Λένε πως η όσφρηση είναι η πιο δυνατή αίσθηση. Πως μια μυτιά από ένα συγκεκριμένο άρωμα μπορεί να ξυπνήσει από το μνημονικό σου οποιαδήποτε ανάμνηση. Αυτή είναι η μικρή ιστορία ενός χρονικού που με στοίχειωσε σε μια συγκεκριμένη μυρωδιά: Αυτή του τριαντάφυλλου.
Εάν η άνοια σχηματίζει, όπως πολλοί λένε, έναν κύκλο, εκείνον του ανθρώπου που γεννιέται με άναρθρες κραυγές και καταλήγει ζαρωμένος σε ένα καροτσάκι να βρέχεται και να τραυλίζει με λόγια δίχως νόημα, η ιστορία της γιαγιάς μου, είναι η ιστορία ενός μωρού που έμεινε για πάντα μωρό.
Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι κάτι πάει λάθος μαζί της, είναι αποτυπωμένη στο μυαλό μου με μια χαρακτηριστική έκφραση προσώπου. Αυτή της ενοχής. Όλα ξεκίνησαν ένα κανονικό απόγευμα πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια. Ήμασταν στην κουζίνα, το καθιερωμένο μεσημεριανό είχε σερβιριστεί, όταν η γιαγιά μου δοκίμασε πρώτη όπως πάντα έκανε. Ήταν το πρόσωπο της, με εκείνη την ντροπή μιας νοικοκυράς που της θίγουν την εικόνα του νοικοκυριού της. Ακούμπησε κάτω το κουτάλι και με κοίταξε στα μάτια. Πρέπει να έκανα κάτι λάθος, είπε και κοκκίνησε.
Δεν ήταν το λίγο AVA που είχε πέσει μέσα στην κατσαρόλα που κίνησε την περιέργεια όλης της οικογένειας, ήταν τα φαγητά που σταδιακά άρχισαν να χάνουν την γεύση τους. Πρώτα ήταν το αλάτι και έπειτα το λάδι και τέλος ήταν τα αναμμένα μάτια της κουζίνας επάνω στα οποία έβραζαν τα φαγητά μέχρις ότου να εξατμιστούν.
Κάπως έτσι, άρχισε να εξατμίζεται και το μνημονικό της. Η Πηνελόπη ήταν ανέκαθεν ντροπαλή, απέφευγε τα πολλά λόγια και πείσμωνε σαν μωρό όταν κάποιος προσέβαλε την ταπεινή ύπαρξη της. Όταν όμως το πόρισμα της κατάστασης της ήταν αναπόφευκτο και διέρρευσε σε όλη την οικογένεια, την γειτονιά και τους γνωστούς σαν μικροαστικό κουτσομπολιό, η ίδια δεν αφέθηκε σε εγωιστικά προσχήματα και δικαιολογίες, αντίθετα υιοθέτησε μία διαφορετική τακτική.
Η Πηνελόπη είχε μάθει να επικαλύπτει την δυσλειτουργία της με την πραότητα της. Όσο δεν συνέβαινε κάτι που να την ταράσσει, απλούστατα δεν μιλούσε πολύ. Και χωρίς να παρλάρει, ένιωθε ότι συνωμοτούσε κρυφά προς την επικάλυψη του μεγάλου της μυστικού. Κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι είχε αρχίσει να ξεχνάει.
Και όντως, η Πηνελόπη δεν έλεγε ασυναρτησίες, είχε όμως παραβλέψει στο μεγαλειώδες της σχέδιο το γεγονός ότι δεν χρειάζεται να λέει κανείς πολλά για να καταλάβεις ότι λέει άλλα ντι άλλων, αρκεί απλά να τα επαναλαμβάνει. Η επανάληψη έγινε και η αχίλλειος πτέρνα της. Ακόμη θυμάμαι το νευρικό γέλιο που με είχε πιάσει-ο απαράδεκτος- όταν με είχε ρωτήσει 14 φορές με διαφορετική χροιά, που διάολο είχε εξαφανιστεί η μητέρα μου. «Μα απλώνει τα ρούχα! Παίρνει τα σεντόνια και τα τοποθετεί με μανταλάκια στα σύρματα. Αυτό γιαγιά. Αυτό και τίποτε άλλο.» της είχα πει. Εκείνη έσκυψε το κεφάλι της και άρχισε να χαϊδεύει αμίλητη τις ρυτίδες στο μέτωπο της.
Τα χρόνια περνούσαν, και η Πηνελόπη άρχισε το φευγιό. Εκείνο τον καιρό, σταδιακά συνειδητοποίησα πως αν υπάρχει κάτι χειρότερο από έναν άνθρωπο με άνοια, αυτός είναι ένας άνθρωπος με άνοια και με τάσεις φυγής. Μετά από εκατοντάδες απόπειρες μεταξύ των οποίων και δύο πετυχημένες, που βρήκαν την Πηνελόπη να κάθεται σε ένα γειτονικό παγκάκι με μερικά κομμένα λουλούδια στα χέρια της, πήραμε την απόφαση να της κάνουμε δώρο ένα κόσμημα. Ένα μικρό, σιδερένιο κολιέ με όλα τα στοιχεία της. Το κολιέ βέβαια δεν την απέτρεψε από το να ξεχαρβαλώνει πόμολα. Εκείνο που την απέτρεψε ήταν ο υφεσιακός χαρακτήρας της κατάστασης της.
Η Πηνελόπη δεν είχε πια ενέργεια. Κάθονταν σιωπηλή σε μια γωνιά. Όπως άλλωστε την θυμάμαι να κάνει όποτε την συναντούσα. Κούρνιαζε σε μια άκρη στο σαλόνι σε εμβρυακή στάση χαζεύοντας τηλεόραση. Το μόνο που διέκοπτε που και που την σιωπή της ήταν η ευχάριστη συνήθεια της να τραγουδάει. Μικρά στιχάκια, λίγες λέξεις μέχρι να χάσει στη συνέχεια τα λόγια και να σταματήσει. Τα στιχάκια βέβαια της έφερναν αναμνήσεις και οι αναμνήσεις γίνονταν εικόνες και παράπονα. Ο θαυμασμός προς τον καβαλάρη πατέρα της, η ευχάριστη οσμή των λουλουδιών κατά την παιδική της ηλικία και τέλος η αναζήτηση αγάπης εκ μέρους του άντρα της. «Γιώργο Θέλω να με αγαπάς» έλεγε κοιτώντας το φωτιστικό, κουρνιασμένη κάτω από μια κουβέρτα στον καναπέ. Περίεργο το πόσο ειλικρινής γίνεται ο άνθρωπος όταν χάσει άμυνες και φράγματα.
Η αναζήτηση αγάπης είχε κύρια θέση στις τελευταίες της προσπάθειες να μιλήσει. Η ομιλία της περιορίστηκε σε άναρθρες κραυγές, οι ανάγκες υγιεινής έγιναν πλέον μέριμνα του παππού και της μητέρας μου, και η γωνιά του καναπέ έδωσε την θέση της στο αναπηρικό καροτσάκι. Η Πηνελόπη άρχισε σταδιακά να ζαρώνει και να συρρικνώνεται ως παρουσία. Εάν δεν επιχειρούσες να την συναντήσεις δεν θα την ξανάβλεπες ποτέ, εκεί κλεισμένη μέσα στην γωνιά του παλαιομοδίτικου σαλονιού με την μυρωδιά παππουδίλας, με τα πόδια της καρφωμένα επάνω στο καροτσάκι.
Δεν είναι όμως η οσμή αυτή που συνοδεύει μια από τις πιο μαγικές στιγμές στην ζωή μου, είναι η οσμή των τριαντάφυλλων μέσα σε μια κατσαρόλα. Καθόμασταν όλοι στο σαλόνι εκείνο το απόγευμα, η γιαγιά μου είχε περίπου ένα χρόνο να σχηματίσει ολοκληρωμένη φράση, και τις περισσότερες φορές ξεχνούσες την ύπαρξη της στον χώρο. Έτσι και τότε, η μητέρα μου ανακάτευε τα ροδοπέταλα για την ετοιμασία του γλυκού τριαντάφυλλο, εγώ χάζευα στο laptop και η Πηνελόπη ρέμβαζε στον καναπέ. Όλα ήταν όπως τα είχαμε συνηθίσει να είναι. Όταν ξαφνικά η Πηνελόπη αφού ίσιωσε τον κορμό της, ξερόβηξε καθαρίζοντας τον λαιμό και άρχισε να τραγουδάει με γαργαριστή φωνή από την αρχή μέχρι το τέλος το «Μήλο μου κόκκινο».
Θυμάμαι να παγώνω μπροστά από την οθόνη στρέφοντας αργά το βλέμμα μου προς το μέρος της, με τις τρίχες μου σηκωμένες προσοχή. Θυμάμαι να κοιτάω την μητέρα μου η οποία μας είχε ακόμη πλάτη και να ξέρω ότι έχει βουρκώσει επάνω από το γλυκό τριαντάφυλλο. Αυτή ήτανε ίσως και η ύστατη απόπειρα του μυαλού της να δηλώσει ένα ηρωικό, τελευταίο παρόν. Όσον αφορά εμένα; Ήταν η οσμή που θα με στοίχειωνε.
Γιατί κάθε φορά που την κοιτάω καθηλωμένη να ατενίζει το τίποτα, κάθε φορά που την σηκώνω για να την τοποθετήσω στο κρεβάτι, δεν είναι η μυρωδιά ούτε του «σκουριασμένου» δέρματος, ούτε της παραμελημένης υγιεινής της που με περικλείει. Είναι η άνοια. Κόκκινη με αγκάθια και ροδοπέταλα.