Αγροτικός τομέας: θα χαθεί η μεγάλη ευκαιρία;

Μια εικόνα για την κατάσταση της ελληνικής γεωργίας, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της.
Open Image Modal
Justin Paget via Getty Images

 

Μέσα στη μαυρίλα της δωδεκαετούς οικονομικής κρίσης, το γεγονός ότι η αγροτική παραγωγή διατήρησε –αν δεν αύξησε– το μέγεθός της τα τελευταία χρόνια δείχνει δυναμική επέκτασης. Το 2020, το εμπορικό ισοζύγιο στον πρωτογενή τομέα, κατέγραψε θετικό πρόσημο, μετά από δεκαετίες. Η αξία των εξαγώγιμων προϊόντων ήταν 6,54 δισ. ευρώ και τα εισαγόμενα προϊόντα του πρωτογενή τομέα είχαν αξία 6,334 δισ. ευρώ, δηλαδή έχουμε πλεόνασμα περίπου 160 εκατ. ευρώ.

Στην έρευνα της «διανέοσις» («Προοπτικές και ευκαιρίες για τον πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα») μας δίνεται μια καθαρή εικόνα για την κατάσταση της ελληνικής γεωργίας, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της.

Το 31,3% των Ελλήνων ζει σε αγροτικές περιοχές

Στα γενικά στοιχεία, το 31,3% των Ελλήνων ζει σε αγροτικές περιοχές (27,1% στην ΕΕ των 27), το 43% των αγροτικών εκτάσεων είναι βοσκοτόπια (31% στην ΕΕ-27), το 25% μόνιμες καλλιέργειες (μόλις 8% στην ΕΕ-27) και το υπόλοιπο 33% αροτριαίες εκτάσεις (61% στην ΕΕ-27).

Αυτή η ιδιαιτερότητα, δηλαδή το μικρό ποσοστό αροτραίων εκτάσεων και ο μικρός μέσος κλήρος, οχτώ στους δέκα αγρότες καλλιεργούν έκταση μικρότερη από τα 5 εκτάρια (50 στρέμματα), που στην ΕΕ θεωρείται ο πολύ μικρός κλήρος, είναι τα δύο διαχρονικά χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας. Παραδοσιακά θεωρούνταν η «αχίλλειος πτέρνα της», αλλά στις νέες συνθήκες μπορούν, υπό προϋποθέσεις, ν’ αποτελέσουν και πλεονέκτημα.

Το 2021 ο πρωτογενής τομέας δημιούργησε ακαθάριστη προστιθέμενη αξία 7,13 δισ.€, που αντιστοιχεί με το 3,9% του ΑΕΠ μας (1,6% στην ΕΕ). Το 2008 –τελευταία χρονιά πριν την κρίση– ο πρωτογενής τομέας αντιπροσώπευε το 2,8% του ΑΕΠ, αλλά έκτοτε το ελληνικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά περίπου 25%. Ως προς τις εξαγωγές, τα προϊόντα του πρωτογενή τομέα καλύπτουν το 18% των αγαθών που εξάγονται, ενώ το 2019 το ατομικό γεωργικό εισόδημα έφτασε το 94,4% του μέσου μισθού στο σύνολο της οικονομίας, από το 71,8% που βρίσκονταν το 2008.

Η φυτική και ζωική παραγωγή

Η κρίση επηρέασε λιγότερο ή καθόλου ορισμένους κλάδους του πρωτογενούς τομέα. Η φυτική παραγωγή στην Ελλάδα είναι περισσότερες από τρεις φορές μεγαλύτερη από την ζωική, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ έχει φυτική παραγωγή μεγαλύτερη μόλις 1,4 από την ζωική. Η κυριαρχία της φυτικής παραγωγής αποτυπώνεται στο γεγονός ότι τα φρούτα (28,72%), τα λαχανικά (15,65%) και το ελαιόλαδο (7,35%) αθροίζουν πάνω από το 50% της αξίας του συνόλου της γεωργικής παραγωγής. Στην μεταποίηση κυρίως αυτών των τριών κατηγοριών, αλλά και στα γαλακτοκομικά, οφείλεται το πλεόνασμα του 1,46 δισ. ευρώ στα μεταποιημένα προϊόντα.

Στον αντίποδα, παρότι σχεδόν οι μισές εκμεταλλεύσιμες εκτάσεις είναι βοσκοτόπια, η ζωική παραγωγή της Ελλάδας είναι «λιλιπούτεια»· τα αιγοπρόβατα αποτελούν το 3,13% του συνόλου γεωργικής παραγωγής, τα πουλερικά 3,2%, τα χοιροειδή 1,78%, τα βοοειδή 1,64%, τα αυγά 2,53% και μόνο το γάλα και τα προϊόντα του καλύπτουν ένα σεβαστό ποσοστό, 8,91%. Η πρόσφατη κρίση που προκάλεσε η ρωσική εισβολή έφερε σε ακόμα χειρότερη θέση την κτηνοτροφία, αφού οι τιμές των ζωοτροφών αυξήθηκαν τόσο, ώστε παρατηρήθηκε το φαινόμενο οι κτηνοτρόφοι να προτιμούν να σφάξουν τα ζώα τους.

Οικονομικές ενισχύσεις

Το μεγάλο πλήθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (684 χιλ.) σε συνδυασμό με την μικρή έκταση τους έχει ως αποτέλεσμα 2 στις 3 να έχουν οικονομικό μέγεθος μικρότερο των 8.000€. Η οικονομική δυσπραγία που προκαλεί το ανάγλυφο της χώρας και το πλήθος των μικρών διάσπαρτων κλήρων ενισχύεται από την άνιση και άδικη κατανομή των ευρωπαϊκών άμεσων ενισχύσεων.

Το 20% των πιο ισχυρών γεωργών και κτηνοτρόφων νέμεται το 56% των ενισχύσεων· ίσως γιατί οι ισχυροί αγροτοκτηνοτρόφοι του θεσσαλικού και μακεδονικού κάμπου εύκολα κλείνουν τις εθνικές οδούς με τα τρακτέρ τους, προκαλώντας τρόμο στην πολιτική εξουσία ή εκφράζονται καλύτερα στους διαδρόμους του υπουργείου Γεωργίας.

Είναι τέτοια η ανισότητα πλέον, που ακόμα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητά από το υπ. Γεωργίας να δώσει βαρύτητα τους μικρούς και μεσαίους κλήρους.

Επιπλέον με την νέα ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική)  μεγάλο μέρος των άμεσων ενισχύσεων που λαμβάνουν οι αγρότες αν δεν περικόπτονται περνούν στα λεγόμενα «οικολογικά σχήματα», που είναι τόσο κακοστημένα από τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών που επικρατεί πανευρωπαϊκό μπάχαλο.

Ένας από τους λόγους που πανευρωπαϊκά ξεσηκώθηκαν οι αγρότες είναι και η εφαρμογή της νέας ΚΑΠ που τους περιέκοψε σημαντικά ποσά. Στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι ακόμα μεγαλύτερο μιας και ο ΟΠΕΚΕΠΕ που μοιράζει τις ενισχύσεις είναι εδώ και χρόνια απαξιωμένος, ενώ την πρόσφατη κόντρα της πρώην, πια, διοίκησης του με τον υπουργό Γεωργίας την πλήρωσαν οι αγρότες που έλαβαν μικρότερες ενισχύσεις από αυτές που δικαιούνται.

Ακάθαριστες Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου

Στα προβλήματα του πρωτογενούς τομέα να προσθέσουμε και την αποεπένδυση. Το 2008, οι Ακάθαριστες Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου ήταν 2,21 δισ.€ και το 2020 έφτασαν το 1,54 δισ.€. Έχουν ανακάμψει βεβαίως από τα 870 εκ.€ του 2012 ή το 1 δισ.€ του 2014, αλλά παραμένουν ακόμα αρκετά χαμηλότερα σε σχέση με την περίοδο πριν την κρίση· οι επενδύσεις Παγίων Κεφαλαίων στο σύνολο των χωρών της ΕΕ επέστρεψαν στα επίπεδα του 2008.

Στα μεγάλα διαθρωτικά προβλήματα του πρωτογενούς τομέα να προσθέσουμε ότι ο ενεργός πληθυσμός είναι γερασμένος· το 60% των «αρχηγών» γεωργικών εκμεταλλεύσεων είναι άνω των 55 ετών (και μόλις το 3,7% κάτω των 35) και με ελάχιστη κατάρτιση· το 93,2% διαθέτει μόνο πρακτική εμπειρία. Αλλά εκεί που κρύβεται το σημαντικότερο έλλειμμα είναι η έλλειψη συνεργασιών στον κλάδο. Οι ενεργοί συνεταιρισμοί μπορεί να υπολογίζονται σε 1.114 και οι οργανώσεις παραγωγών σε 425, αλλά βρισκόμαστε πολύ πίσω· αρκεί ν’ αναφέρουμε ότι το ποσοστό φρούτων που διακινείται από ενώσεις παραγωγών στην Ελλάδα είναι 8%, όταν στην Ισπανία είναι 72% και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 46%.

Οι ελλείψεις συνεργασιών μεταξύ των ίδιων των γεωργών ή με τους μεταποιητές και η διασύνδεση του πρωτογενούς τομέα με τον τουρισμό (μόνο το 60% των προϊόντων που διαθέτουν τα ξενοδοχεία είναι τοπικά) είναι ο μεγάλος σκόπελος που καλείται να ξεπεράσει ο πρωτογενής τομέας.

Επιπλέον, αρκετοί αγρότες και κτηνοτρόφοι σχετικά μεγάλης ηλικίας είναι δύσκολο να δείξουν εμπιστοσύνη και να εκπαιδευτούν εκ νέου σε συνεργατικά σχήματα με υγιή νοοτροπία, καθώς έχουν βιώσει άσχημες εμπειρίες στο παρελθόν, από το παρασιτικό συνεταιριστικό κίνημα των δεκαετιών ’80, ’90 και 2000.

Οι νέοι αγρότες και οι εξαγωγές

Η κυβέρνηση, όπως και σε άλλους οικονομικούς τομείς, ρίχνει βάρος σε μεγάλους γεωργούς–κτηνοτρόφους ή συμπράξεις τέτοιων, με την λογική ότι αυτοί θα τραβήξουν το «κάρο» της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον και σε ένα βαθμό δικαιολογημένα η προσοχή επικεντρώνεται στους αγρότες της Θεσσαλίας και πώς θα ορθοποδήσουν μετά τις πλημμύρες του Σεπτεμβρίου, αλλά τα αποσπασματικά μέτρα έχουν αποτέλεσμα να αισθάνονται ριγμένοι οι αγρότες των υπόλοιπων περιοχών.

Η στρατηγική αυτή μάλλον πλήττει την μικρομεσαία ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, αφού ο σχετικά μικρός αγροτικός κλήρος είναι αρκετά διαδεδομένος, και η κατάσταση αυτή δεν αλλάζει εύκολα. Εξάλλου, τα εξαγωγικά μας προϊόντα (φρούτα και λαχανικά) δεν απαιτούν τόσο μεγάλες εκτάσεις και πολύ ακριβό εξοπλισμό

Αν η κυβέρνηση έδειχνε ενδιαφέρον να εισαγάγει στον αγροτικό τομέα νεότερους σε ηλικία παραγωγούς, με μικρότερες εκτάσεις γης και προσανατολισμό εξαγωγικό ή αν δεχόταν την πάγια ελληνική οικονομική αρχή του συμπληρωματικού εισοδήματος (δηλαδή να γινόταν πιο ευρύς ο ορισμός του αγρότη) και ο αγροτικός πληθυσμός θ’ ανανεωνόταν και ένα ποσοστό των νέων ίσως έβλεπε την γεωργία ως ελκυστικό κλάδο.

Αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται να ενισχυθούν οι ενώσεις των παραγωγών (και όχι να σαμποτάρονται, όπως κατηγορεί η ΕΕ το υπουργείο), να διασυνδεθούν με την εφαρμοσμένη έρευνα και ν’ αποκτήσουν πρόσβαση σε σύγχρονα χρηματοδοτικά εργαλεία.

Εν ολίγοις για να γίνουν αυτά πράξη χρειάζεται σχέδιο (που η κυβέρνηση δεν διαθέτει) και μια σταθερή ηγεσία στο υπουργείο Γεωργίας που να το εφαρμόσει. Αντ’ αυτού στο υπουργείο Γεωργίας με μια δύο εξαιρέσεις βολεύονται μεσαία κομματικά στελέχη που μέσα σε μερικούς μήνες απομακρύνονται και φορτώνουν τα προβλήματα στους επόμενους υπουργούς.