Όταν το 1835 η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου ήταν μία περιτοιχισμένη κατεστραμμένη πόλη των 5.000 κατοίκων γύρω από την Ακρόπολη με ένδοξο παρελθόν, που προσείλκυσε αμέσως διαφόρους επενδυτές, οι οποίοι αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις από τους Τούρκους που εγκατέλειπαν τη χώρα.
Η Αθήνα βάση σχεδίου πόλης που δεν εφαρμόσθηκε πλήρως ξεκίνησε από τη παλιά συνοικία Πλάκα και επεκτάθηκε παίρνοντας το κέντρο της τη σημερινή του μορφή.
Στις κεντρικές λεωφόρους και πλατείες κτίσθηκαν κυρίως από πλουσίους ομογενείς πολύ ωραία σπίτια, μέγαρα και δημόσια κτίρια με προεξέχουσα την αθηναϊκή τριλογία, που προσέδωσαν στην Αθήνα το χαρακτήρα μιας ωραίας ευρωπαϊκής πόλης.
Σήμερα από τον αρχιτεκτονικό αυτόν πλούτο διασώζονται κυρίως τα δημόσια κτίρια και ελάχιστα ιδιωτικά που γλύτωσαν από τον κατεδαφιστικό πολιτισμό και κάποια που η Πολιτεία πρόλαβε να τα κηρύξει διατηρητέα και ιστορικά μνημεία. Είναι όμως λυπηρό φαινόμενο να βλέπεις στο κέντρο της πόλης ωραία κτίρια να καταρρέουν ακατοίκητα, γιατί κανείς δεν φροντίζει να τα επισκευάσει, όπως το συγκρότημα του κινηματογράφου Αττικόν, γιατί τα δύο ιδρύματα που τους ανήκει δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους. Σαφώς η Πολιτεία θα μπορούσε να επέμβει δημιουργώντας ένα μηχανισμό επισκευών με χρέωση της δαπάνης στους ιδιοκτήτες.
Στη προ των βαλκανικών πολέμων Αθήνα οι Αμπελόκηποι ήταν εξοχή και στη διασταύρωση των λεωφόρων Κηφισίας και Αλεξάνδρας έκτισε ο Νικόλαος Θων, που ήταν επιμελητής της βασιλικής χορηγίας του βασιλέως Γεωργίου Α΄ και πολύ πλούσιος, την έπαυλη του «Mon Caprice» με ένα μεγάλο κήπο γεμάτο αγάλματα γνωστών γλυπτών, που γνώρισε ημέρες κοσμικής δόξας.
Η περιοχή ονομάσθηκε Θων, υπήρχε και λεωφορειακή γραμμή Θησείον - Θων. Η έπαυλη κτίσθηκε πριν το 1900 με σχέδια του αρχιτέκτονα Τσίλερ, αλλά ο μικρός κτητορικός ναΐσκος αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο με σχέδια του αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά. Η έπαυλη Θων ανατινάχθηκε το1944 στα Δεκεμβριανά. Στο οικόπεδο λειτούργησαν διάφορες επιχειρήσεις με τη πιο γνωστή για μας τους παλιούς τη μπυραρία Κωσταρά και τελικά αγοράσθηκε από γνωστή εργοληπτική εταιρεία, η οποία στη συνέχεια έκτισε δύο τεράστια συγκροτήματα γραφείων και καταστημάτων, αλλά δεν τήρησε τη δέσμευση της για αναπαλαίωση του ναΐσκου του Αγίου Νικολάου, που είχε από το 1979 κηρυχθεί ιστορικό μνημείο, αλλά είχε εγκαταλειφθεί, κλειδωμένο με αλυσίδες και συνεχώς κατέρρεε, όπως φαίνεται στη φωτογραφία.
Στα συγκροτήματα που κτίσθηκαν στο οικόπεδο Θων στεγάστηκαν διάφορες δημόσιες υπηρεσίες μεταξύ των οποίων και η υπηρεσία του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, που ήμουνα επικεφαλής. Από τη θέση αυτή είχα υπηρεσιακές επαφές με πρόσωπα, που είχαν διευθυντικές θέσεις στο δημόσιο τομέα, όπως με την αρχαιολόγο κ. Μαρία Μπλαζάκη, τότε Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Πολιτισμού και μετέπειτα Γενική Γραμματέα του ιδίου Υπουργείου. Σε μια συνάντηση στο γραφείο μου με τη κ. Μπλαζάκη τη ρώτησα αν θα μπορούσε το Υπουργείο Πολιτισμού να φροντίσει για τη διάσωση του ναΐσκου, που ήταν στην είσοδο του κτιρίου και είχε κηρυχθεί ιστορικό μνημείο. Όταν η κ. Μαρία Μπλαζάκη έγινε Γ .Γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού τήρησε την υπόσχεση της και ενέταξε την αναπαλαίωση του ναΐσκου του Αγίου Νικολάου στο πρόγραμμα Αττική 2014-2020 με πίστωση 550.000 ευρώ.
Το έργο υλοποιήθηκε από τις Διευθύνσεις αναστυλώσεων και συντηρήσεως νεότερων μνημείων και παραδόθηκε στη δημόσια λατρεία ως παρεκκλήσι του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Πανόρμου στις 6-12-2020 ημέρα της εορτής του Αγίου Νικολάου παρουσία της Υπουργού Πολιτισμού κ. Λίνας Μενδώνη. Πρόκειται περί ενός κομψοτεχνήματος και τα ΜΜΕ έγραψαν προσφυώς, ότι ο ναός ξαναβρήκε την παλιά του αίγλη.
Δεν θα τον περιγράψω, αλλά επειδή μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις θα το διαπιστώσετε από τις παρακάτω φωτογραφίες.
Τελευταίο και σημαντικό θέλω προσωπικά και εκ μέρους όλων ελπίζω, να εκφράσω τα συγχαρητήρια και τις θερμότερες ευχαριστίες μου στην κα. Μαρία Μπλαζάκη για την προσφορά της στην αναπαλαίωση του ιερού ναΐσκου του Αγίου Νικολάου Θων και ειλικρινά χαίρομαι που ένα άλλο ιστορικό μνημείο μετά την οικία του Παύλου Μελά διασώθηκε, γιατί για να επιβιώσουμε σαν έθνος πρέπει να διατηρήσουμε την ιστορική μας μνήμη.
Λέανδρος Τ.Ρακιντζής
Αρεοπαγίτης ε.τ.