Αγιά Σοφιά: Ορόσημο της θρησκευτικό – γεωπολιτικής στρατηγικής Ερντογάν

Οι ενέργειες του Ταγίπ Ερντογάν δεν μπορούν να θεωρηθούν τυχαίες. Σαν σήμερα στις 24 Ιουλίου υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923.
|
Open Image Modal
(AP Photo/Emrah Gurel)
ASSOCIATED PRESS

Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί αποτελεί το συμβολικό έναυσμα της θρησκευτικό – γεωπολιτικής επεκτατικής στρατηγικής του Ταγίπ Ερντογάν, με απώτερο στόχο τη δημιουργία ενός ισλαμιστικού χαλιφάτου.

Το τέλος εποχής της Αγίας Σοφίας ως μουσείο, εμπεριέχει συμβολισμούς και ερμηνείες που η προσεκτική τους ανάγνωση αποκαλύπτει, τα σχέδια του Ερντογάν για να αναδειχθεί σε κυρίαρχο ηγέτη ενός μουσουλμανικού κόσμου με πρότυπο, τις διδαχές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.

Τo ισλαμιστικό κίνημα χαρακτήρισε την τουρκική απόφαση για την Αγία Σοφία ως «ιστορικό βήμα», που «επιβεβαιώνει την κυριαρχία του τουρκικού λαού πάνω στα εδάφη τους και την άσκηση των δικαιωμάτων τους», συμπληρώνοντας ότι «επαναφέρει το δικαίωμα (της Αγίας Σοφίας) στους ιδιοκτήτες της».

Οι ενέργειες του Ταγίπ Ερντογάν δεν μπορούν να θεωρηθούν τυχαίες. Η επιλογή της ημερομηνίας της 24ης Ιουλίου, για την πρώτη μουσουλμανική προσευχή στην Αγία Σοφία, είναι η μέρα της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, βάσει της οποίας δημιουργήθηκε το σύγχρονο τουρκικό κράτος του Κεμάλ Ατατούρκ.

Μηνύματα

Ο τούρκος πρόεδρος στέλνει με την αλλαγή του καθεστώτος της Αγίας Σοφίας μηνύματα προς Δύση και μουσουλμανικά καθεστώτα που αποκωδικοποιούνται ως εξής:

(α) η μετατροπή της Αγίας Σοφίας συμβολίζει την επαναφορά του οθωμανικού τρόπου θρησκευτικής λατρείας, καθώς μετά την Άλωση της Πόλης από τον Μωάμεθ Β’, λειτούργησε ως ισλαμικό τέμενος μέχρι και το 1934. Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει δηλώσει για την απόφαση του 1934 που χαρακτήρισε μουσείο την Αγιά Σοφία, ότι «ήταν εξαιρετικά επώδυνη για το έθνος μας».

(β) στην πρόθεσή να αμφισβητήσει και εμπράκτως τη Συνθήκη της Λωζάνης, που έχει επικρίνει κατά καιρούς με δηλώσεις του. Ο Ερντογάν θεωρεί ότι η Συνθήκη της Λωζάνης, περιορίζει το νέο – οθωμανικό στρατηγικό του όραμα που φιλοδοξεί, να τον μετατρέψει σε σύγχρονο «Σουλτάνο» του μουσουλμανικού κόσμου.

 

Η Αγία Σοφία παρέμεινε στο εθνικό υποσυνείδητο του τουρκικού λαού ως σύμβολο εθνικής υπερηφάνειας και η απόφαση αλλαγής του καθεστώς του ιερού ναού, παρουσιάστηκε από τον Ταγίπ Ερντογάν ως «από καρδιάς χαιρετισμός προς όλες τις συμβολικές πόλεις του πολιτισμού μας, από τη Μπουχάρα έως την Ανδαλουσία» αλλά και ως «προάγγελο της απελευθέρωσης του τεμένους Αλ-Άκσα στην Ιερουσαλήμ».

Η θρησκευτική - πολιτική ιδεολογία του Ταγίπ Ερντογάν βασίζεται στο ισλαμιστικό κίνημα Milli Gorus (Εθνικό Όραμα), που ιδρύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 από το Νετσμεττίν Ερμπακάν, τον πολιτικό του μέντορα. To Milli Gorus χαρακτηρίζεται και ένας από τους κορυφαίους ισλαμιστικούς οργανισμούς της τουρκικής διασποράς στην Ευρώπη, ο μεγαλύτερος που λειτουργεί στη Δύση, καθώς περιλαμβάνει περίπου 300.000 μέλη και ελέγχει εκατοντάδες τζαμιά, κυρίως στη Γερμανία.

To Milli Gorus εμπνέεται από έντονο εθνικισμό, υιοθετεί στόχους και τακτικές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας αλλά και προσθέτει τη νεο-οθωμανική διάσταση. Η προσκόλληση του Ερντογάν στην ιδεολογία του Milli Gorus εξάγει το συμπέρασμα, ότι δεν είναι μόνο εθνικιστής, οθωμανός ή ισλαμιστής, αλλά ένα συνδυασμός όλων των χαρακτηριστικών αυτών.

Επεκτατισμός

Ο Ταγίπ Ερντογάν εφαρμόζει ήδη την επεκτατική στρατηγική για το νέο ρόλο της Τουρκίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρόσφατα δήλωσε ότι «η Τουρκία έχει γίνει ένας ισχυρός περιφερειακός παράγοντας σε μια κλίμακα που δεν έχει εμφανιστεί ποτέ στην πρόσφατη ιστορία της. Η θέση της χώρας μας στις αξιολογήσεις του παγκόσμιου δείκτη ισχύος αυξάνεται με κάθε έτος που περνάει. Είμαστε τώρα πιο κοντά από ποτέ στον στόχο μας για μια μεγάλη και δυνατή Τουρκία. Μόλις γίνει η χώρα μας πιο ασφαλή έως το 2023, θα καταστήσουμε την Τουρκία ασταμάτητη δύναμη».

Ο Ερντογάν επιδιώκει να ακολουθήσει αυτόνομες στρατηγικές σε Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Αφρική για να αναδείξει το ρόλο της Τουρκίας, ως ιδεολογικό καθοδηγητή των μουσουλμανικών πληθυσμών και ως μεγάλη δύναμη με στρατιωτική ισχύ.

Φιλοδοξεί να ηγηθεί των σουνιτών μουσουλμάνων και να δημιουργήσει ένα ισλαμιστικό χαλιφάτο που θα αναβιώνει το χάρτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι σουνιτικες μουσουλμανικές μάζες υποκινούμενες από την Τουρκία και προσκείμενες στη Μουσουλμανική Αδελφότητα, ενδέχεται υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις να αλλάξουν τα γεωπολιτικά δεδομένα, προκαλώντας αποσταθεροποίηση σε χώρες που βρίσκονται υπό καταπίεση μοναρχικών ή δικτατορικών καθεστώτων.

Η Μουσουλμανική Αδελφότητα ελέγχει πολιτικά κόμματα σε οκτώ κοινοβούλια κρατών Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής. Μεταξύ αυτών, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (JDP) που αποτελεί το κυβερνών κόμμα στο Μαρόκο, το κόμμα Ennahda που συμμετέχει στον κυβερνητικό συνασπισμό της Τυνησίας και η παλαιστινιακή ισλαμιστική οργάνωση Χαμας που ελέγχει τη Λωρίδα της Γαζας.

Σε επιχειρησιακό επίπεδο, η Τουρκία έχει εμπλακεί στρατιωτικά σε Συρία και Λιβύη, στηρίζει τις σουνίτικες παραστρατιωτικές οργανώσεις σε Μέση Ανατολή, έχει αυξημένη στρατιωτική παρουσία σε Κατάρ και Σομαλία, και διαθέτει κέντρα στρατιωτικής εκπαίδευσης σε Σουδάν.

Σε διπλωματικό επίπεδο ο Ταγίπ Ερντογάν έχει υιοθετήσει τη στρατηγική της «ήπιας ισχύος» που έγινε ιδιαίτερα έκδηλη με τη «διπλωματία του κορονοϊού». Οι παράλληλες δομές διπλωματίας (πολιτιστική, εκπαιδευτική, υγειονομική, οικονομική) με πεδίο εφαρμογής Ευρώπη, Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Αφρική, μουσουλμανική μειονότητα Θράκης, προωθούν το προφίλ μιας Τουρκίας ως «ανθρωπιστικής δύναμης».

Ένα ακόμα «όπλο» του Ερντογάν στα επεκτατικά σχέδια του, αποτελεί το μεταναστευτικό, καθώς του δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τις μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη και Ελλάδα ως μοχλό πίεσης. Οι μουσουλμάνοι παράτυποι μετανάστες θεωρούνται και πιόνια της στρατηγικής του για την «άλωση της Ευρώπης», καθώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αποσταθεροποίηση δυτικών κυβερνήσεων σε συνδυασμό με την ισλαμική τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα, καθώς και με άλλες δραστηριότητες που υπονομεύουν την εθνική ασφάλεια.

Ο Ταγίπ Ερντογάν παρά το άνοιγμα εξωτερικών μετώπων και τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική οικονομία, καταφέρνει να ελίσσεται και να μην είναι διπλωματικά απομονωμένος. Το «κλειδί» της επιβίωσης του τούρκου προέδρου είναι η χρηματοδοτική στήριξη του Κατάρ, που αποτελεί και βάση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.