Το ”Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών”, στεγάζεται σε ένα από τα πρώτα κτήρια της νεώτερης Αθήνας, την οικία Σταματίου Δεκόζη Βούρου, που ανεγέρθη τα χρόνια 1833- 1834, σε σχέδια των Γερμανών αρχιτεκτόνων Lueders και Hoffman- μισθώθηκε από τον Όθωνα και αποτέλεσε το πρώτο παλάτι του Όθωνα και της Αμαλίας, του πρώτου βασιλικού ζεύγους της Ελλάδας.
Η περιήγηση στο ”Μουσείον της Πόλεως των Αθηνών – Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία” και τις εκπληκτικές του γκραβούρες, χαλκογραφίες και ελαιογραφίες από τα προ- και αμέσως μετά- επαναστατικά χρόνια, μας έδειξε μια Αθήνα πολύ διαφορετική, που θα ήταν εντελώς αγνώριστη αν δεν υπήρχαν τα ιστορικά μνημεία και τοπόσημα. Το παρακάτω φωτογραφικό αφιέρωμα δείχνει μια πόλη ανοικοδόμητη, εν μέσω ερειπίων, σε μια πάμφτωχη, εξαντλημένη από τον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα, χώρα που δεν ήταν ακόμη πλήρης και ολοκληρωμένη γεωγραφικά. Ευχαριστούμε την διεύθυνση και τον ιστορικό του Μουσείου, Λεωνίδα Αργυρό, για την ξενάγηση και τις πληροφορίες που συνοδεύουν εν είδη εκτεταμένων λεζαντών τις εικόνες.
Απεικονίζει τις αμυντικές υποδομές της Αθήνας τότε, στην Ακρόπολη φαίνονται οι κανονοστοιχίες και όλες οι λευκές περιοχές στην κυρίως πόλη είναι γειτονιές που έχουν καταστραφεί από τον βομβαρδισμό.
Περιμετρικά της πόλης φαίνεται το τείχος που είχε χτίσει τη δεκαετία του 1770 ο βοεβόδας της Αθήνας, Χατζή Αλή Χασεκή.
Διακρίνεται το Ηρώδειο και πάνω στην Ακρόπολη τα κτήρια της οθωμανικής φρουράς - με κόκκινο χρώμα απεικονίζονται τα σπίτια και οι «γειτονιές».
Υπήρχαν περίπου διακόσια σπίτια και οι ανοιχτοί χώροι ήταν ελάχιστοι, γύρω από τα μνημεία και μια μικρή πλατεία.
Η τότε πόλη αποτελείται από τη σημερινή Πλάκα και το Ψυρρή - διακρίνεται ως ψηλότερο κτήριο το ρολόι του Έλγιν, δώρου του γνωστού Λόρδου Έλγιν στους Αθηναίους, το οποίο καταστράφηκε, όμως, στη διάρκεια της Επανάστασης.
Στα Προπύλαια φαίνεται ο μεγάλος πύργος που, μάλλον, είχε κτιστεί επί Ενετοκρατίας και, επίσης, τα τείχη, μισοκατεστραμμένα λόγω της πολιορκίας της Αθήνας.
Απεικονίζει ένα τμήμα της αγοράς της πόλης, μπροστά ακριβώς από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, με πολλά μικρά μαγαζιά που ακουμπούνε στον τοίχο της βιβλιοθήκης. Στη δεξιά πλευρά, ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη, φαίνεται τμήμα της μεγάλης κατοικίας του Οθωμανού διοικητή της Αθήνας - πάνω από τους κίονες της στοάς, φαίνεται τμήμα της κατοικίας και οι πολεμίστρες. Στη διάρκεια της Επανάστασης υπήρξαν οι πρώτες σκέψεις για το γκρέμισμα αυτών των μικρών σπιτιών, επειδή αλλοίωναν την εικόνα του κλασικού μνημείου. Και όντως, κατεδαφίστηκαν σύντομα, αφού σε εικόνες που έχουμε αμέσως μετά την Επανάσταση, δεν υπάρχουν πλέον.
Η παρούσα απεικονίζει το γλέντι Αρβανιτών στο Θησείο, στο ναό του Ηφαίστου, με αφορμή, μάλλον, τα κούλουμα.
Εδώ, φαίνεται η Πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδος (Παζαρόπορτα) στην Ρωμαϊκή Αγορά - διακρίνεται το Φετιχέ τζαμί και ανάμεσα στους κίονες το μνημείο των Αέρηδων.
Η Αθήνα είναι ακόμη ένας σωρός ερειπίων, όπου πρέπει να ζήσουν οι Αθηναίοι της εποχής - και οι εξωτικές καμήλες, που όντως υπήρχαν τότε στην Αθήνα, προσδίδουν στην εικόνα ένα οριεντάλ «χρώμα».
Σε πρώτο πλάνο βλέπουμε ντόπιους με χαρακτηριστικές ελληνικές ενδυμασίες και πρόβατα να βόσκουν εκεί που είναι σήμερα η οδός Αποστόλου Παύλου. Φαίνονται ακόμη τα ερειπωμένα τείχη της Ακρόπολης, αλλά και ο Πύργος απ' όπου λέγεται ότι ο Γκούρας «γκρέμισε» (δολοφονώντας) τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Οι Βαυαροί απεικονίζονται σε ειδυλλιακά ελληνικά τοπία, ενώ οι Έλληνες της εποχής φαίνονται σε σκηνές του καθημερινού τους βίου αλλά και να παρατηρούν με θαυμασμό τους νεοφερμένους Ευρωπαίους.
Ο χάρτης είναι δίγλωσσος (ελληνικά και γαλλικά) και ήταν η πρώτη φορά που οι ονομασίες των τοποθεσιών, χωριών και πόλεων, αναγράφονται με τα ελληνικά τους ονόματα.
Ο δημιουργός του ζητούσε συνεχώς με επιστολές του προς τις δημόσιες υπηρεσίες και τους δασκάλους να τον πληροφορούν για τα ακριβή ονόματα των διαφόρων τοποθεσιών.
Όσο βορειότερα, τόσο περισσότερο ακριβής είναι ο χάρτης - η χαρτογράφηση της Πελοποννήσου είχε γίνει σχετικά βιαστικά από τους Γάλλους του εκστρατευτικού σώματος το 1828, ενώ στις βορειότερες περιοχές έγινε μετά την Επανάσταση, με μεγαλύτερη άνεση χρόνου και ακρίβεια.
Τον χάρτη σχεδίασε ο Foster, φιλέλληνας που αποφάσισε να προσφέρει στις κρατικές υπηρεσίες και τα σχολεία της χώρας έναν σύγχρονο χάρτη. Αρχικά είχε ανακοινώσει ότι θα χρηματοδοτούσε ο ίδιος το εγχείρημα, αυτό, όμως, αποδείχτηκε περισσότερο δαπανηρό από ότι αρχικά υπολόγιζε και κατέληξε να ζητάει συνεχώς χρήματα από τον Όθωνα.
Η τοποθεσία είναι άγνωστη - ίσως η Μάνη, ίσως κάποιο νησί των Κυκλάδων, άλλωστε η πειρατεία άκμασε στην Ελλάδα σε διάφορες περιοχές. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τις ενδυμασίες, το πειρατικό πλήρωμα είναι μικτό, αποτελούμενο κυρίως από χριστιανούς αλλά και κάποιους μουσουλμάνους. Όλοι τους προετοιμάζονται να επιτεθούν στο καράβι που πλησιάζει από τα δυτικά.
Είναι ενδιαφέρουσα η μέθοδος των πειρατών της εποχής: επειδή πολλοί δεν είχανε μεγάλα πλοία, καθώς έδυε ο ήλιος, άναβαν φωτιές σε απόκρημνες ακτές, συχνά μάλιστα έδεναν κεριά στα κέρατα προβάτων και κατσικιών και οδηγούσαν τα ζώα σε βραχώδεις όρμους. Οι καπετάνιοι των πλοίων μέσα στο σκοτάδι νόμιζαν ότι έβλεπαν τα φώτα κάποιου λιμανιού- πλησίαζαν και το καράβι τσακιζόταν στα βράχια. Οι πειρατές προσέγγιζαν με βάρκες και πλιατσικολογούσαν το ναυαγισμένο πλοίο - ο «τεχνικός όρος» για αυτή τους την παράνομη δραστηριότητα είναι «ναυαγιστές».
Το έργο είναι του 1850, περίπου, παρουσιάζει, όμως, ένα κυρίως προεπαναστατικό φαινόμενο- η πειρατεία συνεχίστηκε και στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους, αλλά ο Καποδίστριας κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να την εξαλείψει. Θεωρώντας την όνειδος για τη χώρα, έστειλε τον Μιαούλη στις Σποράδες, που αποτελούσαν ορμητήριο των πειρατών και αυτός, όντως, την κατέστειλε αποτελεσματικά.