AUKUS και ελληνοτουρκικά

Ρευστές γεωπολιτικές και στρατηγικές ανακατατάξεις.
|
Open Image Modal
Thierry Monasse via Getty Images

Οι «συμμαχικές συγκλίσεις» ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας και Αυστραλίας δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Εντάσσεται σε μια λογική πλανητικών ανακατανομών ισχύος και συμφερόντων λόγω αλλαγής των δομών ισχύος που προκάλεσε η πτώση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης το 1989-90.

Το πώς εξελίσσονται τα πράγματα, πάντως, αφορούν ζωτικά την Ελλάδα επειδή ανεξάρτητα των μακροχρόνιων προεκτάσεων η Τουρκία «σαν έτοιμη από καιρό» σπεύδει να εκμεταλλευτεί τα γεγονότα, να ενισχύσει τα ερείσματά της, να κάνει συναλλαγές με τις μεγάλες δυνάμεις με σκοπό την στρατηγική αναβάθμισή της. 

“Με κάθε νοητό κριτήριο η Ελλάδα έχει συμφέρον να μην δημιουργήσει παραστάσεις που ενισχύουν την Τουρκική στρατηγική να καταστεί περιφερειακή δύναμη που θα συναλλάσσεται προνομιακά με τις μεγάλες δυνάμεις.”

Μια μικρή ιστορική αναδρομή 

Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο: «Γεμίζοντας» τα κενά ισχύος

Καλά κάνουμε να δούμε τις εξελίξεις σε αναφορά με την συμφωνία ΗΠΑ, Βρετανίας, Αυστραλίας υπό ένα ευρύτερο πρίσμα ενταγμένο στις στρατηγικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών.

Εισερχόμενοι στην Μεταψυχροπολεμική εποχή το 1989-90 σταδιακά «επιταχύνθηκε» η ανάδυση του πολυπολικού συστήματος που αποτελείται από πολλές μεγάλες και εν δυνάμει ηγεμονικές δυνάμεις.

Αναμενόμενα η ισχυρότερη ηγεμονική δύναμη, οι ΗΠΑ –εάν μη τι άλλο για λόγους που αφορούν το γεγονός κατοχής πυρηνικής ισχύος από πολλές πλέον μεγάλες δυνάμεις και της ανάγκης μείωσης του κινδύνου αστάθειας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα πυρηνικό πόλεμο που θα κατέστρεφε τον πλανήτη–, αντί μιας λελογισμένης διαχείρισης προς μια νέα πλανητική ισορροπία δυνάμεων, επηρεασμένη από νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα περί ηγεμονικής κυριαρχίας, άπληστα και αλόγιστα έσπευσε να «γεμίσει τα κενά ισχύος» κυριολεκτικά κατεδαφίζοντας κράτη και ολόκληρες περιφέρειες προκαλώντας όχι μόνο αστάθεια αλλά και αβάστακτες κακουχίες εκατομμυρίων ανθρώπων.

Διευκολύνθηκε και από την ευκολία που πολλά μέλη άλλων κοινωνιών πίστεψαν πως επέρχεται κάποιου είδους μυστήρια «παγκοσμιοποίηση» που φέρνει ένα ανθόσπαρτο πλανήτη και που επιτυγχάνεται με «ανθρωπιστικούς βομβαρδισμούς».

21ος αιώνας: Η επιτάχυνση

Καθώς εισερχόμαστε βαθύτερα στον 21ο αιώνα αυτές οι στρατηγικές εξελίξεις, ολοφάνερα, επιταχύνονται:

α) λόγω αναπόδραστης κατατριβής των ΗΠΑ (επειδή όπως μερικοί επισήμαναν τότε η υπερεπέκταση βλάπτει ακόμη και υπερδυνάμεις) και

β) επειδή παρά το γεγονός πως οι ΗΠΑ παραμένει το ισχυρότερο κράτος μοιραία οδηγεί σε εξισορροπητικές αποφάσεις όπως η απόφαση AUKUS των ΗΠΑ/Βρετανίας και Αυστραλίας.

Τα ζητήματα αυτά είναι μπροστά μας, δείχνουν τους προσανατολισμούς καθώς προχωρούμε βαθύτερα τον 21 αιώνα και δεν μπορούν να εξαντληθούν σε ένα μικρό κείμενο. Εν τούτοις, μπορούμε, συντομογραφικά και ενδεικτικά, να θίξουμε μερικές πτυχές.

Brexit: Όχι τόσο τυχαίο

Open Image Modal
via Associated Press

 

Κατά πρώτον, όπως έχουμε γράψει εδώ, με αφορμή την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ, «όταν αναλύουμε ή τοποθετούμαστε για γεγονότα βαθύτατων γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών προεκτάσεων όπως το Brexit, χρήζει να γνωρίζουμε ότι το παρελθόν και το μέλλον συνδέονται με διαχρονικούς στρατηγικούς σκοπούς των δυνάμεων εκείνων οι οποίες διαθέτουν κρατικά επιτελεία, στρατηγικό σχεδιασμό και σταθμίσεις και εκτιμήσεις για το πώς εξελίσσονται οι τάσεις στην διεθνή πολιτική τα επόμενα χρόνια ή ακόμη και τις επόμενες δεκαετίες».

Ας θυμηθούμε ποια ήταν η Μεγάλη Βρετανία

Να υπενθυμίσουμε ότι η Μεγάλη Βρετανία επί αιώνες και μέχρι το 1945 ήταν η κυρίαρχη ναυτική υπερδύναμη και

α) με τον στόλο της και το δεσποτικό αποικιοκρατικό σύστημα ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη,

β) ασκούσε ασφυκτική στρατιωτική εποπτεία πάνω στην Περίμετρο της Ευρασίας εμποδίζοντας τις ηπειρωτικές δυνάμεις (βασικά την Ρωσία και την Γερμανία) να κατέβουν νότια στα «θερμά νερά» και

γ) εφάρμοζε διαίρει και βασίλευε στην Ηπειρωτική Ευρώπη για να μην μπορέσει μια άλλη δύναμη ή μια συμμαχία δυνάμεων να κυριαρχήσει πάνω στην Ευρασία.

ΗΠΑ - Ηνωμένο Βασίλειο μια ειδική σχέση με παρελθόν

Συντομεύοντας ζητήματα που έχουν αναπτυχθεί εκτενώς σε άλλα κείμενα, υπογραμμίζονται μερικές πτυχές που ερμηνεύουν το γεγονός πως οι κοινές στρατηγικές πρωτοβουλίες με ΗΠΑ δεν είναι κεραυνός εν αιθρία:

1) Το Ηνωμένο Βασίλειο πρωτοστάτησε για να αφήσουν οι ΗΠΑ την στρατηγική ουδετερότητα και να αντικαταστήσουν το Λονδίνο ως ο μεγάλος γεωπολιτικός στρατηγικός δρών και το ηγετικό κράτος της ναυτικής συμμαχίας προϊόν της οποίας ήταν και η Ατλαντική Συμμαχία.

2) Ήδη κατά την διάρκεια του πολέμου διευκόλυνε τις ΗΠΑ με παροχή τεχνολογίας για παραγωγή πυρηνικών όπλων ενώ ανάπτυξε τότε αθέατες προσεγγίσεις που εμπράγματα και νοηματικά ανάπτυξαν την ειδική σχέση Αμερικής-Βρετανίας την οποία εμείς θεωρούμε ως μεγάλη δύναμη με «ετερόφωτη ισχύ».

3) Αυτό εκπληρώθηκε τόσο με συνεργασίες σε όλους τους τομείς συμπεριλαμβανομένου του στρατιωτικού αλλά κυρίως με το να αναπτύξει την «ειδική σχέση» με την Ουάσιγκτον.

4) Αυτό σήμαινε ότι το Λονδίνο ήταν και όπως καταμαρτυρείται μετά το Brexit συνεχίζει να είναι ο κυριότερος στρατηγικός σύμβουλος της Ουάσιγκτον, ιδιαίτερα εάν λάβουμε υπόψη ότι εν πολλοίς διαιώνισε τα αποικιοκρατικά κρατικά επιτελεία και ότι η στρατηγική εμπειρία των στελεχών ήταν πολύτιμη για την νέα υπερατλαντική δύναμη.

5) Εντασσόμενη στην τότε ΕΟΚ δεκαετία του 1970 (επιτεύχθηκε μετά την αποχώρηση του Ντε Γκολ) σκοπός που ευνόησε και η Ουάσιγκτον ήταν να ελέγχει τις εξελίξεις, ιδιαίτερα στα «μέτωπα» Γερμανίας, Γαλλίας, Ρωσίας.

6) Με την σχετική ισχύ των ΗΠΑ σταδιακά να μειώνεται και ενόψει μεγάλων στρατηγικών εξελίξεων στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο και στον πλανήτη διόλου τυχαία Ουάσιγκτον αλλά και Λονδίνο έκριναν ότι το «Brexit» ευνοούσε νέους στρατηγικούς χειρισμούς και διαιώνιση εάν όχι ανάπτυξη της «ειδικής σχέσης».

Αγγλοσαξονική συμμαχία  

Open Image Modal
Kent Nishimura via Getty Images

Κατά δεύτερον, και υποχρεωτικά συντομεύοντας, χρήζει να γνωρίζουμε ότι όταν οι μεγάλες δυνάμεις παίρνουν αποφάσεις α) υπάρχουν ορατές αλλά και αθέατες πτυχές, β) εντάσσονται σε αλληλένδετους βραχυχρόνιους, μεσοπρόθεσμους και μακροχρόνιους σκοπούς και εναλλακτικά στρατηγικά σενάρια και γ) μόνο ότι βραχυχρόνια είναι ορατό στους τρίτους ενδιαφερόμενους, δεν επαρκεί για κατανόηση των βαθύτερων αιτίων και των μακροχρόνιων σκοπών. 

“Ενώ ολοφάνερα και καταμαρτυρούμενα η «αγγλοσαξονική συμμαχία» είναι μια μεταπολεμική σταθερά που διαιωνίζεται και βαθαίνει Μεταψυχροπολεμικά, βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή συμμαχικών συγκλίσεων και εξισορροπητικών αποφάσεων.”

Ως προς αυτά ολοκληρώνουμε φωτίζοντας ορατές τάσεις εντός των εξισορροπητικών αποφάσεων που απαιτείται να ενταχθούν σε μια μακροχρόνια λογική.

1. Το ότι η Κίνα είναι η μεγάλη στρατηγική πρόκληση δεν είναι νέο αλλά επιβεβαιώνεται ολοένα και περισσότερο.

 

2. Ενώ υπάρχουν και άλλες αναδυόμενες μεγάλες δυνάμεις στεκόμαστε σε τρεις που αφορούν ζωτικά την Ευρώπη και κατ’ επέκταση και την Ελλάδα.

Αναφερόμαστε στην Γαλλία, την Γερμανία και την Ρωσία, παρατηρώντας όπως ξανά γράφτηκε εδώ ότι μετά το 1990 για αυτούς τους στρατηγικούς λόγους η ΕΕ είναι μικρό καραβάκι πάνω στα μεγάλα Μεταψυχροπολεμικά στρατηγικά κύματα.

3. Ενώ η μόνη σχετικά προβλέψιμη δύναμη είναι η Γαλλία –της οποίας όμως τις μακροχρόνιες αποφάσεις δεν μπορεί προσδιορίσει επακριβώς– τα περισσότερα περιστρέφονται γύρω από το Γερμανικό ζήτημα. 

“Οι πλείστοι αξιόπιστοι και σοβαροί αναλυτές της Δύσης θεωρούν ότι το πιθανότερο μακροχρόνιο ενδεχόμενο είναι στρατηγική σύγκλιση ΗΠΑ-Ρωσίας για εξισορρόπηση της Κίνας με ερωτήματα για τον ρόλο της Ινδίας σε αυτή την περίπτωση.”

Ενώ πολλά είναι απρόβλεπτα σίγουρα κάτι σημαντικό είναι ορατό, σταθερό και δυναμικό:

α) Το Γερμανικό ζήτημα αφορά ζωτικά την Γαλλία περισσότερο από κάθε άλλο,

β) τυχόν συμμαχική σύγκλιση Γερμανίας-Ρωσίας αλλάζει δραστικά τα γεωπολιτικά δεδομένα της Ευρασίας εξ ου και η αρνητική στάση πολλών όταν αναπτύσσονται τέτοιες τάσεις και

γ) ενώ βλέπουμε και ακούμε για συγκλίσεις Ρωσίας-Κίνας κανείς δεν μπορεί να υποτιμά τις πολύ μεγάλες ιστορικές διαφορές των δύο δυνάμεων αλλά και τις εν δυνάμει μεγάλες μακροχρόνιες γεωπολιτικές διαφορές τους.

Για το τελευταίο, επισημαίνεται ότι οι πλείστοι αξιόπιστοι και σοβαροί αναλυτές της Δύσης θεωρούν ότι το πιθανότερο μακροχρόνιο ενδεχόμενο είναι στρατηγική σύγκλιση ΗΠΑ-Ρωσίας για εξισορρόπηση της Κίνας με ερωτήματα για τον ρόλο της Ινδίας σε αυτή την περίπτωση.

Σε κάθε περίπτωση, εν μέσω αυτών των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων προσανατολισμών απαιτείται προσοχή για την συναγωγή τελεσίδικων εκτιμήσεων για τις βραχυχρόνιες αποφάσεις.

 

Τι κατάλαβε η Τουρκία

Καλό θα ήτανε να γίνει κατανοητό ότι η Τουρκία από καιρό κατανόησε –και είναι αδιάφορο αν στην εξουσία είναι ο Ερντογάν ή κάποιος άλλος– ότι για τις περιφερειακές δυνάμεις διανοίγονται νέες μεγάλες ευκαιρίες ενώ οι κίνδυνοι δεν λείπουν.

Εκτός από ενδείξεις για επανάληψη των στρατηγικών επιλογών της δεκαετίας του 1970 για μετατόπιση βαρών σε περιφερειακές δυνάμεις μέσω στρατηγικών συναλλαγών, ο συνδυασμός των αποσταθεροποιητικών ανθρωπιστικών παρεμβάσεων των ΗΠΑ τις τρεις τελευταίες δεκαετίες με τις ύστερες τάσεις αποχώρησης από την Μέση και Μείζονα Ανατολή, δημιουργείται μια περίπλοκη στρατηγική δομή εντός της οποίας όποιος είναι ισχυρός και όποιος κινείται ορθολογιστικά αφενός αναβαθμίζεται και αφετέρου είναι πιο ασφαλής. Οι συναλλαγές με τις μεγάλες δυνάμεις ( patron-client relations) είναι προϋπόθεση για να μπορέσει ένα περιφερειακό κράτος να είναι ασφαλές και αναβαθμισμένο. 

Τι πρέπει να καταλάβει η Ελλάδα

Τέλος αλλά όχι το τελευταίο, είναι κάτι περισσότερο από ορατό ότι η Ελλάδα απαιτείται:

Να έχει διασφαλισμένη μια πανίσχυρη αποτρεπτική στρατηγική απέναντι στην απειλητική και αναθεωρητική Τουρκία.

Να μην αυτοκτονήσει πολιτικά, ανθρωπολογικά, στρατηγικά και γεωπολιτικά με το να δεχθεί με «διζωνικές, δικοινοτικές και πολιτικές ισότητες» να τεθεί η Κύπρος και το ένα δέκατο του Ελληνισμού υπό Τουρκική επικυριαρχία.

Κατεπειγόντως να κάνει συναλλαγές με τις ΗΠΑ για κάθε «διευκόλυνση» καθότι μόνο δίνοντας είναι ένας ακόμη λόγος να θεωρηθεί αναλώσιμη.

Με στρατηγικό σχεδιασμό των κρατικών λειτουργών (και όχι κομματικών ή άλλων που καλούνται να διαδραματίσουν ρόλο) να ακολουθήσει μια περιφερειακή εξισορροπητική στρατηγική όπου οι μακροχρόνιοι σκοποί θα ορίζουν τον προσανατολισμό των βραχυχρόνιων και μεσοπρόθεσμων αποφάσεων.