Όταν η Αρετή Σταμπέλου αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο το 2012, η Ελλάδα βίωνε ήδη μια περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης με προεκτάσεις που κανείς δεν φανταζόταν. Η ανεργία έπληττε πολλούς από τους νέους όσο και τους μεγαλύτερους σε ηλικία πολίτες ενώ η αβεβαιότητα αυτή αύξησε σημαντικά και τα ποσοστά κατάθλιψης που καταγράφηκαν σε διάφορες μερίδες του πληθυσμού.
Η Σταμπέλου μιλά στο BBC για όλα όσα βίωσε την περίοδο της κρίσης αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο οι αντίξοες συνθήκες λειτούργησαν θετικά ώστε η Ελλάδα να απενοχοποιήσει και να μιλήσει ίσως για πρώτη φορά χωρίς ταμπού για τις ψυχικές ασθένειες.
«Τα προηγούμενα χρόνια ήταν πολύ δύσκολο να παραδεχτείς πως πάσχεις από κατάθλιψη. Η κρίση επηρέασε τη διάθεση μας, αλλά όλοι νομίζαμε πως είμαστε οι μόνοι που το βιώνουμε έτσι», λέει η ίδια.
Με το πέρασμα όμως των χρόνων, η Αρετή συνειδητοποίησε πως άλλαξε η συμπεριφορά πολλών ανθρώπων από τον περίγυρο της. «Όσο πιο πολύ κάποιος βίωνε τις συνέπειες της κρίσης, τόσο πιο ανοιχτός ήταν στη συνέχεια για να το συζητήσει», συμπληρώνει.
Όπως καταλήγει μάλιστα στη συνέχεια, οι ψυχικές ασθένειες βρήκαν ευκαιρία να αντιμετωπιστούν στα χρόνια της κρίσης, αφού μέχρι πρότινος θεωρούνταν ταμπού.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το ποσοστό των ατόμων που έπασχαν από κατάθλιψη αυξήθηκε από 3,3% το 2008 σε 12,3% το 2013 ενώ τα ποσοστά των αυτοκτονιών κατέγραψαν αύξηση κατά 40% τα χρόνια αυτά.
Την ίδια ώρα ωστόσο, τα κονδύλια που προορίζονταν για τον τομέα της ψυχικής υγείας μειώθηκαν επίσης σημαντικά.
«Μέχρι πριν από κάποια χρόνια η κοινωνία δεν έδινε καμία σημασία στον κλάδο μας. Η κρίση έφερε στο προσκήνιο προβλήματα που μέχρι πρότινος οι περισσότεροι έριχναν κάτω από το χαλί», τονίζει από την πλευρά του ο κ. Κυριάκος Κατσαδώρος, ο ιδρυτής της Κλίμακας, της γραμμής παρέμβασης για την αυτοκτονία στην Ελλάδα.
Η εκτίμηση του κοινωνικού ιστού για το πρόβλημα άλλαξε σε μεγάλο βαθμό μέσα στα χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό πως το 2009 το 63,1 των Ελλήνων συμφωνούσε με την άποψη πως η κατάθλιψη οφείλεται στην προσωπική αδυναμία του καθενός. Έως το 2014, ο αριθμός μειώθηκε στο 36%.
«Η κάλυψη του θέματος από τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης βοήθησε επίσης στην προβολή του και τη σύνδεση της κατάθλιψης με την οικονομική κρίση», δηλώνει ο διευθυντής του Αιγινήτειου Νοσοκομείου, κ. Χαράλαμπος Παπαγεωργίου.
«Μέσα από τις δικές τους εμπειρίες, οι Έλληνες αντιμετώπισαν με περισσότερη ενσυναίσθηση τους ασθενείς», ανέφερε μια νοσοκόμα που εργάζεται στο ίδιο νοσοκομείο μιλώντας στο βρετανικό δίκτυο, υπογραμμίζοντας παράλληλα πως πολλοί άνθρωποι με συμπτώματα κατάθλιψης ζήτησαν βοήθεια από τα δημόσια νοσοκομεία, καθώς δεν είχαν την δυνατότητα να πληρώσουν κάποιον θεραπευτή.
Ο κ. Κατσαδώρος επισημαίνει πως μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι εργαζόμενοι στον κλάδο ήταν επίσης να πείσουν την Εκκλησία να αλλάξει τη στάση της στο θέμα των αυτοκτονιών. «Η εκκλησία δεν τελούσε κηδείες για τους ανθρώπους που είχαν αφαιρέσει τη ζωή τους», με αποτέλεσμα «αρκετοί γιατροί να καταγράφουν διαφορετική αιτία θανάτου για να προστατεύσουν τις οικογένειες», προσθέτει.
«Πλέον, οι νεότεροι ιερείς πιστεύουν ότι η Εκκλησία έχει καίριο ρόλο στην αποτροπή των αυτοκτονιών», σημειώνει ο κ. Κατσαδώρος. Η Εκκλησία επιτρέπει την τέλεση κηδειών αν κάποιος γιατρός επιβεβαιώσει ότι ο αποθανόντας έπασχε από ψυχική ασθένεια.
«Αν έχουμε έναν ασθενή με αυτοκτονικές σκέψεις, οι ειδικοί μας μπορούν να μιλήσουν στις οικογένειες τους και να ρωτήσουν για την κατάσταση τους», τονίζει. «Μέχρι τώρα αυτό ήταν αδύνατο».
Ακόμα ένα μεγάλο στοίχημα ήταν να πείσουν το κράτος να εφαρμόσει πολιτικές πρόληψης. «Πιστεύουμε ότι το 90% των αυτοκτονιών θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν η οικογένεια, οι φίλοι και οι συνεργάτες αναγνωρίσουν τον κίνδυνο», υπογραμμίζει ο κ. Κατσαδώρος.