Σήμερα συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Γιάννη Τσαρούχη. Με θηρίο τον παρομοιάζει ο αλησμόνητος Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Άγγελος Δεληβορριάς. Σε μία από τις κουβέντες που είχαμε νωρίς το πρωί στη βιβλιοθήκη, στο ημίφως σχεδόν, καθώς ξεκινούσε να εργάζεται πριν ακόμη ανοίξει το μουσείο, πριν κι από τους συνεργάτες του, μου μιλά για το αποτύπωμα του Τσαρούχη στις τέχνες και τα γράμματα, στους πνευματικούς κύκλους της εποχής, αλλά και στον ίδιο. Ο δαιμόνιος Διευθυντής μάλιστα είχε συλλάβει και μια ευφάνταστη έκθεση: το ανάγνωσμα της νεοελληνικής ιστορίας μέσα από το ζωγραφικό έργο του σπουδαίου δημιουργού.
Αγγελος Δεληβορριάς (Α.Δ): Είχαμε γερό σύνδεσμο με τον Τσαρούχη. Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς πρωτογνωριστήκαμε, γιατί εγώ τότε δεν είχα καμιάν απολύτως σχέση με το μουσείο Μπενάκη· και τον Μάνο Χατζιδάκι από κει πάντως, από την ίδια παρέα, τον γνώρισα... Ο Τσαρούχης μού ’χε κάνει και το πορτρέτο - τότε βέβαια δεν υπήρχαν φαλάκρες!
Όταν έκανε την Ξεχασμένη φρουρά (1956), εγώ είχα τελειώσει αρχαιολογίες κ.λπ., δεν είχα φύγει ακόμη έξω, κι είχα ανακαλύψει στα υπόγεια του Μουσείου της Ακρόπολης ένα κομμάτι, το πάνω δεξιά του ώμου και της ράχης – παριανό μάρμαρο, αριστουργηματικό – από το πρωτότυπο ενός αγαλματικού κήπου, που τον ξέρουμε από πολλά ρωμαϊκά αντίγραφα. Ο λεγόμενος τύπος της Αφροδίτης καθιστής Ολυμπιάδος. Πασίγνωστος αγαλματικός τύπος της κλασικής εποχής και, όπως καταλαβαίνεις, είχα πέσει με τρελό ενθουσιασμό... Ήμουν τότε και πολύ νέος! Στην Εθνική Πινακοθήκη, πριν τις εργασίες, ήταν στο προστώο απ′ έξω, στ’ αριστερά η Πηνελόπη του Δρόση και δεξιά το Ζευγάρι του Μέμου Μακρή. Του λέω ”Γιάννη, βλέπεις αυτόν που κάθεται στην καρέκλα; Βρήκες, χωρίς να το ξέρεις, ένα φειδιακό μοτίβο.” Ο ενθουσιασμός του δε λέγεται! Μου λέει: ”Όλα τα προσχέδια αυτής της δημιουργίας είναι δικά σου...”
Έπειτα, ήρθαν χούντες, διάφορα, χαθήκαμε... ξαναβρεθήκαμε στο Παρίσι, μετά τη Γερμανία. Μέναμε τότε, στη rue Dauphine, ακριβώς απέναντι από το στέκι του Γιάννη. Όλο έλεγε ”Έλα, να σου φτιάξω ένα καφέ”, αλλά... τέλος πάντων, με την καθαριότητα είχε περίεργες σχέσεις (γέλια). Αλλά, όποτε ανοίγαμε το πηγαδάκι, ήταν πάρα πολύ συζητητικός, ψόφαγε για κουβέντα!
Δε θα το ξεχάσω, γιατί σχεδόν λιποθύμησα! Μου λέει μια μέρα: ”Τί τα θες, δεν είναι ράτσες αυτές, οι ευρωπαϊκές... αγνοούν το γλυκό του κουταλιού”. Παθαίνω μια υπογλυκαιμία εκείνη την στιγμή... ήμασταν στη Γαλλία, σου θυμίζω, κι εγώ το λάτρευα!
Άλλοτε πάλι, πάμε μαζί με το Νίκο Κούνδουρο, στο άλλο σπίτι που είχε στην εξοχή, να μας διαβάσει τη μετάφραση που είχε κάνει στον Ορέστη του Ευρυπίδη. Ήθελε, χωρίς συζήτηση, να το ανεβάσει το έργο, όπως ανέβασε τις Τρωάδες... την καλύτερη ίσως παράσταση αρχαίου ελληνικού δράματος που έχω δει, στην οδό Καπλανών. Και μου κάνει εντύπωση, που κανείς από τους κάφρους δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να το φιλμάρει! Ήταν πρωτοφανές: είχε γκρεμιστεί ένα παλιό σπίτι, κυριολεκτικά είχε γίνει ερείπιο, κι εκεί ανέβασε την παράσταση με κορυφαία του χορού, τη Σαπφώ Νοταρά. Εκάβη η Σμάρω Στεφανίδου... μιλάμε για θηρία!
-Δεν έπεσε η ιδέα να το φιλμάρει ο Κούνδουρος;
Α.Δ.: Όχι, δεν το κουβεντιάσανε αν και ο Κούνδουρος του είχε μεγάλη αγάπη.
Εγώ είχα γυρίσει στην Ελλάδα, ήμουν πια στο Μουσείο Μπενάκη και χτυπάει μια μέρα το τηλέφωνο. ”Αποφάσισα να σας χαρίσω τον Άγιο Σεβαστιανό”, τον ακούω να μου λέει. ” Όχι, να τον κρατήσεις,” του λέω, ”δεν τον θέλω!” (γέλια).
-Είχε συνείδηση της αξίας του έργου του, νoιαζόταν για την υστεροφημία του;
Α.Δ.: Μα εργαζόταν εδώ. Γι’ αυτό και στη διαθήκη του έγραψε πως αν πάψει να λειτουργεί το ίδρυμά του, η συλλογή περιέρχεται στο Μπενάκη.
Ήταν ένας άνθρωπος απίστευτης οξύνειας και πολύ μεγάλου γνωστικού εύρους. Κοντολογίς, εγώ τουλάχιστον δεν είχα αντιληφθεί τότε τις ερωτικές του επιλογές. Δε βάραιναν δηλαδή στις συμπεριφορές του. Καθόλου, ήταν θηρίο! Δεν τον είχα εκτιμήσει ακόμη, επειδή λάτρευα τον Διαμαντή τον Διαμαντόπουλο, κι αν έχω μετανιώσει για κάτι , είναι γιατί όποτε βλεπόμασταν, δεν είχα ένα αντίστοιχο αίσθημα... ήταν μια άλλη κατηγορία ανθρώπου, αλλά θηριώδους μεγέθους. Και δεν είχα μπορέσει ποτέ να καταλάβω το γιατί αυτής της ιστορίας (εννοεί την καλλιτεχνική διαμάχη Τσαρούχη – Διαμαντόπουλου). Γι’ αυτό κι επάνω στου Χατζηκυριάκου Γκίκα έχω εκθέσει το πρωτότυπο της φωτογραφίας από το αρχείο του Πικιώνη, που είναι όλοι τους... Ναι, όλοι αυτοί ήταν η καλύτερη εποχή της Ελλάδας, η πιο δύσκολη ιστορικά, αλλά η πιο παραγωγική πνευματικά.
- Ειδικότερα για τον Τσαρούχη, πώς αποτιμάτε το έργο του;
Α.Δ.: Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να γραφτεί η νεοελληνική ιστορία μέσα από τα έργα του Τσαρούχη· να διαβαστούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το υλικό άλλωστε που μας έχει αφήσει είναι τέτοιο, που δεν ξεμπερδεύουμε με τις δύο εκθέσεις. Προσφέρεται για αναρίθμητες επεξεργασίες, προσεγγίσεις, είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Δεν εξαντλείται.
- Ξεπερνά, λέτε, το εικαστικό.
Α.Δ.: Μα βέβαια. Οι εικαστικοί του πειραματισμοί, ιδίως του ’40 και του ’50 και όχι τόσο η νεοαναγεννησιακή περίοδός του, μιλάνε στην ψυχή μου, αλλά ό,τι κι αν έκανε... και βέβαια, ήξερε να ζωγραφίζει, κατείχε το σχέδιο!
Από εκείνον είχα γνωρίσει τον Ιόλα κι είχα προσπαθήσει να τον τουμπάρω ανεπιτυχώς. Μια ζωή έψαχνα για λεφτά, αφού για ό,τι έγινε εδώ στο Μπενάκη έπρεπε να βρίσκω τα χρήματα. Ήταν, βλέπεις, η περίοδος του παρά. Αλλά και τη Lila de Nobili’s από τον Τσαρούχη την γνώρισα. Ο Τσαρούχης ήταν η άλλη Ελλάδα!
Ο Άγγελος Δεληβορριάς παραμένει για όλους ζωντανή όχι μόνο μνήμη αλλά και παρουσία. Με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από τον θάνατο του Γιάννη Τσαρούχη οι φετινοί εικαστικοί «Πλόες» του Ιδρύματος Πέτρου και Μαρίκας Κυδωνιέως στην Άνδρο παρουσιάζουν μια μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στο έργο του. Από το Σάββατο 27 Ιουλίου έως 30 Σεπτεμβρίου.