χρονος αρχηγός της συμμορίας που «χτυπούσε» κοσμηματοπωλεία και σπίτια.
Πρόκειται για την οργάνωση που εξαρθρώθηκε από την Ασφάλεια Αττικής. Εγκέφαλος, όπως αποκαλύφθηκε από την Αστυνομία, ήταν δραπέτης, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε 71χρόνια φυλάκιση.
Ο 33χρονος έπαιρνε μέτρα αυτοπροστασίας σε βαθμό που ανάγκασε τους άνδρες της Ασφάλειας να μεταμφιεστούν σε εργάτες για να μπορούν να επιτηρούν τις κινήσεις του. Όταν τελικά την περασμένη Παρασκευή οι αστυνομικοί του πέρασαν χειροπέδες, γύρισε το κεφάλι του στον επικεφαλής των ερευνών και του είπε: «Έλα ρε φίλε. Πως καταφέρατε και με πήρατε χαμπάρι;».
Η Ασφάλεια παρακολουθούσε για καιρό τις κινήσεις του και τα τηλέφωνά του. Έτσι, γνώριζε ότι ο 33χρονος σχεδίαζε να χτυπήσει χθες σε κοσμηματοπωλείο που βρίσκεται στη Μεταμόρφωση. Οι συνεργοί του είχαν κάνει επιτήρηση του χώρου και γνώριζαν κάθε λεπτομέρεια για το σύστημα ασφαλείας του καταστήματος. Τα σχέδια του εγκεφάλου για χθεσινή επίθεση είχαν ως αποτέλεσμα ανώτατοι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. να αποφασίσουν την επίσπευση της επιχείρησης για το «ξήλωμα» της οργάνωσης.
Η συνήθης τακτική της συμμορίας ήταν να μπαίνει στο κοσμηματοπωλεία ένα από τα μέλη της φορώντας είτε γυαλιά ηλίου είτε μάσκα σιλικόνης με τη μορφή ηλικιωμένου άνδρα. Στη συνέχεια, απειλούσε με πιστόλι ή Καλάσνικοφ τον υπάλληλο, έβαζε σε σακούλες τα κοσμήματα και εξαφανιζόταν. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρχε πόρτα ασφαλείας, την οποία άνοιγε ο υπάλληλος πιστεύοντας ότι εισέρχεται ηλικιωμένος. Εντύπωση προκάλεσε στους αστυνομικούς ότι σε μία από τις επιθέσεις τους σε οικίες, αφαίρεσαν από σπίτι συναδέλφου τους στο Βύρωνα το υπηρεσιακό τους όπλο. Στις υπόλοιπες διαρρήξεις που διέπραξαν σε διάφορες περιοχές της Αθήνας, αφαίρεσαν μετρητά και κοσμήματα. Σχεδόν πάντα έφταναν στους στόχους με κλεμμένα αυτοκίνητα, τα οποία αφαιρούσαν λίγες ημέρες πριν τις διαρρήξεις.
Εκτός από τον 33χρονο αρχηγό της οργάνωσης, συνελήφθησαν δύο Έλληνες και δύο Αλβανοί, ενώ η λεία τους υπολογίζεται στις 800.000 ευρώ. Ο 33χρονος, ο οποίος είχε αποδράσει από τις αγροτικές φυλακές της Τίρυνθας στις 24 Αυγούστου, είχε απασχολήσει τελευταία φορά τις Αρχές, όταν προ μηνών είχε αρπάξει μετά από τροχαίο στην Αττική Οδό το αυτοκίνητο μητέρας. Ένα από τα κρησφύγετα του ήταν στα Εξάρχεια, περιοχή που θεωρούσε ότι του παρέχει μεγαλύτερη «άνεση» λόγω των λιγότερων περιπολιών από την ΕΛ.ΑΣ.
Για την εξάρθρωση του κυκλώματος χρειάστηκε να γίνει άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τους κατηγορουμένους. Έτσι, διαπιστώθηκε ότι οι κακοποιοί χρησιμοποιούσαν το δικό τους «γλωσσάρι» για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Όταν έλεγαν «ρόδα» εννοούσαν αυτοκίνητο, «ομίχλη» για το συναγερμό των κοσμηματοπωλείων και «σκεπές» τα κρησφύγετα. Έπρεπε να περάσει αρκετός καιρός, έως ότου οι αστυνομικοί καταφέρουν να «αποκρυπτογραφήσουν» τις συνομιλίες και να καταλαβαίνουν τις προθέσεις τους.